Αρχική » Μόσχα – Αθήνα – Άγκυρα

Μόσχα – Αθήνα – Άγκυρα

από Άρδην - Ρήξη

του Τ. Ακτάρ, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000

Μετά την πτώση του “σιδηρού παραπετάσματος” η ρωσική Εκκλησία δοκιμάζει να ανακτήσει την ηγεμονία της στον ορθόδοξο κόσμο. Ο Έλληνας πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως, Βαρθολομαίος Κ, αντιτίθεται. Ένας τούρκος αρθρογράφος της Μιλιέτ καλεί την κυβέρνηση του να τον ενσωματώσει στην διπλωματική της δράση!

Παράλληλα στην Ελλάδα οξύνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στον «εθνικιστή» Χριστόδουλο και τον «οικουμενιστή» Βαρθολομαίο. Η κυβέρνηση Σημίτη και όλοι οι μηχανισμοί της προστασίας, προωθούν καταφανώς τον Βαρθολομαίο έναντι του έλληνα Αρχιεπισκόπου και τον προβάλλουν ουσιαστικά ως αντίβαρο στον Χριστόδουλο. Γύρω λοιπόν από το εκκλησιαστικό πραγματοποιείται μια μεγάλη σύγκρουση που αφορά κατ’ εξοχήν στα ζητήματα τόσο της τρέχουσας πολιτικής, όσοκαι του πολιτισμικού προσανατολισμού του ορθόδοξου χώρου στο σύνολο του. Πάνω στο ζήτημα ο π. Γεώργιος Μεταλληνός γράφει για την επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα και την αντίθεση της ελληνικής εκκλησίας (το άρθρο δημοσιεύεται με μικρές περικοπές λόγω χώρου) ενώ παράλληλα μεταφράσαμε το άρθρο του έγκυρου Τούρκου δημοσιογράφου Τσενγκίζ Ακτάρ για να έχουμε και την άποψη της Άγκυρας για το θέμα. Εξάλλου πλέον στην Ελλάδα ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνονται χωρίς τη… σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας.

Άρδην

Το 1991 ο ιερέας Δημήτρης Αρχοντίδης, γεννημένος το 1940 στην Ιμρόζ (Ίμ-βρος) [τουρκική νήσος της θάλασσας του Αιγαίου], τέθηκε επικεφαλής του οικουμενικού πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως [που βρίσκεται στο παλάτι του Φαναριού, στην Ιστανμπούλ] με το όνομα Βαρθολομαίος Α’. Την ίδια στιγμή, μέσα στο κλίμα των βίαιων ανατροπών που συνόδεψαν την πτώση του σιδηρού παραπετάσματος, η ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία άρχιζε να δραστηριοποιείται για να αναστήσει ένα παλιό όνειρο, διακοσίων πενήντα ετών: να τεθεί επικεφαλής του ορθόδοξου κόσμου. Αυτή η φιλοδοξία αμέσως κτυπήθηκε από την έντονη δράση του νέου πατριάρχη του Φαναριού. Ο αγώνας για την ανεξαρτησία των ορθόδοξων Εκκλησιών της Εσθονίας και της Ουκρανίας ενάντια στην Εκκλησία της Μόσχας αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της εχθρότητας μεταξύ του πατριάρχη της Μόσχας Αλεξίου Β’ και του Βαρθολομαίου του Α’.

Κατά την σοβιετική περίοδο, η ουκρανική Εκκλησία είχε το 70% των ορθόδοξων ιερέων της ΕΣΣΔ. Με την αποσύνθεση του σοβιετικού καθεστώτος, διασπάστηκε σε τέσσερις τάσεις, από τις οποίες οι τρεις ήταν υπέρμαχες της ανεξαρτησίας και η μία κήρυττε την αφοσίωση στο πατριαρχείο της Μόσχας. Το τελευταίο έβλεπε προφανώς με κακό μάτι τις απόπειρες απόσχισης της κολοσσιαίας ουκρανικής εκκλησίας, που ήλεγχε κατά την σοβιετική περίοδο σχεδόν 7.000 εκκλησίες. Επιπλέον αντιλαμβάνονταν σαν προσβολή στην βουλησή της για ηγεμονία, το γεγονός ότι ο Ουκρανός μητροπολίτης [αφορισμένος αυτό τον χρόνο (στμ. 1997) από το πατριαρχείο της Μόσχας] παρεκάλεσε να του δωθεί καθεστώς αυτοκέφαλης εκκλησίας από το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και αυτό δέχτηκε ευνοϊκά την αιτησή του.

Όσον αφορά την Εσθονία, αυτή ήταν αποφασισμένη να ενδυναμώσει την ανεξαρτησία που ανέκτησε μετά την πτώση του σιδηρού παραπετάσματος ξεφεύγοντας από την ρωσική ηγεμονία σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου αυτού της θρησκείας. Στις 20 Φεβρουαρίου 1996, η ορθόδοξη εσθονική εκκλησία ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη από τον Βαρθολομαίο τον Α’, συμμορφούμενη με την θέληση της κυβέρνησης και με το 70% της εσθονικής κοινής γνώμης.

Σε αυτή την υπόθεση, η Ελλάδα δεν είναι μαζί με την Ρωσία, αλλά μαζί με την Τουρκία.

