Αρχική » Ιωάννης Πρίγκος, εραστής των βιβλίων

Ιωάννης Πρίγκος, εραστής των βιβλίων

από Άρδην - Ρήξη

Δοκίμιο για τον διαφωτισμό του παρόντος*

Του Στέφανου Μπεκατώρου από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 1

Πολύ καημός είναι η σκλαβιά και αυτή με παρακίνησε να γράψω ετούτα, από καημό. Διότι ούλοι να έχουν τα βασίλειά τους και οι Ρωμαίοι να είναι σκλάβοι του Τούρκου;… Μεγάλο κακό έπαθαν οι Ρωμαίοι ορθόδοξοι χριστιανοί!… Ασήκωσε, Θεέ μου, έναν άλλον Αλέξανδρον, ως πότε εκείνος τους Πέρσας έδιωξε από την Ελλάδα, έτζι και αυτόν τον τύραννο να τον διώξει, να λάμψει πάλε η χριστιανοσύνη στους τόπους της Ελλάδος καθώς και πρώτα…

Όποιοι πεινούν ή διψούν, τρώγοντας χορταίνουν και πεινώντας ή διψώντας ομοίως τη δίψα τους θεραπεύουν. Εγώ την πείναν μου και δίψαν μου, ήγουν την ανάγνωσιν των βιβλίων, ποτέ δεν χορταίνω, αλλά μάλιστα όσον τρώγω τόσον περισσότερον πεινώ.[…]. Μαθημάτων φροντίζετε και μη χρημάτων∙ τα γαρ μαθήματα φέρουσιν τα χρήματα. Δι’ εμέ τα χρήματα μου φέρνουν τα μαθήματα, ότι καλά εξοδιάζω διά να έχω τα βιβλία, ήγουν να τα αγοράσω, όπου είναι ακριβά κι ελληνικά με το να είναι όχι πολλά να βρίσκονται. Πείθομαι σοφού λόγους, τιμώ τους αξίους, ερευνώ τα γραφόμενα των προγόνων μου, παθαίνω ίνα μαθαίνω∙ τα παθήματα, μαθήματα.

Tα λόγια αυτά γράφτηκαν στην αρχή της δεύτερης πεντηκονταετίας του 18ου αιώνα στο Άμστερνταμ, στην Ολλανδία, από ένα Έλληνα έμπορο γεννημένο στη Ζαγορά του Πηλίου. Είναι η «απελέκητη γραφή» ενός αγράμματου, που γεννήθηκε στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολύ φτωχός κι έπρεπε να δουλέψει από μικρό παιδί για να βγάλει το ψωμί του, αφού μάλιστα καθώς φαίνεται ορφάνεψε αρκετά νωρίς. Κι όταν πια μπορούσε να μάθει γράμματα, ήταν πια αργά για να πάει σε σχολείο ή κοντά σε δάσκαλο γιατί έπρεπε να κοιτάξει τη δουλειά που επρόκειτο να τον κάμει αργότερα πολύ πλούσιο. Έγινε, λοιπόν, ένας αυτοδίδακτος, αγοράζοντας, με τα κέρδη που του άφηνε η εμπορική δραστηριότητα, ξενόγλωσσα βιβλία, κυρίως στην ολλανδική γλώσσα που εγνώριζε καλά, μα και στα ελληνικά, λιγότερα βέβαια, μια και ο αριθμός των ελληνικών βιβλίων ήταν κατά πολύ μικρότερος την εποχή εκείνη. Ο Ιωάννης Πρίγκος, που έγραψε τα λόγια αυτά, υπήρξε ένας από εκείνους τους ανθρώπους τους ταπεινούς που αγάπησαν πολύ στη διάρκεια της ζωής τους και η αγάπη τους, όπως κάθε αληθινή αγάπη βέβαια, ξεπερνώντας τον εαυτό τους, προχώρησε στα σκοτεινά κι έπεσε σαν σπόρος στο έδαφος της πατρικής τους γης.

Ο Thornton Wilder έχει γράψει στο τέλος μιας μυθιστορίας του:

Η αγάπη αρκεί. όλοι οι αναπαλμοί της αγάπης ξαναγυρίζουν στην αγάπη που τους εγέννησε. Η αγάπη δεν έχει ανάγκη από τη μνήμη. Υπάρχει μια χώρα των ζωντανών και μια χώρα των πεθαμένων και η γέφυρα ανάμεσά τους είναι η αγάπη, το μόνο που επιζεί, το μόνο νόημα.

Αντίθετα με τον Wilder, ωστόσο, εγώ πιστεύω ότι η μνήμη πάντοτε χρειάζεται. έτσι, όσο κι αν η αγάπη του Πηλιορείτη πραματευτή προχώρησε, ανώνυμη, στα σκοτεινά, κι έκαμε καλά τη δουλειά της, πολύ καλύτερα από πολλούς και πολλά που προχωρούν με θόρυβο στο φως, η μνημόνευσή της τώρα, σ’ αυτές τις ασυνάρτητες μέρες και η περιγραφή, έστω και συνοπτικά, των περιστατικών που την έθρεψαν και την προσδιόρισαν, χρειάζεται, διότι θα μας εχάριζε πολλά αποθέματα ελπίδας, παρηγοριάς και κουράγιου. Οι σημερινές συγκυρίες έχουν αναλογίες με εκείνες που έζησε ο Πρίγκος στις έξι δεκαετίες της ζωής του.

Σήμερα, όπως και κατά τον 18ο αιώνα, ο τόπος μας δοκιμάζει ύψιστο κίνδυνο επιβίωσης. Επιβίωσης, όσον αφορά την εδαφική μας ακεραιότητα, που απειλείται σήμερα από το ίδιο κακόπιστο και επεκτατικό έθνος, το τουρκικό, που μας συνέθλιβε πριν από δύο αιώνες.

