από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Αναδημοσιεύουμε το παρόν άρθρο από την “Ιζβέστια”, χαρακτηριστικό τόσο από το περιεχόμενο, όσο και τον τόνο του για το τι συμβαίνει στη σημερινή Ρωσία.
«Τα εργοστάσια στους εργάτες!» Σε ένα μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής κυταρίνης, βορειοδυτικά της· Άγιας Πετρούπολης, οι εργάτες θέλουν να εφαρμόσουν κατά γράμμα το παλιό σύνθημα των Σοβιέτ. Πήραν τα όπλα και είναι έτοιμοι να πάνε ως τα άκρα.
Μετά από επτά χρόνια αλλαγών, το σύνθημα των μπολσεβίκων «κλέψτε αυτό που έχει κλαπεί!» έχει επιστρέψει στην επικαιρότητα μιας Ρωσίας που μοιάζει να βρίσκεται στην παραμονή μιας νέας βίαιης «αποϊδιωτικοποίησης». Τέτοιο παράδειγμα είναι οι ιστορικές αναταράξεις στο βιομηχανικό συγκρότημα κυτταρίνης στο Βίμποργκ (100 χλμ. βορειοδυτικά της Πετρούπολης). Εκεί οι εργάτες αρνούνται στους νόμιμους ιδιοκτήτες να εισέλθουν και αιματηρές συγκρούσεις έλαβαν χώρα στα μέσα του Οχτώβρη. Στις 22 του ίδιου μήνα η Δούμα έβγαλε μια ανακοίνωση για αυτή την υπόθεση, υιοθετώντας το πνεύμα των προλεταριακών οδοφραγμάτων, με εκφράσεις όπως «οι εργάτες πήραν τον δρόμο του ταξικού αγώνα»,
Ο Β. Κιριακόφ, πρόεδρος της συνδικαλιστικής επιτροπής πιστεύει πως «η σύγκρουση δεν τελείωσε, αλλά οι εργάτες περιμένουν να αντιμετωπίσουν και νέα έφοδο. Μπορεί να εκδηλωθεί οποιαδήποτε στιγμή αλλά οι εργάτες είναι έτοιμοι να ανταποδώσουν.»
-«Θα είστε οπλισμένοι με σιδερόβεργες και ελάσματα, όπως την τελευταία φορά;»
-«Ναι και με άλλα μέσα, αν χρειαστεί».
Ποιά ακριβώς; θα μπορούσε να το εξακριβώσει αφού όλος ο κόσμος το έχει ήδη ακούσει: «την Δεύτερα ξεκινάει έρανος για να αγοραστούν όπλα και να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας»
Όταν ένας εχθρός πλησιάζει σημαίνει αμέσως συναγερμός
Μια νέα βάρδια έχει οριστεί να προστατέψει το εργοστάσιο από τους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Είκοσι άτομα που είχαν την φύλαξη προηγουμένως και άφησαν τους κλητήρες, πλαισιωμένους από την αστυνομία, να εισέλθουν στον χώρο διώχτηκαν. Τώρα όποιος πλησιάζει την είσοδο βλέπει τον δρόμο κλεισμένο από τους «πολεμιστές της πατρίδας», με στολή παραλλαγής και μαύρα μπερέ, στρατολογημένους από μια ειδικευμένη εταιρεία της Πετρούπολης. Από την στιγμή που εμφανίζεται ένας εχθρός, ένα σύστημα συναγερμού μπαίνει σε λειτουργία: ο φύλακας της εισόδου ειδοποιεί έναν υπεύθυνο (-μέρα-νύχτα), η μηχανή του εργοστασίου αρχίζει να σφυρά και 300 έως 400 άτομα, αρματωμένα με λοστούς, σπεύδουν να προστατέψουν το εργοστάσιο τους κατά των επιτιθεμένων. Εξάλλου, οι κάτοικοι του χωριού Σοβιέτσια, στην περίπτωση που ο συναγερμός δεν ξυπνήσει τους γείτονές τους, αρχίζουν να χτυπούν τους σωλήνες του καλοριφέρ, έτσι που αυτός ο θόρυβος ρίχνει χιλιάδες προλετάριους στα οδοφράγματα.
