του Δ. Μπάσογλου, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
…οι λέξεις φταίνε αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά-σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν…
Κ. Δημουλά
Η παραδοσιακή ιδέα για τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και το πρόσωπο βλέπει το ένα σαν μέσο για να εκφραστεί το άλλο. Όταν οι άνθρωποι μιλούν για “εαυτό” ή για “προσωπικότητα”, ή ακόμα, για κάποιες όψεις της εμπειρίας τους, θεωρείται ότι αυτός ο “εαυτός”, η “προσωπικότητα” και η εμπειρία, προϋπάρχουν ή υπάρχουν ανεξάρτητα από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να τις περιγράψουν, Με άλλα λόγια, νομίζουμε ότι η γλώσσα είναι ένας σάκος με ετικέτες από τις οποίες μπορούμε να διαλέξουμε, στην προσπάθειά μας να περιγράψουμε τις εσωτερικές μας καταστάσεις. Αυτό που προηγείται είναι η “Φύση” του προσώπου και των εσωτερικών του καταστάσεων, κι έτσι η “δουλειά” της γλώσσας είναι να βρει έναν τρόπο για να μπορέσουν αυτά να εκφραστούν. Έτσι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να εκφράσουν πράγματα που ήδη υπάρχουν από μόνα τους στον κόσμο, αλλά παρ’ όλα αυτά, άνθρωπος και γλώσσα παραμένουν ουσιαστικά ανεξάρτητα πράγματα μεταξύ τους.
Στον αντίποδα αυτής της οπτικής βρίσκεται η ιδέα του μεταστρουκτουραλιστικού ρεύματος που θεωρεί ότι δεν είναι ακριβώς το πρόσωπο που κατασκευάζει τη γλώσσα, αλλά αυτό κατασκευάζεται μέσω της γλώσσας. Το πρόσωπο δεν προϋπάρχει της γλώσσας διότι είναι ακριβώς η γλώσσα μέσα από την οποία αναδύεται το πρόσωπο. Η ιδέα αυτή ακούγεται λίγο παράξενη στην αρχή γιατί μοιάζει να λέμε πως αν δεν υπήρχε η γλώσσα δεν θα υπήρχαν τα ανθρώπινα όντα. Η καθημερινή μας εμπειρία είναι γεμάτη από ελπίδες και φόβους για το μέλλον, από επιθυμίες κι ανησυχίες, από στεναχώριες κι απογοητεύσεις. Δοκιμάζουμε συνεχώς κίνητρα, ορμές, κι ασυνείδητες επιθυμίες. Η
κυρίαρχη ιδέα είναι ότι οι πρώιμοι προγονοί μας δεν χρησιμοποιούσαν αυτές τις έννοιες για να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, μιας και δεν είχαν ακόμα αναπτύξει τα γλωσσικά εργαλεία για να μπορούν να περιγράφουν μεταξύ τους τα παραπάνω. Μία εναλλακτική, όμως, ιδέα γι’ αυτό είναι ότι η γλώσσα μάς παρέχει ένα τρόπο για να δομήσουμε την εμπειρία του εαυτού μας και του κόσμου, και ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούμε δεν προϋπάρχουν της γλώσσας αλλά αναδύονται μέσα απ’ αυτή. Για το θέμα αυτό ο Σαπίρ έλεγε πως η γλώσσα καθορίζει τη σκέψη και ότι αν δεν υπάρχει τρόπος να εκφράσεις μία συγκεκριμένη έννοια σε μία γλώσσα, τότε αυτή η έννοια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους που μιλούν αυτή τη γλώσσα.