Ο αλλόκοτος αυτός και πεισματάρης τύπος ανθρώπου, υπήρξε ένας από εκείνους τους ξενητεμένους Έλληνες της ύστερης Τουρκοκρατίας που, μολονότι η σκληρή μοίρα της σκλαβιάς τους ξερίζωσε από τα χώματα της πατρίδας και τους έδιωξε στην ξενιτιά, εκείνοι ξαναβρήκαν τον ομφάλιο λώρο της ζωής τους κι έμαθαν αγαπώντας τη δουλωμένη πατρίδα τους να ξαναριζώσουν στο αγαπημένο σώμα τόσο βαθιά, όσο δεν το κατόρθωσαν οι άλλοι συμπατριώτες που πατούσαν τη μητέρα γη. Πολλοί απ’ αυτούς πρόκοψαν στα γράμματα ή έγιναν πλούσιοι και, γυρνώντας πίσω, απέβησαν ευεργέτες, όχι μόνο του ιδιαίτερου τόπου τους, μα και του Γένους ολόκληρου. Ο Ιωάννης Πρίγκος αγάπησε βαθιά την πατρίδα του Ζαγορά του Πηλίου, τους συγγενείς και φίλους του, τους σκλαβωμένους Έλληνες. Αγάπησε τους ζωντανούς αλλά και τους πεθαμένους, ολόκληρο το Γένος του. Πάνω από όλα όμως, ο Πρίγκος αγάπησε τα βιβλία και τη μάθηση, την Παιδεία των Ελλήνων. Επίστεψε ότι η πνευματική καλλιέργεια και η απόκτηση γνώσεων θα έδιναν φτερά στο μυαλό και την ψυχή του σκλαβωμένου Γένους για να κερδίσει την πολυπόθητη ελευθερία, ξεφεύγοντας από την αδικία και την ταπείνωση.

Οι εκκλήσεις, οι παρακλήσεις και οι προσευχές που κάνει ο θαυμάσιος αυτός Έλληνας είναι αδιάκοπες σε κάθε σημείο του σχεδόν προφορικού γραφτού του. Παρακαλεί τον Θεό, προσεύχεται, κάνει εκκλήσεις στους ομογενείς του και στους βασιλιάδες της Ευρώπης και της Ρωσίας. Ας ακούσουμε πάλι την ταπεινή και αγνή φωνή του:

Ένωσε τους, Θεέ μου, τους χριστιανούς βασιλείς, να κάμουν ετούτο το έργο, να ελευθερωθούνε οι χριστιανοί από την τυραννία και δυναστεία του Τούρκου, διά να βασιλεύει η δικαιοσύνη και να μην αδικείται τινάς, αλλά να είναι βέβαιος ο καθένας εις τη ζωή του και εις το εδικό του. Και όχι μόνο ως είναι τώρα. οπού είναι τρομάρα, οπού φοβάσαι τον ίσκιο σου. Και με όλο αυτό, φτάνει να έχεις ολίγο τι, δε λείπουν οι αβανίες να σε κάμουν να το χάσεις, να σε πτωχύνουν, να σε αφανίσουν, καθώς κάμουν οι Τούρκοι με τους χριστιανούς, οπού τους επτώχυναν και τους ερήμαξαν με τες αδικίες και τες αρπαγές οι αβάνηδες, οπού με το να είναι κακός ο εξουσιαστής ευρίσκουν χώρα οι κακοί να κάνουν την κακία, αδικώντας και παίρνοντας του αλλονού[…].

Όλα αυτά από κάτω στον Τούρκο δεν μπορούν να συστηθούν, μήτε να γενούν. Ότι αυτός είναι άτακτος και άδικος. Και αν είναι ο σερμαγιάς χίλια, τα ονομάζει δεκάδιπλα διά να τα αρπάξει να πτωχύνει τους άλλους, μη διακρίνοντας ότι το πλούτισμα των υπηκόων είναι πλούτος της βασιλείας του.[…] Ο μεγαλοδύναμος να τον αφανίσει, να γίνει χριστιανοσύνη η Ελλάδα, να είναι δικαιοσύνη, να γίνουν παρόμοιες κυβέρνησες ως η άνωθεν, καθώς είναι εις την Ευρώπη, όπου κάθε ένας έχει το εδικό του, χωρίς φόβο καμιάς αδικίας, ότι βασιλεύει η δικαιοσύνη, ειδέ στον Τούρκο η αδικία και η αρπαγή.

Να σηκωθεί τινάς από το Γένος, να τον ακολουθήσουν οι ομογενείς, να κάμουν το βολετό τους να ελευθερωθούνε απατοί τους με βοήθεια πρώτα του θεού και ύστερα τινός βασιλέως ομοπίστου ως είναι η Ρουσία, ότι οι άλλες βασιλείες, βλέπομε, με όλον οπού είναι χριστιανοί, βλέπει ο καθένας την ιδική του έγνοια και δεν τους νοιάζει μήτε διά τη χριστιανοσύνη, μήτε διά τους χριστιανούς, οπού είναι αποκάτω εις την τυραννία του Τούρκου.

Ο Θεός να ενεύσει εις την καρδία της βασιλείας Ρουσίας, οπού είναι ομόπιστος, να μας ελευθερώσει από το ζυγό, το βαρύ, και αβάστακτο, τον άδικο, τον άρπαγο, τον άπιστο Τούρκο, δι’ αύξηση και στερέωση του χριστιανισμού. Ως πότε θα βασιλεύει αυτό το ήμισυ φεγγάρι, οπού κυριεύει την πόλη του Κωνσταντίνου από το 1453 έως τώρα 1768, χρόνοι 315. Φτάνει, Θεέ μου, η οργή σου!

