Το παρακάτω απόσπασμα είναι μέρος της εισαγωγής του Θεόδωρου Ντρίνια στο μοναδικό βιβλίο του Αμερικάνου κοινωνιολόγου Alwin W. Gouldner (1920-1980) που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με τίτλο «Η άνοδος μιας νέας τάξης & το μέλλον των διανοουμένων», το οποίο εκδόθηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις, το 2020.
Από το respublica.gr
Η κριτική του παραγωγή ξεκινάει με την ολομέτωπη επίθεση που εξαπολύει, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, στη θεωρητική κατασκευή του τότε Τιτάνα της αμερικάνικης κοινωνιολογίας Talcott Parsons, το δομο-λειτουργισμό. Απέναντι στη σταθερή αναζήτηση, εκ μέρους του δομο-λειτουργισμού, των απαραίτητων λειτουργιών και την έμφαση στη λειτουργική σημασία ενός συστήματος κοινών αξιών και της συνακόλουθης γενικής συναίνεσης, για τη διατήρηση της ισορροπίας και της ευταξίας και την αναπαραγωγή δεδομένων δομών ενός κοινωνικού συστήματος, ο Gouldner στέκεται καχύποπτος και επιθετικός. Θεωρεί ότι η παράβλεψη των διαφορών ισχύος στο εσωτερικό ενός κοινωνικού συστήματος και του (έμμεσου ή άμεσου) εξαναγκασμού, ως στοιχείων σταθεροποίησής του (αντί για τις κοινές αξίες και τη συναίνεση) και η εμμονή του δομο-λειτουργισμού στη μελέτη των τωρινών δομών και όχι των απαρχών δημιουργίας τους, τον καθιστά θεωρία συντηρητική και ουσιαστικά υπερασπιστική της καθεστηκυίας τάξης[1]. Στη σύγκρουσή του αυτή, ο Gouldner ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από το πεδίο τού (κριτικού στον Parsons) λειτουργισμού και υιοθετεί στοιχεία της κριτικής μαρξιστικής σχολής. Σύντομα, όμως η αταλάντευτη κριτική του στάση θα τον στρέψει εναντίον του Μαρξισμού, κατηγορώντας τον για ιστορικό ντετερμινισμό, οικονομισμό και έλλειψη στοχασμού πάνω στην ίδια του την κατάσταση και την προέλευσή του ως θεωρίας προερχόμενης έξω από την εργατική τάξη, η οποία εντούτοις είναι δογματικά βέβαιη ότι κατέχει το κλειδί για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Δεν θα διστάσει να ασχοληθεί με τη «σκοτεινή πλευρά της διαλεκτικής», αναδεικνύοντας «τα σκοτεινά μυστικά, τα θέματα ταμπού και τα απρεπή εκ γενετής σημάδια»[2] του Μαρξισμού. Ο ίδιος, στην εισαγωγή του βιβλίου του The Dialectic of Ideology and Technology (1976), θα δηλώσει ότι «δεν ανήκει σε καμιά Μαρξιστική κοινότητα» ή «Μαρξιστικό κατεστημένο» και θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του «εκτός νόμου Μαρξιστή (Marxist outlaw)», ενώ με τη γνωστή του προκλητικότητα θα αφιερώσει το βιβλίο στο νόθο γιο του Μάρξ, Henry Demuth, ως πρώτου μάρτυρα της «σκοτεινής πλευράς της διαλεκτικής»! Μάλιστα, ενώ η κριτική του θεωρία είναι σαφώς επηρεασμένη από τους διανοητές της Σχολής της Φραγκφούρτης, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι αν ο «επιστημονικός» Μαρξισμός δοξάζει το κόμμα της πρωτοπορίας και την αναπόφευκτη νίκη του σοσιαλισμού, ο κριτικός Μαρξισμός, με τον πεσιμισμό του για τις προοπτικές της ριζικής αλλαγής και τον στείρο αρνητισμό του, είναι εν τέλει επιρρεπής στον αυταρχικό βολονταρισμό, την ανορθολογικότητα, τη βία και την ελιτίστικη τρομοκρατία.