Μία επίσης συχνά συναντώμενη ‘ ιδέα περί γλώσσας είναι αυτή που θεωρεί τη γλώσσα σαν ένα αγνό και καθαρό μέσο για να μπορέσουν οι σκέψεις και τα αισθήματά μας να χρησιμοποιηθούν και από άλλους, όπως ίσως μία καλή τηλεφωνική γραμμή ή ένα παράθυρο που δεν έχει ανωμαλίες στο γυαλί του, τέτοιες που θα μπορούσαν να παραποιήσουν τη ματιά μας. Μία εναλλακτική άποψη που υποστηρίζει η οπτική της Κοινωνικής Κατασκευής (social constructionism) είναι πως “η γλώσσα δεν είναι διάφανη”. Μία συνέπεια της παραπάνω οπτικής είναι ότι αυτό που εννοούμε λέγοντας “πρόσωπο” δεν είναι κομμάτι κάποιας ουσιώδους ανθρώπινης φύσης που θα μπορούσε να είναι εκεί είτε είχαμε γλώσσα είτε όχι. Ό,τι σημαίνει η λέξη “πρόσωπο” είναι διαθέσιμο σ’ εμάς δια μέσου της γλώσσας, σαν ένας τρόπος να δομήσουμε την εμπειρία μας. Μία δεύτερη συνέπεια είναι η ιδέα ότι το “πρόσωπο” θα μπορούσε συνεχώς να “κατασκευάζεται” με διαφορετικό τρόπο (και πράγματι ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου ευτυχώς υπάρχει ακόμα τεράστια ποικιλία γλωσσών και άρα και τρόπων να κατανοούμε την έννοια του προσώπου). Η πιθανότητα εναλλακτικών “κατασκευών” του εαυτού καθώς και άλλων γεγονότων στον κόσμο κάποιου, είναι θεμελιώδης για την οπτική της “Κοινωνικής Κατασκευής” (social constructionism), η οποία προχωρεί ακόμα παραπέρα και ισχυρίζεται πως “ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη μία γλώσσα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο δομείται η εμπειρία και η συνείδηση”.
Ο Δομισμός
“…Δυό λέξεις όλες κι όλες μας χρειάζονταν. Μία για μας και μία για τους άλλους….”
Κ. Δημουλά
Η Δομική προσέγγιση στη γλώσσα έχει σαν θεμελιακό στοιχείο την ιδέα πως η δομή της γλώσσας καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο διακρίνουμε την εμπειρία μας.
Η έννοια-κλειδί στην δομική προσέγγιση του Σωσύρ είναι αυτή του σήματος. Τα σήματα μπορεί να εννοηθούν ως τα πράγματα στα οποία εδράζεται η πνευματική ζωή μας, τα οποία μπορούμε να αναφέρουμε, για τα οποία μπορούμε να μιλάμε στους άλλους, πάνω στα οποία μπορούμε να συλλογιζόμαστε, τα οποία προσπαθούμε να περιγράψουμε, και τόσα άλλα, Όλες οι λέξεις είναι σήματα και όλες έχουν δύο πλευρές. Η μία είναι αυτή του αναφερόμενου αντικειμένου και η άλλη είναι αυτή του ομιλούμενου ήχου. Ή, με άλλες λέξεις, η μία είναι το “σημαίνον” και η άλλη το “σημαινόμενο”. Η μέγιστη συμβολή του Saussure ήταν η ιδέα του πως η σύνδεση μεταξύ των δύο (σημαίνοντος και σημαινόμενου) είναι αυθαίρετη. Δεν αναφέρεται, όμως, μόνο στην σχεδόν αυτονόητη αυθαίρετη σύμβαση που περικλείεται στη χρήση των λέξεων. Λέει, επίσης, πως τα νοήματα από μόνα τους είναι αυθαίρετες κατηγοριοποιήσεις της εμπειρίας μας.
Όταν, λοιπόν, μιλάει για αυθαίρετη σύνδεση σημαίνοντος και σημαινόμενου, εννοεί ότι, με τη βοήθεια της γλώσσας, διαχωρίζουμε τον κόσμο μας σε αυθαίρετες κατηγορίες.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο όρος “αυθαίρετη” δεν υποδηλώνει πως είναι “συμπτωματική” ή “τυχαία”. Τα αντικείμενα του νοητικού κόσμου μας δεν υπάρχουν “εκεί έξω” έτοιμα να τους κολλήσουμε μία τυχαία ταμπέλα. Τα νοήματα με τα οποία λειτουργούμε, τα οποία χρησιμοποιούμε, σχετίζονται στενά με το είδος της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε, κι έτσι λοιπόν δεν είναι καθόλου τυχαία.