Τα γραφτά του

Ό,τι εσώθηκε από τα γραφτά του Πρίγκου βρίσκεται ακόμη σήμερα στη Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς του Πηλίου, ιδρυτής και μεγάλος ευεργέτης της οποίας είναι ο ίδιος αυτός. Πρώτος τον ανακάλυψε ο Κωνσταντίνος Δυοβουνιώτης, στα 1914, που είχε πάει στη Ζαγορά για να καταρτίσει τον κατάλογο της κοινοτικής Βιβλιοθήκης. Δεν επρόσεξε όμως ιδιαίτερα τα παραριγμένα χειρόγραφα καθώς ήσαν αστάχωτα και από χοντρό χαρτί του 18ου αιώνα, τόσο ταπεινά και κατασκονισμένα που δεν εγέμιζαν το μάτι των κοινοτικών υπαλλήλων εμπρός στους εντυπωσιακούς τόμους των Γραφών και των άλλων βιβλίων της Βιβλιοθήκης. Ο Δυοβουνιώτης περιορίστηκε μόνο να καταγράψει τα χειρόγραφα στον κατάλογο του με αριθμούς από το 123 ίσαμε το 131 κι ύστερα έμειναν επί αρκετά χρόνια ακόμη κλεισμένα σ’ ένα υγρό και σκοτεινό κελλί της Μεταμόρφωσης, μιας μικρής εκκλησίας της Ζαγοράς. Όμως, τον Ιούλιο του 1929 επήγε εκεί ο Νικόλαος Ανδριώτης και μετά από ένα χρόνο, το 1930, παρουσίασε και σχολίασε ορισμένα αποσπάσματα από τα κείμενα του Πρίγκου στα μέλη της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Η εργασία του αυτή εδημοσιεύθη το 1931 στο περιοδικό Νέα Εστία. Η ανακάλυψη του Ανδριώτη φαίνεται ότι εντυπωσίασε αργότερα τον Κ. Θ. Δημαρά, που αναφέρει αρκετές φορές τον Πρίγκο στις εργασίες που εδημοσίευσε για τον ελληνικό Διαφωτισμό ως τον αντιπροσωπευτικό τύπο «εμπόρου που ασχολείται με γενικά θέματα παιδείας, έχει ανησυχίες πνευματικές και καλλιεργεί με κάποιο τρόπο τη λογιοσύνη». Αλλά ο Δημαράς κάνει και κάτι περισσότερο για τον Πρίγκο, κι αυτό δείχνει πόσο έντονα εντυπωσιάστηκε από τον ταπεινό πραματευτή: Ως προμετωπίδα της Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας, που τυπώνει για πρώτη φορά στα 1948, θέτει το μεγαλειώδες επιφώνημα που σημειώνει ο Πρίγκος στα 1768, σχολιάζοντας μια είδηση ολλανδικής εφημερίδας: ΑΣΗΚΩΣΕ, ΘΕΕ ΜΟΥ, ΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ. Τέτοια τιμή στα φτωχικά γραφτά του δεν θα τη φανταζόταν ποτέ ο ταπεινός κυρ Ιωάννης.

Ορισμένα κομμάτια από τα γραφτά του Πρίγκου παρουσίασε ο Γιάννης Κορδάτος το 1945 σ’ ένα βιβλίο του για τον Ρήγα Φεραίο, ο οποίος εσπούδασε στο Σχολείο των Κοινών, της Ζαγοράς (από το 1772 και σε ηλικία 15 χρόνων). Η σημαντικότερη, όμως, παρουσίαση αποσπασμάτων από τα γραφτά του έγινε το 1964 από το Βαγγέλη Σκουβαρά, στο δημοσίευμά του Ιωάννης Πρίγκος – Η ελληνική παροικία του Άμστερνταμ και η βιβλιοθήκη της Ζαγοράς. Το βιβλίο αυτό του Σκουβαρά, που εκυκλοφόρησε ως έννατος τόμος των Θεσσαλικών Χρονικών, αποτελεί τη σημαντικότερη και εγκυρότερη μελέτη για τη ζωή, τη δράση, τις ιδέες και τα γραφτά του Πρίγκου. Από εδώ έχω αντλήσει τα περισσότερα στοιχεία και αποσπάσματα για την παρουσίασή μου. Χρήσιμες, επίσης, ήσαν οι εργασίες του Ανδριώτη και του Κορδάτου.

Ως χειρόγραφα του Ιωάννη Πρίγκου θεωρούνται τα εξής:

α) Ένας τόμος, όπου ο Πρίγκος καταγράφει το ιστορικό της ελληνικής παροικίας στο Άμστερνταμ, από το 1753 μέχρι το 1764, χρονολογία όπου ιδρύεται επίσημα η ορθόδοξη ενορία και αποκτά μόνιμη στέγη η εκκλησία. Στην πρώτη σελίδα, διαβάζουμε:

Κατάλογος των πλέα επισήμων, γραμμένων στο βιβλίο τούτο της αγίας εκκλησίας μας στο Άμστερνταμ, κατά καιρό όσα ενεργήθηκαν, προς στοχασμόν των μεταγενεστέρων, όσα οι προ ημάς και εμείς ενεργήσαμε, με τι τρόπο, και άλλα κατά έτος γραμμένα ακολούθως…

Το περιεχόμενο του τόμου αυτού είναι ουσιαστικά μια σειρά επισήμων εγγράφων που έστελναν και ελάβαιναν οι ξενιτεμένοι Έλληνες και τα οποία έχουν σχολιαστεί και συναρμολογηθεί χρονολογικά από τον Πρίγκο. Πρόκειται για ένα πολύτιμο χρονικό για να γνωρίσουμε τη ζωή, τα προβλήματα και την πνευματική στάση των Ελλήνων του Άμστερνταμ στα μέσα του 18ου αιώνα. Αυτό το ιστορικό πρέπει να ονομάσουμε Χρονικό του Άμστερνταμ και όχι τους επόμενους τέσσερις πολυσέλιδους χειρόγραφους τόμους των Εφημερίδων, λάθος που έκαμε ο Ανδριώτης στην παρουσίαση του.