Ο Gouldner, επιτιθέμενος στην κατεστημένη κοινωνιολογία αλλά και στην μαρξιστική άρνησή της, βάζει στην τελευταία φάση της διανοητικής του πορείας το φιλόδοξο στόχο για την προώθηση μιας κοινωνιολογίας που ονομάζει reflexive sociology – αναστοχαστική κοινωνιολογία («ριζοσπαστική, ιστορικά ευαισθητοποιημένη, αυτο-αναλυόμενη, κριτική, αυτόνομη, εμπειρική, κλπ.», κατά τον Νικ. Τάτση[3]). Ο κοινωνικός θεωρητικός δεν μπορεί παρά είναι κριτικός, με ιστορική αποστολή του την ανάκτηση της κοινωνίας από τους ανθρώπους. Στο έργο του αυτό οφείλει να εκθέτει όχι μόνο τις λανθάνουσες αξιακές επιλογές της «κανονικής» και «κατεστημένης» επιστήμης (συχνά καλυμμένες με το πέπλο της ουδετερότητας, της αντικειμενικότητας, του ορθού λόγου ή ακόμα και της κριτικής) αλλά και τις δικές του λανθάνουσες παραδοχές για τον κόσμο. Για τον Gouldner, η σχέση μεταξύ του κοινωνικού θεωρητικού ως ρόλου και του ιδίου ως προσώπου που επιτελεί το ρόλο πρέπει να εκτίθεται κάθε φορά, ελπίζοντας έτσι ότι η παραγόμενη θεωρία θα διατηρεί την πιστότητά της με την εμπειρική πραγματικότητα. Μια κριτική, αναστοχαστική κοινωνική επιστήμη δεν πρέπει να παρακάμπτει με ευκολία τις εσωτερικές αντιφάσεις ή να αποσιωπά τα άβολα γεγονότα που σχετίζονται με αυτήν. Οφείλει να αναδεικνύει τις κυρίαρχες παραδοχές, τη δομή των απόψεων, τις άρρητες υποθέσεις και τις σιωπές της θεωρίας, είτε «κατεστημένης» είτε «κριτικής». Για τον Gouldner, κάθε θεωρία έχει κάτι να κρύψει. Η αναστοχαστική αυτή στάση είναι, κατά τον ίδιο, ο μόνος ίσως τρόπος ώστε μια κριτική κοινωνική θεωρία να αποφύγει τη μεταμόρφωσή της από εργαλείο θετικής αναμόρφωσης του κοινωνικού κόσμου σε όπλο κατακυριάρχησης επί αυτού.