Τα νοήματα εκφράζονται ονοματίζοντας διαφορές. Κάθε κατηγορία ή έννοια μπορεί τελικά να περιγραφεί μόνο αναφερόμενη σε μία άλλη κατηγορία ή έννοια από την οποία διαφέρει. Η ιδέα του διαχωρισμού μεταξύ αντικειμένων (οποιωνδήποτε αντικειμένων), βρίσκεται μέσα στους κανόνες που χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε, για να πούμε, τι είναι αυτό που τα κάνει διαφορετικά από άλλα αντικείμενα. Οπότε, λοιπόν, το νόημα ενός σήματος δεν βρίσκεται στο εσωτερικό του, αλλά στη σχέση του με άλλα σήματα.
0 δομισμός, λοιπόν, του Saussure μας λέει ότι η γλώσσα δεν αντανακλά μία προ-υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά συγκροτεί αυτή την πραγματικότητα για μας, ή φτιάχνει τον σκελετό της. Είναι η δομή της γλώσσας, το σύστημα των σημαινόντων και των σημαινομένων, όπως και των νοημάτων τους που συγκροτούνται μέσα από τις διαφορές μεταξύ τους, τα οποία χαράζουν για μας τον αντιληπτικό μας χώρο.
Οι παραπάνω σημαντικές ιδέες αφήνουν αναπάντητα μερικά ερωτήματα. Το ένο είναι πώς εξηγείται ότι το νόημα των λέξεων μπορεί να αλλάζει στο διάβα του χρόνου. Το άλλο ερώτημα είναι πώς γίνεται οι λέξεις να κουβαλούν πολλαπλά νοήματα, έτσι ώστε το καθένα να εξαρτάται από το ποιος μιλά, σε ποιόν, και για ποιο σκοπό.
Οι μετα-δομιστές
“…όταν φοβήθηκε έφτιαξε τις λέξεις, αγαπάει πάντοτε διαμέσου…”
Π. Μπουκάλας
Στα παραπάνω αναπάντητα ερωτήματα επικεντρώνονται οι θεωρητικοί μετά τον Saussure που αυτοπροσδιορίζονται ως μεταδομιστές (postructuralists). Γι’ αυτούς η ιδέα ότι τα νοήματα που κουβαλά η γλώσσα δεν είναι ποτέ παγιωμένα, ότι είναι πάντα ανοιχτά σε αναρωτήσεις, πάντα αμφισβητούμενα, πάντα παροδικά, είναι θεμελιώδης και έχει μέγιστη οη-„3σία στην κατανόηση του προσώπου, της ταυτότητάς του και της πιθανότητας για προσωπική και κοινωνική αλλαγή.
Οι μετα-δομιστές συμφωνούν με τους δομιστές στο ότι βλέπουν τη γλώσσα σαν τον καθοριστικό τόπο της “κατασκευής” του προσώπου. Αυτό που είμαστε, η ταυτότητά μας, οι εμπειρίες μας, η προσωπικότητά μας, είναι όλα αποτελέσματα της γλώσσας. Αυτή η διαδικασία “κατασκευής”, όμως, δεν μπορεί να γίνει από άτομα.
Θεμελιώδες στοιχείο της άποψης αυτής είναι ότι η γλώσσα αποτελεί πρωτίστως κοινωνικό φαινόμενο. Είναι κάτι που συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων, είτε αυτοί μιλούν ή γράφουν, δηλαδή ανταλλάσσουν λόγο με οποιονδήποτε τρόπο. Μέσα σ’ αυτές τις συνεχείς λεκτικές ανταλλαγές είναι που συντελείται η κατασκευή που προσώπου, καθώς και η διαρκής ανακατασκευή του. Το πρόσωπο αναδύεται μέσα από αυτούς τους μυριάδες τρόπους λεκτικής ανταλλαγής μεταξύ των ανθρώπων.