β) Στους τέσσερις αυτούς τόμους καταγράφει ο Πρίγκος τα γεγονότα του Α΄ Ρωσοτοτουρκικού πολέμου (1768 -1774), που έληξε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ -Καϊναρτζή. Την εποχή αυτή παρακολουθούσε τις ολλανδικές και τις ιταλικές εφημερίδες και σημείωνε τις ειδήσεις σχετικά με τα γεγονότα. Η καταγραφή του είναι χρονολογική: σημειώνει πρώτα την πόλη από όπου προέρχεται η είδηση, ύστερα την ακριβή χρονολογία, την είδηση σε σύντομη περίληψη και, τέλος, κάνει τα δικά του σχόλια. Τα σχόλια αυτά είναι και τα πιο σημαντικά σημεία των γραφτών του. Με τρόπο εκπληκτικά ζωντανό μας δίνουν τον τρόπο σκέψης των απλών Ελλήνων του Άμστερνταμ, καθώς και τα συναισθήματα που εδοκίμαζαν για τα ζητήματα της πίστης και του γένους. Ο ίδιος ο Ζαγοριανός πραματευτής καθορίζει το περιεχόμενο των σημειώσεών του:

Περιέχουν την υπόθεσιν του πολέμου Ρουσίας με Τούρκο, τι λογής άρχισε, τι ακολούθησε, και τι λένε οι απέξω, ήγουν οι άλλοι βασιλείς, γνώμες και λόγοι κάθα ενούς καθώς τον φέρνει το πάθος ενάντια του Τούρκου.

Ένας από τους πρώτους, και ίσως ο πρώτος, αναγνώστης των γραφτών του Πρίγκου, ο αγαπημένος φίλος και συγγενής του, θείος της συζύγου του, συνεργάτης στο εθνικό του έργο, ο συμπατριώτης του έκπτωτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος ο Δ’, ένας ιδιαίτερα φωτισμένος και έντιμος ιεράρχης, έγραψε αργότερα επάνω στα ίδια τα χειρόγραφα:

Από καρδιάς σε ευχήθημεν, άρχων γαμβρέ κυρ Ιωάννη, επειδή και με τας περιγραφάς των εις τα παρόντα περί,ήλθομεν και ημείς όλην την Ευρώπην, και είδαμεν τα εν αυτή και τα έργα των Ευρωπαίων και ήθη. Ζήθι, φίλτατε, και αιώνιος η μνήμη των γονέων σου[…]. Πολλά με τα εν αυτοίς νέα εγλέντισα.

Ο Πρίγκος, παρακολουθώντας με πάθος και ενθουσιασμό κάθε έργο νεοτερισμού και προόδου της ευρωπαϊκών λαών, κατέγραψε, παράλληλα με τα γεγονότα του πολέμου, πάμπολλα γεγονότα σχετικά με την ανάπτυξη του εμπορίου, την οικονομία, τη νομοθεσία, τη θρησκεία, την κοινωνική και πνευματική ζωή. Κάθε φορά, όμως, που του δίνεται η ευκαιρία, συγκρίνει την ευτυχία και τα πολιτισμένα ήθη των Ευρωπαίων με τα μαρτύρια και τον πόνο του γένους του κάτω από τον αμόρφωτο και βάρβαρο κατακτητή. Θα εκφράσει τότε την πίκρα και τον καημό του και θα επικαλεστεί πολλές φορές τον Θεό. Κάπου, έχοντας πληροφορηθεί τη συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, που υπέγραψαν τον Ιούλιο του 1774 οι Ρώσοι με τους νικημένους Τούρκους, θα διακηρύξει το τέλος της αυταπάτης που είχε αυτός ο ίδιος, αλλά και πολλοί Έλληνες, ότι οι ομόπιστοι Ρώσοι θα τους απελευθέρωναν. Ας ακούσουμε πάλι τη φωνή του:

Ολλάνδα, 12 Ιουλίου 1768. Ο Πρίντζιπας γυρίζει στις χώρες και του κάνουν πολλές και μεγάλες τιμές, μάλιστα στο Αμστερνταμ έγινε μεγάλη φωτοχυσία όλη νύχτα, και το παλάτι ομπρός ήτον με πολλές χιλιάδες καντήλια σκεπασμένο και ο κομπός με 6.000 φανάρια. Γύρωθεν στο θαυμαστό ωρολόγι και μέσα στη μεγάλη σάλα όπου έγινε ο χορός, καντήλια 8.000 και ήτον έως 400 αρχόντισσες με διαμάντια άπειρα όπου έστραπτε και εχόρεψαν μαζί με την πριντζέσσα. […] Και αφού είδε ένας Ορθόδοξος αυτήν την παράταξιν, απερνώντας ο πρίντζιπας χαιρετώντας όλους τους στεκάμενους δεξιά και η πριντζέσσα τους αριστερά επεριχύθη με δάκρυα ο Ρωμαίος οπού τούτα γράφει: Οις κρίμασι Κύριε, είπε, και διατί εμείς να είμαστε από κάτω από τον Τούρκο, και διατί εμείς να είμαστε υπόδουλοι και να μην έχουμε καθώς ετούτοι βασίλειο και ελευθερία; Έλεος συ Κύριε, οπού ελευθέρωσες τον ισραηλιτικόν λαόν από την δουλείαν του Φαραώ, ελευθέρωσε και εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς από τον Τούρκο. […] Ο Θεός να γίνη και εις εμάς έλεος να ελευθερωθεί το γένος από τον Αγαρηνόν. […] Επαραοργίσαμε την καλοκαγαθίαν σου και διά τούτο μας έβαλες σε υποταγή τοιούτου αγρίου θεριού του ασεβούς Αγαρηνού. Θεέ μου, νεύσον εις τες καρδίες των Χριστιανών βασιλέων να ομονοιάσουν να εξαθρακίσουν αυτόν τον αιμοβόρον λύκον, αυτό το αχόρταγο το ζώο, οπού η ζωή του είναι σαν του χοίρου, εις την τροφήν και την τρυφήν, στην αδικία με τα δοσίματα του, βάρη απάνω στα βάρη, διά να μας λιγάνη, να μας αφανίση. Θεέ μου αφάνισέ τον, ας πάγη αυτή η οργή εκεί όπου ήλθε. […]

