Αρχική » Σχέσεις ελληνικής και κουρδικής

Σχέσεις ελληνικής και κουρδικής

από Άρδην - Ρήξη

του Αλή Καρδούχου, από το Άρδην, τ. 36, Μάιος-Ιούνιος 2002

ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

bru: φρύδι

<αρχ. οφρύς (ή), <φρύς <Ι.Ε. *bhru. σανσκρ. bhru, αρχ. ιρλ. for-bru, αρχ. σλαβ. bruvi, λιθ. bruvis, αρχ. σκανδ. brijn. ηβπτι: δέρμα

<αρχ. δέρω “σχίζω, γδέρνω”.*!.Ε. αβΓ σανσκρ. dar-ti, αρχ. σλαβ. derp, λιθ. deru, αρχ. γερμ. zeran, αγγλ. tear “σχίζω”, γερμ. trennen “χωρίζω”. Ομόρριζη: δερ-ας. Κουρδικά dirandin “σχίζω”.

Κουρδικά brin “κόβω”<αρχπρίων, brin “πληγή, (λατ. plaga “πλίττω). Κουρδική λέξη brek “πριόνι” <αρχ. πρίων. didan: δόντι

<αρχ. οδούς, οδόντ-ος, λατινικά dens, dent-is, αγγλικά tooth. Κουρδικά dendik “κουκούτσι, κόκκος”, (σχέση με τη λέξη κόκαλο που έχει την έννοια κουκούτσι), guh: αφτί

<αρχ. ους, ώτος (κουρδικά guhar “σκουλαρίκι”). Δωρική διάλεκτος ως, λατ. auris

hesti (στη κουρδική διάλεκτο ζαζά ostik): οστούν ή οστέον *Ι.Ε. ost, λατ. os, γαλλ. os, σανσκρ. asthi-, av. ast, αρμ. oskr, χεττ. hastai. juni: γόνατον

<αρχ. γόνυ, <γονΡ-ατος <θ. *yovF, ετεροιωμένος βαθμ. του I.E.*gen-u “γόνατο”, αγγλ. knee, γερμ. knie. Ομόρριζη: γωνία (<YovF-ia). lev: χείλος

<xe\-joq, χέλλος λατ. labrum, γαλλ. levre, αγγλ. lippe<lip, περσ. leb. Neynuk η nenik: νύχι

<αρχ. όνυξ, όνυχος< *Ι.Ε. ongh-/nogh -“νύχι”, σανσκρ. nakha, περσ. vahum, αρχ. ιρλ. ingen, λιθ. nagas, λατ. u-ng-tis, γαλλ. ongle, αρχ. γερ. nagal, αγγλ. nail.

qafik και ser: κεφάλι

*Ι.Ε. ghebh(e)l-“κεφάλι”, λατ. caput, ιταλ. capo, αρχ. γερμ. gebal “κρανίο”, σρχ. σκανδ. gafl, “μέτωπο”. Ομόρριζη: Κέφαλος. Κουρδικά gafik, qa’lil “καβούκι”.

Pe: πόδκαρχ. πόδιον, ποδός, υποκοριστικό του ουσ. πούς. *Ι.Ε. ped, σανσκρ. pad, λατ. ρκε, γαλλ. pied, λιθ. padas “πατούσα”, ρωσ. pod “έδαφος”. Ομόρριζος πεδ-ιο(ν), πεζός, εμποδ-ίζω, πηδ-ώ, πηδ-άλιο(ν), πέδ-ιλο(ν). Περσική pa, ομόρριζος, pa’la “πόδι του Σάχη, στρατηγός του Σάχη”, papug “αυτό που φυλάει (προστατεύει) το πόδι”, επίσης περσική paga “ποδόσουπα, πατσάς”. Κουρδικά pani, pehnT “πατούσα”. Κουρδικό ρήμα pan kirin αντιστοιχεί στην ελληνική “πατάω”. Ενώ η λέξη ρΐη kirin “κλοτσάω”. Πιθανώς παστός και παστουρμάς, “πατημένο σε άλμη”. Η “τουρκική” λέξη postirma προέρχεται από την περσική. Σανσκρ. παδα “βήμα, ίχνος”, γαλλ. Pas “βήμα”, χεττιτικά pedan, κουρδικά pegav. Ομόρριζος πεδίον, πέδον “έδαφος, γη” ο τόπος στον οποίο πατάει το πόδι. Κουρδικά best, de?t “πεδιάδα”. (Σημείωση: Η λέξη που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά η πατσαβούρα δεν έχει καμιά σχέση με το πόδι. Η λέξη αυτή προέρχεται από την πέρσο-κουρδική ρβι-ςβ-ΐ ure “κομμάτι ύφασμα ρούχων” (κουρέλι για ξεσκόνισμα και για σκούπισμα). pi§t: πίσω, πλάτη