Ένα άλλο σημείο συμφωνίας μεταξύ δομιστών και μετα-δομιστών είναι ο αντι-ανθρωπισμός τους. Αυτό που αναφέρεται ως ανθρωπισμός (humanism) είναι η ιδέα ότι το πρόσωπο είναι μία μοναδική, συνεκτική και λογική δομή και που είναι το ίδιο “ποιητής” της εμπειρίας και των νοημάτων του. Υποθέτει πως υπάρχει μία “ουσία” στον πυρήνα του ατόμου που είναι μοναδική, συνεκτική, συνεχής και αμετάβλητη. Τα νοήματα, κι αυτά, έχουν τη ρίζα τους σ’ αυτή την ουσία-φύση. Οι δομιστές και οι μετα-δομιστές, μέσα από τη συμφωνία τους, επιμένουν στο ότι η γλώσσα είναι το φόντο του νοήματος της εμπειρίας. Μ’ αυτό τον τρόπο έχουν μετακινήσει το κέντρο βάρους της ψυχολογίας έξω από το άτομο και μέσα στο χώρο του κοινωνικού. Αν, λοιπόν, αναζητούμε εξηγήσεις στον κοινωνικό κόσμο, δεν έχουμε να ψάξουμε στο εσωτερικό του ατόμου, αλλά στο εξωτερικό του, και για την ακρίβεια μέσα στα γλωσσικά πεδία στα οποία κινείται μαζί με άλλους ανθρώπους.
Συγχρόνως με τα παραπάνω, αυτή η αντι-ανθρωπιστική ιδέα αρνείται την πίστη ότι ο εαυτός είναι μοναδικός και συνεκτικός. Αν ο εαυτός είναι κι αυτός ένα παράγωγο της γλώσσας και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, τότε θα πρέπει να είναι ευέλικτος κι ευμετάβλητος, εξαρτώμενος από το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο, τις καταστάσεις, και τους σκοπούς.
Η δύναμη της γλώσσας να κατασκευάζει μέσα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, έρχεται προς επίρρωση της ιδέας ότι η ταυτότητά μας είναι κάτι το αποσπασματικό, παροδικό και μεταβαλλόμενο. Το υποκειμενικό μας αίσθημα για συνέχεια και συνοχή μπορεί πλέον να ειδωθεί ως αποτέλεσμα των γλωσσικών κοινωνικών μας αλληλεπιδράσεων με τους άλλους, και συνάμα ως κάτι περισσότερο ψευδαισθητικό παρά πραγματικό.
Εδώ είναι που αρχίζει να διαχωρίζεται ο δομισμός από τους μετα-δομιστές. Για τους δεύτερους το νόημα δεν είναι ποτέ συμπαγές. Αντιθέτως, είναι συνεχώς αμφισβητούμενο. Έτσι, λοιπόν, η ιδέα του Σωσύρ ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα σημάτων με παγιωμένα νοήματα, αποδεκτά από τους πάντες, μεταβάλλεται και υιοθετείται η άποψη ότι η γλώσσα είναι το “μέρος” όπου βρίσκουμε ποικιλότητα, διαφωνία, αμφισβήτηση, καθώς και πιθανή διαμάχη ή και σύγκρουση. Η τελευταία παρατήρηση μας εισάγει στην περιοχή των σχέσεων εξουσίας και δύναμης. Εισάγει την ιδέα ότι η διαδικασία νοηματοδότησης είναι μία διαπάλη ορισμού (το ποιος θα ορίσει και τι θα ορίσει). Αυτή η διαδικασία είναι διαρκής και αφορά τις ζωές των ομιλούντων υποκειμένων, καθώς σχετίζονται μεταξύ τους και παράγουν πολιτισμό.
