Αρχική » Το στρατήγημα της γενιάς του 30

Το στρατήγημα της γενιάς του 30

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Ροζάνη, από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000

Η γενεά του Τριάντα ταύτισε τον εαυτό της, και εν συνεχεία πρόθυμα ταυτίσθηκε από τους επιγόνους της, με τον ελληνικό μοντερνισμό. Η μάλλον, ταυτίσθηκε με μιαν αγχώδη, και τις περισσότερες φορές εκβιαστική, προσπάθεια να επιβάλει τις τραυματικές της εμπειρίες πάνω στον ελληνικό μοντερνισμό και να εγκαινιάσει έναν λόγο διάφορο, αποκόπτοντας τον ελληνικό μοντερνισμό από την γενετική του περιοχή, και πάντως παραγκωνίζοντας τα έργα και τις ημέρες του ελληνικού μοντερνισμού σε κάποιο περιθώριο το οποίο η ίδια εδημιούργησε σεβαστικά, προκειμένου να υπονομεύσει αυτά τα έργα και αυτές τις ημέρες, αδρανοποιώντάς τα σιγά-σιγά, αχρηστεύοντας τα ως “παράδοση” την οποία όφειλε να αφήσει πίσω της, παλινδρομώντας κάπου κάπου. Το κατ’ εξοχήν στρατήγημα της γενιάς του Τριάντα για την αναγόρευση του διάφορου λόγου της σε λόγο κυριαρχικό, και ως εκ τούτου για την ολοκληρωτική επιβολή του, υπήρξε ακριβώς αυτό, αυτή η αποκοπή και η αδρανοποίηση της καταγωγικής περιοχής του ελληνικού μοντερνισμού. Το στρατήγημα έγινε ο αδιαμφισβήτητος άρχων του παιχνιδιού και έκτοτε εξακολουθεί να αναπαράγει τον εαυτό του, να καθοδηγεί και να μορφώνει τα πεπρωμένα των νεοελληνικών μας μέσα από τις γραφίδες των επιγόνων, με εμμονή και αξιοσημείωτη συνέπεια. Ποτέ, ωστόσο, το στρατήγημα, παρά την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του, δεν μπόρεσε τελικά να επικαλύψει τα άγχη και τις αστάθειες, τους φόβους και τις φοβίες μέσα από τα οποία αναδύθηκε και τα οποία το συνδέουν και το συνοδεύουν. Ο μοντερνισμός της γενεάς του Τριάντα υπήρξε και συνεχίζει να είναι τρομακτικά ευάλωτος στον λόγο του Καβάφη και του Καρυωτάκη, του Άγρα και του Μαλακάση, του Ουράνη και του Λαπαθιώτη, δηλαδή στον λόγο εκείνο που πράγματι εμόρφωσε τον ελληνικό μοντερνισμό. Η παλινδρόμηση της γενεάς του Τριάντα σ’ αυτόν τον λόγο υπήρξε και αυτή μάλλον “προγραμματική”. Ο Καρυωτάκης ήταν η εκκρεμότητα της, το τραύμα που δεν αιμορράγησε ποτέ μέσα της. Ο Καβάφης παρέμεινε ο κατ’ ουσίαν άγνωστος Αλεξανδρινός, μια μορφή άκαμπτη και απελπιστικά μοναχική, 2 στη μοντερνιστική της σκακιέρα. Ο Άγρας και ο Μαλακάσης απλώς ελησμονήθηκαν με σεβασμό. Τελικά. η αποκοπή και η αδρανοποίηση επετέλεσαν το εργο τους υπέρ της γενεάς του Τριάντα και εναντίον του ελληνικού μοντερνισμού, μια παγίδα και ένα δίλημμα “ίου αργότερα ενέπλεξαν και την ίδια τη γενεά του Τριάντα, της οποίας οι πιο ευτυχισμένες στιγμές δεν μπόρεσαν να αποφύγουν το πεπρωμένο της αδρανοποίησης και/ή αποδυνάμωσης, φυσικά από άλλους δρόμους και κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις και όρους.1