Ο Κιριακόφ μου εξηγεί ότι προστατεύουν την περιουσία τους. «Προσπαθούν να μας παρουσιάσουν σαν κτήνη καθώς… » η απότομη είσοδος ενός φύλακα διακόπτει την φράση του: «έρχονται
κάποιοι τύποι!» Ο συνδικαλιστής τρέχει στον διάδρομο φωνάζοντας σε έναν εργάτη: «Πάρε πέντε άντρες από κάθε τομέα και γρήγορα όλοι στην είσοδο». Ο εργάτης ορμά στο τηλέφωνο, αλλά έρχεται η νέα διαταγή: «Άκυρος ο συναγερμός! Είναι οι δημοσιογράφοι του ΝΤΒ και του ΡΤΡ που έρχονται να μας τραβήξουν».
-Η άγρια κατάληψη ενός τέτοιου ιδωτικού εργοστασίου από τον «λαό» είναι μια εξαιρετική σελίδα και χωρίς αμφιβολία όχι η τελευταία, ενός συνηθισμένου κεφαλαίου της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ρωσία. Εδώ, η πρώτη ιδιωτικοποίηση χρονολογείται από το 1993. Το εργοστάσιο ήταν τότε αγορασμένο από την αμερικανική εταιρεία Αλιάνς Σελιλόξ, η οποία το οδήγησε σε χρεοκοπία σε τρία χρόνια. Σε πλειστηριασμό αγοράζεται από την υπεράκπα κυπριακή εταιρεία Νίμονορ Ινβέστμεντς για 34 εκατομμύρια δολάρια (87% των μετοχών). Αμέσως η εταιρεία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να απολύσει τους 1.200 από τους 2.100 εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι τότε οργανώνουν απεργιακή επιτροπή και αρνούνται στο εξής την είσοδο στους νόμιμους ιδιοκτήτες και ξαναβαπτίζουν το εργοστάσιο σε «λαϊκή επιχείρηση». Η συνέλευση εξέλεξε έναν λαϊκό διευθυντή τον Αλ. Βαντόριν, πρώην πιλότο και συνταξιούχο συνταγματάρχη.
Η Νιμονόρ έχει πολλές φορές προσφύγει στην δικαιοσύνη κερδίζοντας όλες τις προσφυγές, χωρίς όμως ποτέ να διαβεί το κατώφλι του εργοστασίου. Η κόπωση που προκάλεσε η συνεχής σύγκρουση με την απεργιακή επιτροπή, η οποία είχε επιπλέον αποκτήσει την ιδιότητα του δημοσίου προσώπου, την οδήγησε στην απόφαση να πουλήσει τις με-τοχές της σε μια βρετανική εταιρεία, την ΑΑσέμ η οποία διεκδικεί το δικαίωμα στην ιδιοκτησία του εργοστασίου.
Αλλά οι κλητήρες βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση: να επιβάλουν τις δικαστικές αποφάσεις σε αυτή την επιχείρηση σημαίνει να διακινδυνεύσουν την ζωή τους. Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες, στις 14 Οκτωβρίου η Ταμάρα Βεσέλοβα, δικαστικός κλητήρας της περιφέρειας του Βίμποργκ και επτά βοηθοί της στάλθηκαν πάλι στην περιοχή συνοδευόμενοι από τον βοηθό εισαγγελέα του Βίμποργκ, Αλεξέι Πα-βλόφ, τρεις υπαλλήλους της περιφερειακής δικαστικής διεύθυνσης και τέσσερις μάρτυρες. 20 άνδρες των ειδικών δυνάμεων είχαν την ευθύνη για την ασφάλειά τους. Κατέφτασαν στις Ικαι 45 το πρωί. Τα γραφεία του εργοστασίου ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι, μόνο η είσοδος είχε φως. Ένα άτομο της περιφρούρησης εμφανίστηκε αμέσως και ρώτησε από την γυάλινη πόρτα για τον σκοπό της επίσκεψής τους. Όταν η Βεσέλοβα του έδειξε την ταυτότητά της, αυτός αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα και έτρεξε στο τηλέφωνο για να ειδοποιήσει. Οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν, όμως, ήδη παραβιάσει την πόρτα. Η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων του εργοστασίου κράτησε μέχρι τις τρεις. Μέχρι δηλαδή που η σειρήνα κτύπησε. Η Βεσέλοβα διηγείται τα γεγονότα: «Βρισκόμασταν στο ισόγειο όταν ένα πλήθος όρμησε στον χώρο. Τρέξαμε στον πρώτο όροφο και αρχίσαμε να οχυρωνόμαστε με οτιδήποτε μας έπεφτε στο χέρι. Ακούγονταν ουρλιαχτά: ‘βγείτε από εκεί θα σας σκοτώσουν!’ Με πέτρες και με λοστούς έσπασαν τα παράθυρα. Τότε ο επικεφαλής των ειδικών δυνάμεων έδωσε διαταγή να πυροβολούν στον αέρα. Μια μυρωδιά σύντομα μας έπνιξε το λαιμό. Κάποιος είχε βάλει αμμωνία στο σύστημα του εξαερισμού. Οι άντρες έβρεχαν κουρέλια και μας διέταξαν να τα βάλουμε στο πρόσωπο, αλλά εγώ έχασα τις αισθήσεις μου. Με μετέφεραν σε ένα σπασμένο παράθυρο που μπορούσα να αναπνεύσω καλύτερα. Χωρίς τις ειδικές δυνάμεις δεν γνωρίζω τι θα είχαμε γίνει».