Αν πράγματι η γλώσσα είναι ο τόπος όπου κτίζονται οι ταυτότητες, αν είναι ο χώρος όπου διατηρούνται αλλά και αμφισβητούνται, αυτό σημαίνει πως είναι ένα χωνευτήρι αλλαγής που αφορά και τα πρόσωπα και την κοινωνία. Οι άνθρωποι, με κάποιον τρόπο, κατασκευάζονται από τη γλώσσα, γεννιούνται μέσα στο λόγο, και συνάμα τον χρησιμοποιούν. Είναι, από τη μια, τα αντικείμενα του λόγου κι από την άλλη τα υποκείμενα αυτού. Ένας θαυμάσιος, μέσα στο συμβολισμό του, τρόπος που καταδεικνύει τα παραπάνω είναι η τελετουργία της βάπτισης, όπου το παιδί βυθίζεται μέσα στο νερό κι όταν ξαναβγαίνει “ακούει” το όνομά του, αναδύεται στον κόσμο των ονομάτων, στον κόσμο του λόγου, στον κόσμο της γλώσσας.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας της “κοινωνικής κατασκευής” λένε πως η γλώσσα είναι αυτή που προσδίδει δομή και περιεχόμενο στις σκέψεις μας. Αν όμως ισχύει αυτό τότε, με κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε είναι αυτό που σκεφτόμαστε. Κι αν υποθέσουμε ότι ο λόγος μας “κατασκευάζει” ως πρόσωπα, τότε μπορούμε να υποθέσουμε πως ο λόγος μας προσδιορίζει την κοινωνική μας πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό η ανάλυση του λόγου είναι μία ανάλυση του κοινωνικού μας κόσμου καθώς και της προσωπικής μας ταυτότητας.
Εδώ αξίζει να επισημανθεί ένας υπαρκτός κίνδυνος της παραπάνω ανάλυσης. Το κίνημα των “πολιτικώς ορθών”, οι οποίοι εμφορούμενοι (κατά κάποιον τρόπο) από τις παραπάνω ιδέες, καταλήγουν στην πρόταση να ξεκινήσουν οι “κοινωνικές αλλαγές” από τη γλώσσα. Η ιδέα αυτή λησμονεί ότι τα πρόσωπα δεν είναι απλά αντικείμενα του λόγου, αλλά είναι και υποκείμενα, και ταυτοχρόνως ότι ο λόγος αναδεικνύει τις “διαφορές”.
Καθώς τα νοήματα συγκροτούν διαφορές, διατυπώνουν τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις μέσα στις οποίες ζούμε και σκεφτόμαστε. Οι κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις διατυπώνουν έναν κόσμο που ζει σε μια συνεχή διαπάλη εξουσίας για το ποιος θα ορίσει και θα ξαναορίσει τα πράγματα. Σ’ αυτό τον κόσμο, τον γεμάτο διαφορές, οι λέξεις, με το να διατυπώνουν αυτές τις διαφορές, κουβαλούν ένα πληροφοριακό δυναμικό μεγίστης σημασίας, μιας και “πληροφορία είναι η διαφορά”, σύμφωνα με την Κυβερνητική. Έτσι, λοιπόν, όταν αλλάζουμε το λόγο, όταν ξαναδίνουμε νόημα στα πράγματα, χωρίς να παίρνουμε υπ’ όψιν μας την κοινωνική πραγματικότητα, είναι σαν να αφαιρούμε από το λόγο αυτό το πληροφοριακό δυναμικό του. Ταυτοχρόνως παίρνοντας υπόψη τη ρήση του Μ Φουκώ “Η εξουσία παράγει. Παράγει γνώση”, καταλήγουμε στην ιδέα ότι έχει μέγιστη σημασία ποιος ορίζει, δηλαδή ποιος είναι αυτός που με καινούργιες λέξεις δίνει άλλο νόημα στα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος υπόκρυψης των κοινωνικών συγκρουσιακών σχέσεων, των κοινωνικών συγκρούσεων μ’ έναν τέτοιο τρόπο όπως τον περιέγραψε ο Τζ. Όργουελ στο βιβλίο του “1984”. Όταν, για παράδειγμα, σε μία σεξι- στική κοινωνία πάψουμε δια νόμου να μιλούμε σεξιστικά, το μόνο που θα έχουμε καταφέρει είναι να έχουμε καλύψει τον σεξιστικό χαρακτήρα του κόσμου με έναν λεπτό μανδύα, χωρίς να ‘χουμε επιτύχει ν’ αλλάξουμε τον ίδιο τον κόσμο.
Οι λέξεις….