<Ι.Ε. *pletu “πλατύς, ευρύς”, σανσκρ. pirthu “πλατύς”,

περσικά pa§t “πλάτη”, <πούστης, “ομοφυλόφιλος”. Η ελληνική λέξη φαρδύς προέρχεται από τη λέξη πλατύς. Κουρδικά fireh “φαρδύς”, tens “στενός”, (το “πόδι” και η “πλάτη” έχουν άμεση σχέση).

its, ρίτς, por, ιτιΰ: τρίξ Kiirtge sozluk sayfa 706. Μπαμπινιώτης 1818

Το ελληνικό θρίξ φαίνεται ότι στα κουρδικά έγινε τρίχα των ζώων. πχ. λέγεται “palasa ris” το κιλίμι από τρίχα κατσικιού. Ενώ έριον, hert ή hiri Έριο <Epiov<*Fep-Foq που έχει σχέση με την λατινική vervex “κριάρι”, αρχ. ιρλ. farin “αρνί”. Στα κουρδικά berx “αρνί”, mi “οίς” (πρόβατο), χεττ. iyant “πρόβατο”, ija “πηγαίνω”. Στα κουρδικά por “μαλλιά” ανθρώπου. Σχετικές λέξεις lat. ovis και ovicula, γαλλ. ovin. ser: 1-κεφάλι, 2-επάνω

<αρχ. κέρας> κέρατον. χεττιτική ser “1 -κεφάλι, 2-επάνω”. Αρχ. κάρα >κάρηνων >κράνος >κέρας >κέρατος. Κόρυς “κράνος”, κορυφή “επάνω άκρη του κεφαλιού”, spil: σπλήνα

<αρχ. σπλήν <Ι.Ε. *splgh, σανσκρ. p^han, λατ. splen και Ιξεη, αγγλ. spleen. Ομόρριζες λέξεις: σπλάγ-χνα, σπλαγ-χν-ίζω “κουνάω τα εσωτερικά μου όργανα” δηλαδή ενθουσιάζομαι, sing: στήθος

<ι-στη-μι. σανσκρ. stana “στήθος γυναίκας”, αρμενικά stin. I.E. *stp “στήνω, στέκω”, Κουρδικά di-sk-inim “ι-στη-μι”, λατ. stare, γερμανικά stehen, γαλλικά station “στάση”, tili: δάχτυλο

<δάκτυλος. Πρέπει να έχει σχέση με τη γαλλική doigt και λατινική digitus. Στα κουρδικά till είναι μόνο για τα δάχτυλα των χεριών. Ενώ τα δάχτυλα των ποδιών λέγονται ρεςϊ> begi.

ziman: (γλωχ-ja) >γλώττα>γλώοσα. λατ. lingua, γαλλ. langue, αρχ. αγγλ. Tunga, νέα γερμ. zunge. Γλώξ και γλωχίν και τα δύο σήμαιναν κάτι μυτερό, αιχμηρό. Γλώξ το γένιο του στάχυος ή την άκρη του σταχυού. Με το ίδιο σκεπτικό οι Κούρδοι το μουστάκι ονομάζουν, “simbKl”, και το στάχυ επίσης “σιμβέλ” διότι έχει “μουστάκι”. Ροζ: ρις (νέα ελληνικά μύτη)

λατ. nasus, ιταλ. naso, αγγλ. nose, αρχ. γερμ. nasa, λιθ.

nosis, ρωσ. nos

βραχυγραφίες

αβεστ.(ική: αρχαία περσική γλώσσα)

αγγλ.(ική)

αρμ.(ενική)

αρχ.(αία)

γερμ.(ανική)

I.E. ινδοευρωπαϊκός

ιρλ. (ανδική)

λατ.(ινική)