Αλλά το στρατήγημα δεν θα ήταν δυνατόν να στηριχθεί αποκλειστικά πάνω στο έργο της γενεάς -εννοώ το πρωτότυπο έργο, το δημιουργικό, το ποιητικό και μυθοπλαστικό. Αυτό το ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα η ίδια η γενεά, ή-τουλάχιστον οι εμπνευστές της. Το έργο, άλλωστε, δεν γνωρίζει από στρατηγήματα, και πάντως δεν συγκροτείται ως στρατήγημα, σε καμιά περίπτωση. Το έργο είναι οι ανοιχτοί λογαριασμοί εν προκειμένω της ποίησης και της μυθοπλασίας με τον εαυτό τους, και άρα με το παρελθόν του παρόντος και με το παρόν του μέλλοντος των λογοτεχνικών ειδών. Και πάνω απ’ όλα, είναι η διαρκής μετάγγιση αίματος από το πατρικό φάντασμα στο σώμα της υικής εξέγερσης. Κανένα στρατήγημα δεν είναι ασφαλώς σε θέση να ακυρώσει αυτή την μετάγγιση και αυτή τη μεταληπτική σχέση, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Harold Bloom, το στρατήγημα συνεπώς, ως λόγος κυριαρχικός, όφειλε να συγκροτηθεί εκτός ποιήσεως και εκτός μυθοπλασίας (όσο αυτό είναι δυνατόν να γίνει με επιτυχία), κυρίως στην περιοχή των ιδεολογημάτων, στην περιοχή ενός “αμφίρροπου διδύμου”, όπως ονομάτισε το στρατήγημα ο Δημήτρης Δημηρούλης2, κατά κάποιο τρόπον ώστε να καταστεί πράγματι κυριαρχικό αφοπλίζοντας το και/ή περιθωριοποιώντας το. Τη συγκρότηση αυτού του “αμφίρροπου διδύμου” ανέλαβε εξ αρχής και κατά κύριο λόγο ο γενάρχης της γενεάς του Τριάντα, ο Γιώργος Σεφέρης, ένας ποιητής στον οποίο τα νεοελληνικά μας οφείλουν πολλά και θα οφείλουν εξακολουθητικά. Και το ανέλαβε τις περισσότερες φορές ερήμην των ποιητικών του ενοράσεων – κάποτε μάλιστα και εναντίον τους – και πάντως φαίνεται ότι φρόντισε με επιμέλεια να κρατήσει αυτές τις ενοράσεις σε απόσταση ασφαλείας από το αμφίρροπο δίδυμο του. Ο Γιώργος Βέλτσος έχει υποδείξει το αμήχανο “κλίναμεν” μιας από τις βασικές κατευθύνσεις του σεφερικού ιδεολογήματος: “ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας” – “μια δύσκολη αναλογία”, σχολιάζει ο Βέλτσος, “που εξισορροπεί την αγωνία και την αγωνιστική ενός επιγόνου… αλλά και των εμβρόντητων επιγόνων του, που συνεχίζουν a la maniere και d’ apres Seferis να γράφουν, να διαβάζουν, ενίοτε να σκέπτονται αλλά ουδέποτε να παρεκκλίνουν”3. Ο μακρυγιαννισμός του Σεφέρη είναι ένας από τους κρίσιμους ιδρυτικούς όρους του στρατηγήματος, ένα κρίσιμο ορμητήριο για την εγκαθίδρυση του διάφορου λόγου της γενεάς του Τριάντα ως λόγου κυριαρχικού. Μα μόνος του παραμένει αμήχανος πράγματι και ασταθής, ένα “κλίναμεν” το οποίο όσο και αν προφασίζεται την αιρετικότητα τελικά καταλήγει στον συμβιβασμό. Δεν κάνει τίποτε περισσότερο παρά να αδρανοποιεί και να αποδυναμώνει το ίδιο το “κλίναμεν”, να το καθυποτάσσει και να το καθιστά όργανο μιας ρητορικής, αναλαμβάνοντας έναν ρόλο κανονιστικό και εξισορροπητικό. Κατά συνέπεια, όφειλε το στρατήγημα να προασπίσει τον εαυτό του αμυντικά αλλά συγχρόνως και επιθετικά. Όφειλε, με άλλα λόγια, να προασπίσει τον μακρυγιαννισμό όχι πλέον ως “κλίναμεν” αλλά κυρίως ως όρος που λειτουργεί προς την κατεύθυνση του αποκλεισμού του εναντιοδομιών: “οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας (Κάλβος, Καβάφης, Σολωμός) που δεν ήξεραν ελληνικά”. Με το εξίσου αμήχανο αυτό “κλίναμεν”, συμπληρωματικό του πρώτου, το στρατήγημα επεχείρησε όχι να ακυρώσει αλλά να επικαλύψει την αστάθειά του. Εν τέλει, να επικυρώσει την αγχώδη του προσπάθεια να συγκαλυφθεί το πρόβλημα με τη μετάθεση του αναφορικού του άξονα σε εκείνη την ιδεολογική περιοχή που οριοθετεί την ελληνικότητα σε αντιδιαστολή και αντίθεση προς τον κοσμοπολιτισμό του μοντερνισμού, προς ό,τι επινοεί και ονοματίζει πνευματική παράδοση του κόσμου του ελληνικού, τις μνήμες ανατολικές της ελληνικής διασποράς, και την καθαρότητα της γλωσσικής, ψυχικής και συναισθηματικής ορθοδοξίας. Πως μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην ελληνικότητα και τον μοντερνισμό; Προκειμένου να απαντήσει στο δίλημμα, το “αμφίρροπο δίδυμο” στρέφεται επιθετικά προς την κατεύθυνση του αποκλεισμού. Ακριβώς επειδή οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στους όρους της αντιδιαστολής και της αντίθεσης, το “κλίναμεν” δεν επαρκεί. Πρέπει επιπλέον να καταγραφούν οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας μέσα στο σύνολο της επιζητούμενης καθαρότητας ως εξαιρέσεις γλωσσικές, ως σώματα που κατά κάποιον ανορθόδοξο τρόπο περιλαμβάνονται και παρεμβαίνουν στην καθαρότητα και στην ορθοδοξία με το αμήχανο τέχνασμα: “δεν ξέρουν ελληνικά”4! Ο μακρυγιαννισμός του στρατηγήματος επιβάλλει στους τρεις να μην ξέρουν ελληνικά, αλλιώς το στρατήγημα από αμήχανο “κλίναμεν” καθίσταται λόγος που ακυρώνει τον εαυτό του μέσα από την εναντιοδρομία των τριών μεγάλων πεθαμένων ποιητών, και μαζί του καταρρέει και ακυρώνεται η αντιδιαστολή και η αντίθεση που είναι όροι εκ των ουκ άνευ προκειμένου να λειτουργήσει η ελληνικότητα ως ιδιοπροσωπία εξ αντιδιαστολής και ως καθαρότητα εξ αντιθέσεως.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι μέσα στο στρατήγημα της ελληνικότητας ο μοντερνισμός της γενεάς του Τριάντα δανείζεται από τον μοντερνισμό τις παντοδύναμες μορφές του υπέρ του ιδεολογήματος: οι επικαθορισμοί και τα σχήματα που επιστρατεύονται από τη ρητορική του στρατηγήματος είναι ακραιφνώς μοντερνικά. Προφασιζόμενος ο διάφορος λόγος του στρατηγήματος την αυτονομία των εκφραστικών – αισθητικών τροπισμών, την αυτονομία και αυτεξουσιότητα της αισθητικής ρητορικής ή της αυστηρής κειμενικότητας, διαμορφώνει ένα ψευδοχώρο αυτοθέσμισης των κειμένων (το μακρυγιαννικό πρόταγμα), σε σημείο μάλιστα που να απορρίπτει εντελώς έστω και την απλή μετάβαση ή μετάθεση σε ευρύτερες περιοχές του ίδιου του κειμενικου λόγου5. Το αμήχανο “κλίναμεν” του μακρυγιαννισμού της γενεάς του Τριάντα αποστερεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, από την λειτουργία του το ίδιο το κείμενο (το κείμενο του Μακρυγιάννη), με αποτέλεσμα η εσωτερική δυναμική του κειμένου να παραμένει στο περιθώριο, ανίκανη να προβάλει τον εαυτό της έξω από τον εαυτό της προκειμένου να συγκροτήσει ένα πραγματικό, ισχυρό “κλίναμεν”, μιαν αιρετικότητα. Κατά το μέτρο αυτό, το “αμφίρροπο δίδυμο” ελληνικότητα-μοντερνισμός καθίσταται, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια μανιχαϊκή διάζευξη η οποία, παρά το πλήθος των εξωραϊστικών αλληγοριών και μεταφορών, τις οποίες κατά καιρούς ενδύθηκε, ουδέποτε μπόρεσε τελικά να αποφύγει την παγίδα της πλαστότητάς της. Την κυρίαρχη επιβολή αυτής της αμφίρροπης και ασταθούς διάζευξης, αλλά και την αντοχή της μέσα στο πλήθος των εξωραϊστικών αλληγοριών της έχει υποδείξει ο Δημήτρης Δημηρούλης: “Τα ρητορικά αυτά μέσα δείχνουν εξαιρετική αντοχή στο χρόνο και έχουν θαυμαστές ικανότητες για μεταμόρφωση και προσαρμογή. Έτσι η ιδεολογία της ελληνικότητας, ενισχυμένη με έννοιες όπως έθνος, φυλή, γένος, ρωμιοσύνη, λαός, παράδοση, συνήθως επενδύει και νομιμοποιεί τη ρητορική της αισθητικά… ενώ αντίστοιχα η αισθητική της ελληνικότητας αναδεικνύεται και αναλίσκεται κατ’ εξοχήν ιδεολογικά, κυρίως με τη ρητορική του πολιτικού λόγου και τη συνδρομή της κρατικής παιδείας και παιδαγωγίας”.6

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.            Έχω αναπτύξει τα θέματα αυτά στην εργασία μου Τέλος Άγρας – Η Γεωμετρία της Ποιήσεως εκδ. βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991.

2.            Δημήτρης Δημηρούλης Ο ποιητής ως Έθνος, εκδ. Πλέθρον. Αθήνα 1997.

3.            Βλ. το κείμενο του Γιώργου Βέλτσου …Στα Σκοτεινά.

4.            Έχω αναπτύξει το θέμα αυτό στην εργασία μου Η Αισθητική του Αποσπάσματος εκδ. Ίδρυμα Γοουλανδρή-Χορν, Β’ έκδοση, Αθήνα \ 1997.  >

5.            Σχετικά βλ. το κείμενο μου Το αμφίρροπο Δίδυμο και τα Σεφερικά Ιδεολογήματα, εφ. Αυγη. 29 Ιανουαρίου 1998.

6.            Δ. Δημηρούλης, ό.π.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