Για αρκετούς μελετητές του έργου του, ο Gouldner ποτέ δεν ξέκοψε εντελώς από το λειτουργισμό και την εμπειρική και ακαδημαϊκή κοινωνιολογία, όπως ποτέ δεν προσχώρησε απόλυτα στο Μαρξισμό ακόμα και στον κριτικό εκείνο. Βλέπουν στο έργο των δύο τελευταίων δεκαετιών της ζωής του μια προμηθεϊκή (κατ’ άλλους, απελπισμένη) προσπάθεια να συνδυάσει τις δυο φαινομενικά αντίθετες αυτές θεωρήσεις για την κοινωνία. Πίσω από το θεωρητικό του ακτιβισμό, την επιθετικότητα απέναντι στην κατεστημένη κοινωνιολογία και την αταλάντευτη δέσμευσή του στον αγώνα για μια κοινωνία πιο ανθρώπινη, εξισωτική, δίκαιη και χωρίς καταπίεση, ο Gouldner δεν έπαψε να θεωρεί ότι η εμπειρική κοινωνική επιστήμη μπορούσε να βοηθήσει την κριτική κοινωνική επιστήμη να αποφύγει είτε τις αφηρημένες θεωρητικές, ιστορικοφιλοσοφικές, θέσεις που πιστώνουν σε κάποιο μυθικό υποκείμενο (ο Λόγος, το Προλεταριάτο, το Κόμμα, κ.ο.κ.) την κοινωνική απελευθέρωση, είτε τον αρνητισμό και την κριτική των πάντων που εντέλει οδηγεί στον πεσιμισμό και την έλλειψη απελευθερωτικής προοπτικής. Ο Gouldner πίστευε ειλικρινά στη θετικότητα μιας κριτικής θεωρίας, η οποία πάντα βρίσκει χαραμάδες στον πραγματικό κοινωνικό κόσμο για να καλλιεργήσει το σχέδιο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Απέναντι στο «γκρίζο κόσμο της θεωρίας» αντέτασσε τον «πράσινο κόσμο της καθημερινής ζωής». Η θετικότητα αυτή της κριτικής του στάσης δεν πήγαζε από τη συνηθισμένη, αφελή, αισιοδοξία των κοινωνικών ακτιβιστών, την εκπορευόμενη από την πίστη σε κάποια ιστορική νομοτέλεια. Αντίθετα, φρόντιζε συχνά να τονίζει ότι δεν «υπάρχουν εύκολες νίκες» στον κοινωνικό αγώνα και ότι όσο σκληρά και αν αγωνίζεσαι, θα πρέπει να είσαι έτοιμος και «να παραδοθείς» σε έναν ατίθασο και μη συνεργάσιμο κοινωνικό κόσμο[4].
Ο Gouldner δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ποτέ το σχέδιό του για μια αναστοχαστική κοινωνιολογία. Μπόρεσε, όμως, με το πολυδιάστατο έργο και την πυρετώδη ζωή του να αναδείξει αυτό που θαύμαζε απεριόριστα στην αρχαία ελληνική σκέψη, την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Αν και έφτασε στο σημείο να κατανοήσει πλήρως τα όρια των ανθρώπινων προσπαθειών και της ορθολογικότητας στην κατασκευή μιας κοινωνικά απελευθερωτικής θεωρίας, δεν σταμάτησε λεπτό να προσπαθεί να εγκαθιδρύσει το πρόγραμμα μιας τέτοιας θεωρίας.
[1] Την ίδια σχεδόν περίοδο που ο Gouldner κορυφώνει την επίθεσή του στο δομο-λειτουργισμό και την κυρίαρχη τότε κοινωνιολογία με την έκδοση του The Coming Crisis of Western Sociology (1970), ο σπουδαιότερος Ευρωπαίος μαθητής του Parsons, ο Niklas Luhmann (1927-1998), στην κυριολεξία αναποδογυρίζει το θεωρητικό οικοδόμημα του μεγάλου δασκάλου του, εισάγοντας μια εκδοχή του λειτουργο-δομισμού, στην οποία προτάσσεται η μελέτη της λειτουργίας των κοινωνικών μερών και των κοινωνικών προβλημάτων με τα οποία σχετίζονται και έπεται η μελέτη των δομών που εισφέρουν στην επίλυση αυτών των προβλημάτων, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ως κυρίαρχη η σταθεροποιητική δράση των αξιών και της συναίνεσης.
[2] Αναφέρεται στο Breines, P. (1986). Gouldner, Marxism, and the Intellectuals. Theory and Society, 15 (4), 593-605.
[3] Τάτσης, Ν. Χ. (1985). Alvin W. Gouldner: ο διανοούμενος που πίστευε στον αρματωμένο λόγο. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 57(57), 45-62.
[4] Αναφέρονται στο Sewart, J. J. (1984). Is a Critical Sociology Possible: Alvin Gouldner and the “Dark Side of the Dialectic”. Sociological Inquiry, 54(3), 231-259.