“… είχε μπλεχτεί στο νόημα μιας άκαιρης λέξης -τι σημασία έχει πια-Όταν γεμάτη φόβο και λύπη γύρισε να κοιτάξει τους άλλους η λέξη μεγάλωσε…”
Μ. Λαϊνά
Αν η γλώσσα κατασκευάζει το πρόσωπο, αν οι λέξεις είναι αυτές που ενθαρρύνουν τα πράγματα σιγά-σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν, τότε ποιος έψτιαξε αυτές τις λέξεις;
Για να φτάσει ο άνθρωπος, μέσα από μία πορεία μερικών εκατομμυρίων χρόνων, να αποκτήσει τη δυνατότητα ομιλίας, έπρεπε να συνυπάρξουν τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις:
1. γενετικές μεταλλάξεις που αναδιευθέτησαν την κρανιακή κάψα.
2. αύξηση της πολυπλοκότητας της κοινωνικής οργάνωσης, που σημαίνει ανάγκη για επικοινωνία πιο ευέλικτη κι εκλεπτυσμένη,
3. αλληλεπίδραση των δύο.
Η γλώσσα, ισχυρίζεται ο Εντγκάρ Μορέν, προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σχέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών, συλλογικών και ατομικών: “..το συλλογικό κυνήγι, το μοίρασμα της τροφής, η μεταφορά μίας αυξανόμενης ποικιλίας πραγμάτων, όλα τούτα ασκούν πίεση προς μία κοινωνική οργάνωση πιο πολύπλοκη, που γίνεται δυνατή μόνο με μία επικοινωνία πιο ευέλικτη…”. Ο Μορέν, μέσα από μία νέα αφήγηση της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, τεκμηριώνει την ιδέα ότι είναι η φύση, η κοινωνία, η ευφυία, η τεχνική, η γλώσσα και ο πολιτισμός που συν-παράγουν τον homo sapiens, κατά την πορεία μίας διαδικασίας που κράτησε μερικά εκατομμύρια χρόνια.
Οι πρόγονοι μας, λοιπόν, έγιναν άνθρωποι φτιάχνοντας τις λέξεις για να μπορούν να αναφέρονται σε διακεκριμένες οντότητες, για να μπορούν να ξεχωρίζουν και να ταυτίζουν ή να ομαδοποιούν τα αντικείμενα του κόσμου τους, για να μπορούν να επικοινωνούν με όλο και πιο πολύπλοκους
τρόπους, σ’ ένα διαρκώς πιο πολύπλοκο περιβάλλον. Είναι η γλώσσα, λέει ο Μορέν, που δημιούργησε τον άνθρωπο κι όχι ο άνθρωπος τη γλώσσα, αλλά με τον όρο να προσθέσουμε ότι οι ανθρωπίδες δημιούργησαν τη γλώσσα.
… Και τα νοήματα
“…στις λέξεις υπάρχει πάπα ένα πείραμα…”
Ν. Καρούζος
Μέσα από τα γλωσσικά πεδία, τα οποία ο ίδιος κατασκεύασε, αναδύθηκε ο άνθρωπος ως εαυτός, ως πρόσωπο, ως μία κοινωνική μοναδικότητα. Η εμφάνιση του λόγου και ολόκληρου του κοινωνικού πλαισίου του, γεννά το ανεπανάληπτο φαινόμενο της νόησης και της αυτοσυνειδησίας, που είναι συνάμα και η πλέον μύχια. Με τον τρόπο αυτό, η νόηση δεν μπορεί να είναι κάτι ατομικό, ένα πράγμα που βρίσκεται σε κάθε ξέχωρο κρανίο, δεν είναι ένα υγρό που το παράγει ο εγκέφαλος, παρά μόνο ανήκει στο πεδίο της κοινωνικής σύζευξης. 0 νους είναι ο κοινός τόπος ανθρώπων που βρίσκονται μέσα σε γλωσσικά πεδία. Ο Τζ. Μττέϊτσον (G. Bateson) επέκτεινε την ιδέα αυτή ακόμα περισσότερο στο κλασικό κείμενο του “Steps to an ecology of mind”, μέσα από το παράδειγμά του με τον ξυλο-κόπο: “..