λιθ.(ουανική)

περσ.(ική)

ρωσ.(ική)

σανσκρ. (ιτική)

σλαβ.(ική)

σκανδιναβική

χεττ. (ιτική)

Με την ευκαιρία της έκδοσης των κουρδο-ελληνικών διαλόγων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δημοσιεύουμε την εισαγωγή γραμμένη από τον συγγραφέα Αλή Καρδούχο:

Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο βιβλίο για την Κουρδική γλώοσο που τυπώνεται στην Ελλάδα. Στόχος αυτής της

έκδοσης είναι να συμβάλει στην ταχύτερη εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από τους Κούρδους που βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα, και σστην επικοινωνία τους με τους Έλληνες και τον ελληνικό πολιτισμό. Η επικοινωνία αυτή κρίνεται επίσης απαραίτητη ως συμβολή στον Κουρδικό διαφωτισμό, μια και δεν υπάρχει κανένα βιβλίο στα Κουρδικά, αφού για τους Τούρκους η γλώσσα αυτή θεωρείται ανύπαρκτη. Είναι γνωστό ότι τα τελευταία 80 χρόνια οι τουρκικές κυβερνήσεις δεν επέτρεψαν να τυπωθεί κανένα βιβλίο στην κουρδική γλώσσα.

Η γνωριμία των Ελλήνων με τους Κούρδους χρονολογείται το 400 n. Χ., όπως αναφέρεται στην “Κϋρου Ανάβαση”, όπου ο Ξενοφώντας ονόμαζε τους Κούρδους “Καρδούχους”. Οι Κούρδοι ονομάζουν τον εαυτό τους “Κουρδ”. Η κατάληξη “ουχ” φαίνεται ότι είναι η κατάληξη πληθυντικού αριθμού μιας τοπικής διαλέκτου. Γι’ αυτό και όταν ο Ξενοφώντας τους ρώτησε να μάθει ποιοι είναι, του απάντησαν “Καρδούχ”. Με τη σειρά του εκείνος πρόσθεσε στο όνομά τους την ελληνική κατάληξη -οι. Έτσι πέρασαν για πρώτη φορά στην ιστορία ως” Καρδούχοι”. Η λέξη Κούρδος ετυμολογικά σημαίνει “θνητός ήρωας” αφού οι λέξεις

άνθρωπος (mirov ή mordem), θάνατος (mirin**), άνδρας (mer*

, ήρωας

(merd), γενναιόδωρος (comerd) έχουν κοινές ρίζες. Με απόφαση της τοπικής κουρδικής κυβέρνησης στο Βόρειο Ιράκ, η κουρδική γλώσσα διδάσκεται στα σχολεία με λατινικούς χαρακτήρες. Οι Κούρδοι της Τουρκίας και της Συρίας χρησιμοποιούν τους λατινικούς χαρακτήρες από το 1921.

Ως δάσκαλος και Κούρδος πατριώτης θεώρησα καθήκον μου να γράψω αυτό το βιβλίο. Το δεύτερο μέρος του ετοιμάστηκε για τους Έλληνες που ενδιαφέρονται να μάθουν την κουρδική γλώσσα. Όπως ο αναγνώστης θα διαπιστώσει, τα Κουρδικά δεν έχουν καμία σχέση με την τουρκική αλλά με την Ελληνική γλώσσα.

* Τότε ο διαχωρισμός γινόταν ως εξής: θνητοί και αθάνατοι, θνητοί ήταν οι άνθρωποι και αθάνατοι ήταν οι θεοί.

** αρχ. μορτός, βροτός<μροτός. Βρώσις, βρώμα σημαίνει τροφή. Διότι όποιος πέθαινε γινόταν τροφή των σκουληκιών. Κουρδικά σκουλήκι: Kurm. Το αρσενικό παιδί στα κουρδικά: Kur (αρχ. ελληνικά κούρος)

*** Τότε ο άνδρας σήμαινε: γενναίος, μαχητής, άφοβος. Η λέξη mer σήμερα συμπεριλαμβάνει ακριβώς και αυτές τις έννοιες merlni: ανδρισμό, merxas: γενναίος, γενναιόκαρδος. Ενώ η κουρδική λέξη mer αντιστοιχεί στα ελληνικά “αρσενικός” ή “ανήρ”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