Ο πατριάρχης Αλέξιος, ένας Ρώσος γεννημένος στην Εσθονία, ήταν πατριάρχης του Τάλιν [πρωτεύουσα της Εσθονίας] στην σοβιετική περίοδο. Δεν απαρνήθηκε ωστόσο το όνειρο του για ηγεμονία. Υπογραμμίζοντας ότι η Ρωσία περιλαμβάνει τους 100 από τους 270 εκατομμύρια ορθόδοξους στον κόσμο, θέλει να ενώσει τις άλλες 14 αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες κάτω από την ηγεσία της Μόσχας. Αυτή η φιλοδοξία προκαλεί ανησυχία όχι μόνο στους ορθοδόξους της Λεττονίας, της Φιλανδίας και της Ουκρανίας αλλά επίσης στην ελληνική εκκλησία και κυβέρνηση, οι οποίες υπερασπίζουν το ιστορικό κύρος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα με αυτό που νομίζεται, η Ελλάδα δεν είναι με την πλευρά της Μόσχας σε αυτό τον αγώνα επιρροής, αλλά με την πλευρά της Ιστανμπούλ.

Στην οθωμανική εποχή, η ορθοδοξία ήταν αναγνωρισμένη ως μια από τις θρησκείες της αυτοκρατορίας. Η τουρκική κυβέρνηση την είχε κάνει ένα στοιχείο της πολιτικής της στα Βαλκάνια. Τα πράγματα έχουν, δυστυχώς, αλλάξει απο τότε: το πατριαρχείο άρχισε να θεωρείται ένας εσωτερικός εχθρός. Έπρεπε ωστόσο να στηρίξει, σαν μια πολιτική του Κράτους, τις επιχειρούμενες πρωτοβουλίες του Βαρθολομαίου Α’ στο εξωτερικό, ενός άνδρα θαρραλέου, φωτισμένου και προικισμένου με καλές προθέσεις. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο θρησκευτικός παράγοντας είναι και πάλι σε άνθηση στις πρώην κομμουνιστικές χώρες και ότι ο ο πατριάρχης της Ιστανμπούλ μπορεί εκεί να παίξει σπουδαίο ρόλο. Διατηρεί το ίδιο καλές σχέσεις με τον χριστιανικό, μη ορθόδοξο, κόσμο και με τους δυτικούς πολιτικούς.

Από την άλλη πλευρά, η διαιώνιση του πατριαρχείου του Φαναριού εξαρτάται ευρέως από το άνοιγμα της ιερατικής σχολής της Χεμπελιάδα [νησί του Μαρμαρά, κοντά στην Ινστανμπούλ], που μπορεί να εξασφαλίσει την δημιουργία ορθόδοξου κλήρου, συντηρώντας την τουρκική υπηκοότητα των πατριαρχών. Ανοιγμένητο 1844, αυτή η σχολή παραμένει κλειστή από το 1971. Το εμπόδιο στην επαναλειτουργία της δεν προέρχεται, όπως μερικοί, ισχυρίζονται, από την οργή που δημιουργείται από τα imam hatip [θρησκευτικά σχολεία που κατηγορούνται από την Αγκυρα ότι αποτελούντο φυτώριο των ισλαμιστών], καθώς οι ιερείς βγαίνοντας από την Χεμπελιάδα ασχολούνται αποκλειστικά με πνευματικά ζητήματα.

Όπως γνωρίζουμε, ο Μεσούτ Γιλμάζ, συνομίλησε με τον Πατριάρχη τον Απρίλιο του 1996, πράγμα που η προκάτοχος του, Τανσού Τσιλέρ, δεν θα είχε τολμήσει ποτέ να κάνει. Λίγο αργότερα ο Βαρθολομαίος συνάντησε τον Φεθουλάχ Γκιουλέν [μεγάλος πνευματικός ηγέτης που αντιπροσωπεύει το μετριοπαθές ισλάμ], πριν επισκεφθεί, τον περασμένο Σεπτέμβριο, στην θεσσαλονίκη, το σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι θαρραλέες αυτές πράξεις αντιμετώπισαν αυστηρή κριτική από κάποιους κύκλους στην Ελλάδα. Οπωσδήποτε, το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως είναι ολότητα πνευματική που παίζει ένα διαιτητικό ρόλο στον ορθόδοξο κόσμο, λόγω της ιστορικής του θέσης ως primus inter pares. Ο πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος της θρησκείας, μιλά έξι γλώσσες και είναι Τούρκος πολίτης. Αυτά τα χαρίσματα δεν πρέπει να δημιουργούν φόβο αλλά να παρουσιάζονται, αντιθέτως, ως μια πηγή υπερηφάνειας. Πρέπει να υποστηρίξουμε το ελληνικό ορθόδοξο πατριαρχείο του Φαναριού σαν ένα στοιχείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και -να στηρίξουμε τον Βαρθολομαίο στον αγώνα του του κατά της ρωσικής Εκκλησίας. Μια τέτοια αντιμετώπιση όχι μόνο θα βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ της Αθήνας και της Αγκυρας, αλλά θα επιτρέψει στην Τουρκία να έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία στον ορθόδοξο κόσμο και να κερδίσει από τις σχέσεις του ικανού πατριάρχη με τον μη ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο.

από την εφημερίδα «ΜΙΛΙΕΤ» αναδημοσιευμένο στο Courrier International 1.40, 4-10/12/1997

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