Από το Μπουκ – Ντερέ της Κωνσταντινόπολης. 3 Σεπτεμβρίου 1774. Τώρα αναμένουν εδώ το βρακί του Μωάμεθ, οπού το έκαμαν φλάμπουρο και το είχαν στον πόλεμο στελμένο και εθεραπαύτηκαν. Τους βοήθησε το ανάπαλε. Ιδέτε η αμάθεια σε τι δεισιδαιμονίες κατανταίνει τους ανθρώπους, όταν δεν αναγινώσκουν βιβλία να καταλάβουν την αλήθεια από τα ψέμματα! Ιδέτε σε τι πλάνη ευρίσκονται οι Τούρκοι! Αμποτες να μην ήτον οι Χριστιανοί να πάσχουν από αυτό το κακό της αμάθειας, από αφροντισία των αρχόντων της κάθα πολιτείας και χώρας και από αμεριμνησία των αρχιερέων των επαρχιών. […] Οι Ρωμαίοι, από αφεντάδες δούλοι, και οι δούλοι οι βάρβαροι, αφεντάδες. Αυτά κάνει η αστοχασία και απροσοχή, ότι αν είχαν έννοια να φυλάγουν το βασίλειο τους, δεν το επάθαιναν αυτό το κακό οπού έπαθαν και είναι τώρα στην τυραννία του Τούρκου. Εθαρρούσαν τώρα με της Ρουσσίας την αμάχη να ελευθερωθούνε και έκαμαν βολετό τους, βοηθώντας την Ρουσσία σε ό,τι ημπορούσαν, όμως δεν έγινε μήτε τώρα η ελευθερία τους. Ίσως με το να ελπίζουν από την Ρουσσία και όχι από τον Θεόν την ελευθερίαν τους, δεν την λαβαίνουν. Η Ρουσσία το συνφέρον της βλέπει. Έκαμε και έλαβε το ελεύθερο ταξίδεμα, διά να κουβαλήσει τους Ρωμαίους στους τόπους της να κατοικήσει ανθρώπους τες ερημιές της. Αυτή την ελευθερία της συνφέρει να τους κάμει, ότι τώρα θέλουν να αφήσουν το έτοιμο αμπέλι τους, χωράφι τους, σπίτι τους, να πα’ να καθήσουν στον κρύο τόπο. Η Ρουσσία έπρεπε να κρατήσει κομμάτι τόπο ελεύθερο στα Δωδεκάνησα διά καταφύγι των Ρωμαίων. Όμως ολίγο εφρόντισε δι’ αυτούς, μόνον διά λόγου της εμερίμνησε.

γ) Τα υπόλοιπα χειρόγραφα παρουσιάζουν λιγότερο ενδιαφέρον: Είναι μια Χριστιανική Κατήχηση, που έγραψε ο Πρίγκος ως αποτέλεσμα της αδιάκοπης έγ­νοι­ας του για την ορθή διδασκαλία των δογμάτων της Ορθοδοξίας, που σύμφωνα με όσα μας πληροφορεί ο ίδιος, δεν τα εγνώριζε ο απλός λαός –και γι’ αυτό ευθυνόταν η αδιαφορία και η αμάθεια των κληρικών– με άμεση συνέπεια να επωφελούνται οι Καθολικοί και να εντείνουν την προπαγάνδα και τις ποικιλόμορφες πιέσεις τους και μέσα στην τουρκοκρατούμενη χώρα αλλά και σε όσες παροικίες ήσαν υπό τον άμεσο έλεγχο του Πάπα. Για τον κυρ Ιωάννη δύο ήσαν οι μεγάλοι εχθροί του Γένους: ο Τούρκος και ο Πάπας.

Τέλος ένας αλφαβητικός κατάλογος των περίπου 800 βιβλίων που έστειλε ο Πρίγκος από το Άμστερνταμ για τη Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, που ίδρυσε ο ίδιος, καθώς και πέντε επιστολές που είχε στείλει στον εφημέριο της Αγίας Κυριακής, την εποχή που άρχισε να κάνει πράξη το σχέδιό του για τη λειτουργία ανώτερης Σχολής και Βιβλιοθήκης.

δ) Εκείνο όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι τα κείμενα που μας άφησε πάνω στο ίδιο το σώμα των πραγμάτων εκείνων που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του: Είχε τη συνήθεια να γράφει στα παράφυλλα, στα εξώφυλλα και στα περιθώρια των βιβλίων του. Έτσι εσώθηκαν τα σχόλιά του για το περιεχόμενο ορισμένων βιβλίων, διευκρινίσεις του πάνω σε διάφορα θέματα, αναμνήσεις, στοχασμοί με αφορμή πάντα ένα περιστατικό, σύγκριση της θλιβερής κατάστασης του σκλαβωμένου Γένους με την Ευρώπη και άλλα. Ας ιδούμε ορισμένα σχόλιά του, γραμμένα επάνω σε βιβλία, που αφορούν το θέμα που τον απασχόλησε μια ολόκληρη ζωή: Tην αξία που έχει το βιβλίο για την παιδεία και την πρόοδο του ανθρώπου:

Δεν βρίσκω εγώ λιγότερην χάριν εκεινών που εκοπίασαν και έγραψαν, ως εκεινών που ερευνούν και αναγινώσκουν τα έπαθλα και πεπραγμένα, των παλαιών παθήματα εις εμάς μαθήματα. Και εγώ πολλά αγάπησα την ανάγνωσιν και του Θεού εδεήθην πολύ. […] Έπεσα ως έλαφος διψασμένη στην γλυκυτάτη ανάγνωσιν των παλαιών, και ιστορίες άγιες και κοσμικές εχορτάσθην. Ευχαριστώ Σου, μέγιστε Θεέ. […] Και τι καλύτερη συναναστροφή χρειάζεσαι, άνθρωπε, από τα βιβλία; Όταν αναγνώσεις το ένα, άρχισε το άλλο. […] Αν οι βαρβάροι αγαπούν τα ιδικά μας [βιβλία], πόσον μάλλον εμείς έπρεπε να τα αγαπούμε, ως οπού είναι ίδια εδικά μας. Και με όλον αυτό, όχι μόνον αυτά αφήσαμε, αλλά σχεδόν όλην την σπουδήν, και εγίνημεν εμείς βαρβάροι, σοφοί όντες, και αυτοί σοφοί. Και αυτό, με το να μην έχωμε αγάπην στα γράμματα, να καταγινόμαστε καθώς οι πρόγονοι μας, οπού είναι καύχημα όλου του κόσμου.