κατά κανόνα αν θέλουμε να εξηγήσουμε ή να καταλάβουμε τη νοητική πλευρά οποιουδήποτε βιολογικού γεγονότος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το σύστημα μέσα στο οποίο καθορίζεται αυτό το βιολογικό γεγονός… Σκεφτείτε έναν άνθρωπο που χτυπά ένα δέντρο μ’ ένα τσεκούρι. Κάθε χτύπημα του τσεκουριού τροποποιείται ή διορθώνεται ανάλογα με το σχήμα του κοψίματος του δέντρου που έχει αφήσει το προηγούμενο χτύπημα. Αυτή η αυτό-διορθωτική (δηλ. νοητική) διαδικασία συμβαίνει από ένα ολικό σύστημα, δένδρο – μάτια – εγκέφαλος – μύες – τσεκούρι – χτύπημα -δένδρο. Είναι αυτό το ολικό σύστημα που έχει τα χαρακτηριστικά του ενυπάρχοντος νου…”
Ο νους, λοιπόν, για τους ανθρώπους υπάρχει πάντα μέσα στο πεδίο του λόγου και το νόημα είναι, επίσης, η γλωσσική εκείνη αλληλεπίδραση μέσα από την οποία διαμορφώνουν μία αίσθηση του κανονικού και του συνηθισμένου.
Αναστοχασμός
“…χαμήλωσε από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα, δεν διακρίνεται η αλήθεια….”
Α. Κολυβάς
Αναφέρθηκε στην αρχή ότι η ιδέα της “Κοινωνικής κατασκευής” θεωρεί πως οι λέξεις έχουν δύο ειδοποιά στοιχεία. Το ένα είναι ότι το νόημα των λέξεων μπορεί να αλλάζει στο διάβα του χρόνου. Το άλλο είναι ότι οι λέξεις κουβαλούν πολλαπλά νοήματα, έτσι ώστε το καθένα να εξαρτάται
από το ποιος μιλά, σε ποιον, για ποιο σκοπό. Αυτό, λοιπόν, που τεκμηριώνει το αληθές ή το ψεύτικο στο» κόσμο μας, μοιάζει να είναι ρευστό και εύθραυστο, μιας και ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος που έχουμε στη διάθεσή μας, είναι απλώς ο κόσμος που δημιουργούμε μαζί με τους άλλους μέσα στα γλωσσικά πεδία.
Η ίδια η γλώσσα, τελικά, σαν το εργαλείο των εργαλείων, μας εξαναγκάζει να αναγνωρίσουμε ότι ο κόσμος που ο καθένας μας βλεπει είναι ο κοσμος, αλλά ένας κόσμος οποίο εμείς δημιουργούμε από κοινού με τους άλλους ανθρώπους, μας εξαναγκάζει να τηρούμε στάση συνεχούς επαγρύπνησης εναντίον του πειρασμού της βεβαιότητας, να αναγνωρίζουμε ότι οι βεβαιότητές μας δεν αποτελούν απόδειξη αλήθειας, υποχρεώνει να δούμε ότι ο κοσμος θα ήταν διαφορετικός μόνο αν βλέπαμε διαφορετικά.
Αναφορές
1. V. Burr, An Introduction to Social Obstructionism, Routledge. Lond:i, 1995.
2. G. Bateson, Steps to an eco/oc;. :>” Mind, Chandler P.C., Toronto. Ca_::i 1990
3. Ε. Μορέν, Η ανθρώπινη Φύση. Το Χαμένο Παράδειγμα, Εναλλακτικέ: Εκδόσεις, Αθήνα, 2000.
4. Χ. Ματουράνα, Το Δένδρο ντς Γ._κ 077ς, Κάτοπτρο, Αθήνα, 1992
5. Τζ. Μπρούνερ, Πράξεις Νοήματος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. 199″
6. Κ. Δημουλά, Ενός Λεπτού MaL · :-ρος, Αθήνα, 1998.
7. Ν. Καρούζος, Η Δεύτερη Εποχή θήματα 1969).
*Ο Δημήτρης Μπάσογλου είναι Γυμναστής – Ψυχολόγος