Μετά από αυτά τα γεγονότα η εισαγγελία του Λένινγκραντ κίνησε έρευνα. Μόνο το ταξικό μίσος των προλετάριων για τους καπιταλιστές δεν είναι αρκετό, ωστόσο, για να δικαιολογήσει την οργή των εργατώντου Σοβιέτσκι. Ένας από αυτούς, ο Βαλέρι Ντου-ντίκιν, μας εξηγεί: «θέλουν να μετατρέψουν το βιομηχανικό συγκρότημα σε πριονιστήριο, να δημιουργήσουν ένα μικρό εργοστάσιο για κόντρα-πλακέ, θα προσλάβουν καμιά πενηνταριά τύπους και εμάς όλους θα μας πετάξουν στο δρόμο. Μετά θα διαλύσουν την κεντρικό ηλεκτρικό σταθμό του εργοστασίου και θα αφήσουν τον πληθυσμό χωρίς ρεύμα, χωρίς θέρμανση, χωρίς νερό ζεστό. Και αντίο το χωριό.
-Ποιος τα λεει αυτά;
-Όλος ο κόσμος τα λεει.»
Αυτός ο άνδρας δεν είναι παρά 54 ετών, αλλά τα σκαμμένα του μάγουλα, τα γκρίζα κακο-ξυρισμένα γένια του, τα χοντρά γυαλιά, με ατσάλινο σκελετό, του δίνουν την όψη ενός γέροντα. Διηγείται την είσοδο του στο εργοστάσιο, σε ηλικία 16 χρόνων, τα πρώτα του βήματα σαν χειριστή του αναβατήρα Εργάστηκε στο ξεφλούδισμα των κορμών, στο κόψιμο της ξυλείας και έβαλε την κόρη του Λένα σαν παιδοκόμο στον παιδικό σταθμό του εργοστασίου
«-Τις μετοχές μου τις ειχα κερδίσει.
-Λοιπόν τις πήρατε;
-Ναι, 365. Η κολεκτίβα πήρε το 17%. Μοιράστηκαν σε όλους
-Και τι έγινε με αυτές;
-Τις πούλησα το 1996, όταν το εργοστάσιο βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Λεν μας πλήρωναν πια, οι άνθρωπο: δεν είχαν να φάνε. Ήταν οι πατάτες, που καλλιεργούσαμε στους κήπους μας, που μας έσωσαν, καθώς και τα μανιτάρια που μαζεύαμε στα νησακια (στον κόλπο της Φιλανδίας). Για κείνες τις μετοχές πήρα 2 εκατομμύρια ρούβλια. ( περίπου 100.000 δραχμές). Όλος ο κόσμος τις πούλησε και όχι μόνε εγώ».
Του ζήτησα να μου πει τι θα ήθελε να γίνει, αυτός όπως κα; οι σύντροφοι του. «Τι άλλο να θέλουμε. Να γυρίσει το εργοστάσιο στην ιδιοκτησία του κράτους ή καλύτερα στον λαό> Στην ερώτηση, σε ποιόν θα ανήκε το εργοστάσιο του λαού. απάντησε: «σε εμάς, φυσικά! Εμείς είμαστε οι ιδιοκτήτες. Θα εκλέξουμε τον δικό μας διευθυντή. Και αν αρπάζει από το ταμείο θα τον διώξουμε με ένα καλό ξύλο».
Δεν υπάρχει κανένας λόγος που να οδηγεί σε αίσιο και σύντομο τέλος την σύγκρουση στο Βίμποργκ. Εδώ, όπως και στις δεκάδες ακόμη επιχειρήσεις που κατέχουν οι εργάτες, τα πράγματα δεν είναι παρά στην αρχή τους.
Βαλέρι Βιουτόβιτς Εφημερίδα “Ιζβέστια”