Ας ιδούμε και άλλα δύο σχόλια, γραμμένα πάλι πάνω σε βιβλία, που είναι εκπληκτικά πειστήρια για την αναγνωστική συνείδηση που είχε ο άνθρωπος αυτός και για το πόσο βαθιά είχε αντιληφθεί τον σπουδαίο ρόλο των βιβλιοθηκών και ιδιαίτερα των σχολικών. Ο Πρίγκος πριν από δύο αιώνες είχε συνείδηση Ευρωπαίου βιβλιοθηκάριου, είχε κοινωνική συνείδηση και πάθος για τα βιβλία, τα θεωρούσε ζωντανά και απαιτητικά όντα, σ’ ένα σχόλιο του μάλιστα, κάτω από την υπογραφή του, είχε προσθέσει τη φράση: «Εραστής των βιβλίων». Αυτός υπήρξε και ο μοναδικός τίτλος που εζήτησε αυτός ο ταπεινός Έλληνας για τον εαυτό του, η μοναδική ματαιοδοξία του. Ας ακούσουμε πάλι τη σεμνή φωνή του:

Και τόδε το [βιβλίο], συν τοις άλλοις, σήμερον εμού και αύριον εσού, ανα- γνώστα, και ουδέποτε ουδενός. […] Λίγο πολλά ετούτα τα βασίλεια της γης και οι κυβέρνησες και οι τάξες και οι πράξες διά γραμμάτων γίνονται, και συσταίνονται, και στολίζονται, και αυξαίνουσιν, και τα βιβλία φυλάτουσι σε βιβλιοθήκες, και άνθρωποι στες βιβλιοθήκες, πλερωμένοι παραστεκάμενοι. […] Ο Θεός να φυλάγη κάθα χριστιανός, το οποίον βλέπω στο Γένος μου και πικραίνουμαι τους Έλληνας να μην αγαπούνε την ανάγνωσιν. […] Πολλοί στες βιβλιοθήκες γίνονται κλέφτηδες και ξεσκίζουν φύλλα ανάμεσα από το βιβλίο, και χαλνούν το βιβλίο, και το κάνουν ατελές. Άλλοι πάλι κλέβουν όλο το βιβλίο, αν τους βολέσει. Αφοβία Θεού! Οπού ημπορούν να ωφεληθούν πολλοί όταν είναι στη βιβλιοθήκη, και όχι ένας οπού το πήρε, και ύστερα χάνεται και πάει στο καλό. […] Εμάθαν από τους καλογέρους μας, οπού όλα τα βιβλία από το Αγιον Όρος τα κλέψαν και τα φέραν στην Ιγγλετέρα και τα πώλησαν, και κάθησαν εκεί και ασώτως εξόδιασαν αυτά τα παράνομα άσπρα οπού πήραν, οπού είναι το ίδιο, σαν ο Ιούδας τον Χριστόν επούλησε, έτζι όσοι από βιβλιοθήκες κλέβουν και πωλούν.

Η ζωή του

Το έτος γεννήσεως του Πρίγκου δεν γνωρίζουμε ποιο είναι ακριβώς. Ορισμένοι αναφέρουν το 1725 και αυτό τον αριθμό σημειώνει ο Σκουβαράς. Οι γονείς του ήταν πολύ φτωχοί και φαίνεται ότι έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία, πράγμα που τον υποχρέωσε να δουλέψει από νωρίς και να μείνει μακριά από κάθε, έστω και στοιχειώδη, σπουδή. Αργότερα, στην ξενητειά, απολογούμενος κι αυτός σαν τον Μακρυγιάννη για το «απελέκητο γράψιμό» του, λέει για την περίοδο αυτή:

Ετούτο μου το γράψιμο, οπού πρέπει να βάνει γυαλιά της μύτης όποιος θα το διαβάσει, ότι δεν έμαθα, καλύτερα δεν ηξεύρω, ότι όταν μαθαίναν στο σχολείο τα γράμματα εγώ, ορφανός όντας, κουβαλούσα ξύλα, και τώρα βλέπω και καίομαι οπού δεν έμαθα. […] Εγώ [μαθήματα] ουκ εγεύθην μήτε διά του μικρού μου δακτύλου, ότι άνευ διδασκάλου γράμματα ου μαθαίνονται και άνευ καιρού και δαπάνης, α εμοί όλα ελλιπή ήτον όταν ήμουν νέος [και] τώρα ουκ έχω.

Από μικρός επήρε για υπόδειγμα στη ζωή του τον άρχοντα Κωνσταντίνο Μαυρίκιο (Ξυπόλητο), που υπηρέτησε στη Βλαχία τους Μαυροκορδάτους και το 1738 γύρισε στην πατρίδα του Ζαγορά και την ευεργέτησε ποικιλοτρόπως, όπως μας πληροφορούν, στη Νεωτερική Γεωγραφία τους, ο Φιλιππίδης και ο Κωνσταντάς. Γράφει σχετικά ο Πρίγκος, στο εξώφυλλο του Περί Καθηκόντων έργου του Ιωάννου Νικολάου Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου (έκδοση του 1722), που είχε δωρήσει στη Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς:

Ενθυμούμαι στους 1738 ή 39, οπού ήλθε από τη Βλαχία ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Ξυπόλητος, λογοθέτης του βλάχμπεη, από τον τόπο μας Ζαγορά Σωτήρα, οπού είναι τα σπίτια του ομπρός στον Άγιον Γεώργιον, με πολλή δόξαν και έκαμε ένα καλό, οπού το νερό – βρύση του Αγίου Γεωργίου – οπού με το να, είναι ολίγο, διά να μη χάνεται, τοίχο έκαμε από το βουνό έως τον Άγιον Γεώργιον και το ύψωσε. […] Πατρίδα μου, και εγώ ο μικρός Ιωάννης Πρίγκος, οπού εγεννήθηκα στην Αγίαν Παρασκευήν, και εμεγάληνα στον Άγιον Γεώργη κοντά στα σπίτια του αυτού άρχοντος, αγάπησα να τον μιμηθώ και ιδού, οπού στέλνω σου βιβλία, σωτήριν ψυχής. Ειδον οπού, όστις πίη ύδωρ διψήσει πάλε, λέγει ο Κύριος. ος δε πίη εκ του ύδωρ τούτου των λόγων του Θεού, οπού είναι άρτος αγγέλων, οι ψυχαί θρέφονται Θεού πεινούντες, ου διψήσουσι έτι. Λάβε, πατρίδα μου, τούτο το ζων ύδωρ.

1740-1742: Τον βρίσκουμε στην Αλεξάνδρεια. Εδώ άρχισε και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του για τα βιβλία και τη μόρφωση.

1742-1751: Βρίσκεται τώρα στη Βενετία, το επόμενο μεγάλο κέντρο του παροικιακού Ελληνισμού, όπου ο Πρίγκος θα θρέψει τον έρωτά του τόσο, ώστε, να του γίνει πάθος υπέρτατο. Εδώ θα γνωρίσει ο κυρ Ιωάννης τη μεγάλη άνθηση της ελληνικής τυπογραφίας και του ελληνικού βιβλίου, πράγμα που θα τον εντυπωσιάσει υπέρμετρα και θα τον βοηθήσει να ωριμάσει πνευματικά. Γράφει για τις νέες του αγάπες στη Βενετία:

Δύο τυπογραφίες είναι ελληνικές εις Βενετία, οπού τυπώνουν βιβλία με τα μολυβένια γράμματα. Και η μία είναι ο Ρωμαίος ο Γλυκύς, η άλλη του Αντώνη Βόρτολη. Αυτός είναι Φράγκος. Στην Βενετία έχομεν όμορφη εκκλησία και πολλοί πραγματευταί Ρωμαίοι από διαφόρους τόπους είναι κατοικημένοι. […] Όποιοι μάθουν ιταλικά ή λατίνα οι Έλληνες, βρίσκουν τότε στους Ιταλούς πολλά βιβλία διδαχής και συνθέτουν γλυκιές [διδαχές], καθώς ο Μηνιάτης πήρε από τον Πάτρε Σίνιαρη.

1751 – 1755: Βρίσκεται για εμπόριο στη Σμύρνη. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη δράση του εκεί, εκτός του ότι έγινε εκκλησιαστικός επίτροπος στην Αγία Φωτεινή και εργάστηκε με ζήλο για την ενορία αυτή.

1755 – 1776: Είναι εγκατεστημένος στο Άμστερνταμ, όπου και θα συνεχίσει την εμπορική του δράση. Εδώ θα πλουτίσει υλικά και πνευματικά, θα γίνει ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο πλάσμα και θα θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του για το Ελληνομουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς. Αμέσως θα αρχίσει τη σύνταξη του Χρονικού του Άμστερνταμ.

Από τα μέσα του 17ου αιώνα το Άμστερνταμ είχε γίνει το χρηματιστικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του κόσμου. Ήταν, επίσης, ένα σταυροδρόμι των νεωτερικών ιδεών, που εκυκλοφορούσαν τότε στην Ευρώπη, και κέντρο με μακριά παράδοση στα κλασικά γράμματα.

Την εποχή που έφτασε ο Πρίγκος ήταν μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές πόλεις όπου η επιστημονική έρευνα ήταν ελεύθερη και η τυπογραφία λειτουργούσε χωρίς λογοκρισία. Άλλο σημαντικό πλεονέκτημα του Άμστερνταμ ήταν η ανεξιθρησκεία που επικρατούσε, πράγμα σημαντικό για τους Έλληνες Ορθοδόξους οι οποίοι μπορούσαν εκεί να εκδίδουν τα εκκλησιαστικά τους βιβλία και να ασκούν τα χριστιανικά τους καθήκοντα, πράγμα δύσκολο στις χώρες όπου επικρατούσε ο Καθολικισμός. Στο λιμάνι αυτό της Ολλανδίας είχαν εγκατασταθεί Έλληνες από τις αρχές του 18ου αιώνα, έμποροι κυρίως με τους βοηθούς των, μερικοί μαγαζάτορες, καθιύς και άλλοι περαστικοί όπως λόγιοι, κληρικοί, ναύτες κλπ. Οι ολλανδικές αρχές στα 1731 είχαν δώσει στους Έλληνες εμπόρους την ίδια ελευθερία με τους Ολλανδούς.

Από το 1769 θα αρχίσει ο Πρίγκος να καταγράφει και τα γεγονότα του Α΄ ρωσοτουρκικού πολέμου, τα οποία θα παρακολουθήσει μέχρι τη σύναψη της συνθήκες του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή στα 1774. Στις σημειώσεις του αυτές, που θα αποτελέσουν τέσσερις πολυσέλιδους τόμους, καθώς και στο Χρονικό του Άμστερνταμ, θα υπογραμμίσει τη μεθοδικότητα και εργατικότητα των Ολλανδών, μολονότι εκφράζει τη δυσφορία του, επειδή αντιλαμβάνεται, από τη φιλαργυρία τους, ότι εργάζονται για να πλουτίσουν. Στην εποχή μας ορισμένοι συγγραφείς έχουν ανιχνεύσει την πηγή του καπιταλισμού στις αρετές που ενέπνευσε ο Προτεσταντισμός. Όμως, για τον Ορθόδοξο Χριστιανό κυρ Ιωάννη, η συσσώρευση του χρήματος, η εργασία και ο πλουτισμός δεν είναι αυτοσκοποί. Ο δυτικός καπιταλιστικός ατομικισμός τού είναι ξένος και αποκρουστικός:

Σαν το σκωλήκι οπού κάνει το μετάξι, τέτοιο σκωλήκι πρέπει να είναι ο άνθρωπος, καματερό. Όσο ζη να κάνη καλό του πλησίου του. […] Πόση είναι η ζωή σου, οπού είναι περαστική, άνθρωπε, και αποθαίνεις; Είδα πολλούς, οπού εμερίμνησαν του αιώνος τούτου και υπερεπλούτηναν. Όμως απέθαναν και άλλοι πήραν τα πλούτη των. […] Απέθανε ο αμπασσαδόρος της Σπάνιας και άφησε πλούτος έως ένα μιλλιούνι φλωρία […]. Τι πλάνη οπού έχει ο κόσμος, οπού ημπορούσε να κάμη τόσο καλό και δεν το έκαμε! […] Και δεν το εξόδιαζε, ή μέρος κάνε, διά βοήθεια των πτωχών να τα εύρη ανάπαυσιν στην ψυχή του, σαν αποθάνη; Καλότυχοι όποιοι κάνουν ελεημοσύνη από εκείνα οπού έχουν!

Αλλά εκτός από την αγάπη στον συνάνθρωπο, ο Πρίγκος νοσταλγεί και την πλούσια φύση της ιδιαίτερης πατρίδας του, με τα πυκνά δάση και τα πανύψηλα δέντρα, αναγκασμένος να ζει σε μια χώρα σχεδόν γυμνή από χλωρίδα, μακριά από το ζωντανό φως του ήλιου, πολύ συχνά μέσα σε υγρασία και παγωνιά αμείλικτη για έναν Έλληνα, συνηθισμένον στο ήπιο και στοργικό κλίμα της Ελλάδας. Θα πικραθεί πολύ όταν θα συγκρίνει την επιμέλεια και την τάξη με την οποία οι Ολλανδοί κατάφεραν να αξιοποιήσουν την άχαρη χώρα τους με τα τόσα γεωφυσικά και κλιματολογικά μειονεκτήματα, σε αντίθεση με τους σκλάβους Έλληνες που, ενώ ζουν σε ένα τόσο πλεονεκτικό περιβάλλον, δεν μπορούν ή δεν έχουν τις αρετές εκείνες που θα τους επιτρέψουν να το αξιοποιήσουν και να χαρούν τη ζωή τους. Τους Ολλανδούς θα τους θαυμάσει ακόμη για την ανεκτικότητα και ανεξιθρησκεία της κοινωνίας τους, καθώς και για τη λιτότητα των εκκλησιαστικών τους τελετών. Θα εγκωμιάσει, τέλος, το Χρηματιστήριο, την Μπούρσα (ένας άλλος Έλληνας της διασποράς, ο Αλεξανδρινός Καβάφης, θα χρησιμοποιήσει αργότερα τη λέξη (Μπόρσα). Στην Μπούρσα αυτή, θα περάσει ο Πρίγκος μεγάλο μέρος της ζωής του στην κολόνα νούμερο 10, μαζί με τους άλλους Έλληνες που κάνουν εμπόριο με την Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξάνδρεια και άλλα μέρη της Ανατολής.

Αμέσως με την άφιξή του στο Άμστερνταμ αρχίζει να συμμετέχει ενεργά στη ζωή και τον αγώνα της παροικίας (που είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν) να αποκτήσει μόνιμο ιερέα και κτήριο για την ορθόδοξη εκκλησία, όπως είχαν οι άλλες κοινότητες, π.χ. της Βιέννης, της Βενετίας, της Ρωσίας. Οι ενέργειες των πάροικων για να αναλάβει τη διοίκηση και συντήρηση η ρωσική Σύνοδος – προς την Ορθόδοξη Ρωσία έστρεφαν τότε ακόμη τα βλέμματά τους οι υπόδουλοι Έλληνες – απέτυχαν και γι’ αυτό αποφάσισαν να στηριχθούν στα δικά τους οικονομικά μέσα. Έτσι, στα 1764, κατόρθωσαν να προσλάβουν ιερέα, ένα Ζαγοριανό ιερομόναχο, και να αγοράσουν το κτήριο όπου τελικά στεγάστηκε η εκκλησία της Κοινότητας. Μέχρι τότε οι πάροικοι χρησιμοποιούσαν ως εκκλησία ένα μαγαζί. Είχε γράψει τότε ο Πρίγκος:

Είχαμεν την αγία μας εκκλησίτζα. […] Είναι πολύ να έχωμε τέτοια χάρη τόσον μακριά από τους τόπους μας, εδώ στον τόπον των λουθηροκαλβίνων. […] Ο Θεός σχωρέσ’ τους [τους παλαιούς, τους πρωτεργάτες], οπού ήτον αφορμή σε αυτό το καλό, οπού είναι παρηγορία να λέμε ένα «Κύριε ελέησον», να μην ασεβήσωμεν.

Στον επίμονο αγώνα του Πρίγκου και των άλλων πάροικων, για την απόκτηση εκκλησίας και την ίδρυση μόνιμης ενορίας, δεν πρέπει να ιδούμε μονάχα τον πόθο τους να εκπληρώνουν τη χριστιανική τους λατρεία, αλλά την εσώτερη, πάλι, ανάγκη της ύπαρξής τους, μέσα από τη χριστιανική σύναξη να συνδεθούν πνευματικά και ψυχικά μεταξύ τους και με το σκλαβωμένο γένος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