του π. Γ. Μεταλληνού, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Τά δρια της έθναρχικής δικαιοδοσίας τοϋ Οικουμενικοί’ Θρόνου (1453-1821/1922), της Μεγάλης τοΰ Χρίστου Εκκλησίας η κοινής Μητρός κατά την τρέχουσα ορολογία1, ήταν άπό την Κρήτη ώς τή Βαλτική καί άπό την Αδριατική καί τό ‘Ιόνιο ώς τόν Πόντο καί τή Γεωργία. Ή πνευμα-τική(έκκλησιαστική) δικαιοδοσία βέβαια εκτεινόταν καί στους ‘Ορθοδόξους έκτός των όρίων της αυτοκρατορίας, σε ρωμαιοκαθολικές χώρες (π.χ. Ένετία, Παπικό κράτος. Πολωνία, Αυστρία, Ουγγαρία ). στην όμόδοξη Ρωσία καί τις Πα-ραδουνάβιες Ηγεμονίες.2 Μέσα στά Οθωμανικά όρια, ό Οικουμενικός Θρόνος περιελάμβανε τις επαρχίες: Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Σερβίας, Βουλγαρίας’Ιλλυρίας. Σλαβωνίας, μέρους της Ουγγαρίας. Μαυροβουνίου, Ελλάδος, των Νήσων τοϋ ‘Ιονίου καί τοϋ Αιγαίου, της Μικρας ‘Ασίας καί μέρους της Ρωσίας. Ό άριθμός των μητροπόλεών του κυμαινόταν μεταξύ 72 καί 84.3 Μέ τήν έπέκταση τοϋ Όθίομανικοΰ Κράτους στήν ανατολή (Συρία, Α’ίγυπτο, 16ος αί.) επεκτείνεται εκεί καί ή έθναρχική δικαιοδοσία τοϋ Οικουμενικού Θρόνου, ό όποιος άποκτα τό μονοπώλιο των διαπραγματεύσεων μέ τήν Πϋλη καί αναβαθμίζεται ή θέση του έναντι των άλλων ρωμαίικων πατριαρχείων. Τά παλαίφατα πατριαρχεία ‘Αλεξανδρείας, ‘Αντιοχείας. καί ‘Ιεροσολύμων ουσιαστικά τάχθηκαν υπό τή Μεγάλη Εκκλησία, όπως ακόμη οί αρχιεπισκοπές Κύπρου καί Σινά.4 Ή μέριμνα τοϋ Οίκουμενικοϋ Πατριαρχείου γιά τίς εκκλησίες αυτές ώς τόν 18ον αϊ. θά αποδειχθεί ευεργετική λόγο3 της έκρυθμου καταστάσεως, στήν όποία είχαν περιέλθει. Ιδιαίτερα έβοηθοϋντο στήν άντιμετώπιση των προσηλυτιστικών ένεργειών της Δύσεως καί τών δυτικών προπαγανδών. Έξ άλλου, οί ανατολικοί πατριάρχες, παρεπιδημοϋντες στήν Πόλη, ελάμβαναν μέρος στήν Πατριαρχική σύνοδο, συμμετέχοντας έ’τσι στήν εσωτερική διοίκηση τοϋ πρώτου θρόνου τής ‘Ανατολής.5
Γιά τήν επίτευξη της δικαιοδοσιακής συνοχής, ή Σύνοδος τοϋ Οϊκουμ. Πατριαρχείου κατήργησε διαδοχικά τήν αυτονομία τών αρχιεπισκοπών Άχρίδος, Πεκίου καί Τυρνόβου, έντάσσοντάς τες στήν έθναρχική μέριμνά του. “Ηδη επί πατριαρχίας Γενναδίου τοϋ Σχολαρίου (1454/56) κατηργήθη ή αρχιεπισκοπή Τυρνόβου στήν επαρχία Βουλγαρίας”, άπό τό 1393 δέ καί ώς τό 1767, έκτείνεται μιά νέα περίοδος της όθωμανοκρατίας, τό βουλγαρικό στοιχείο συνυπάρχει μέ τό έλληνικό στά όρια της Έθναρχίας, διασώζοντας τήν εκκλησιαστική του συνείδηση καί αποφεύγοντας τόν εξισλαμισμό (πρβλ. Περιπτώσειςβουλγάρων Νεομαρτϋρων).7 Παρά τό χαμηλό επίπεδο της παιδείας, λόγω άπουσίας άστικής τάξης, τό Οίκουμ. Πατριαρχεΐο παραμένει πηγή φωτός γιά τους Βουλγάρους, ώς τήν εμφάνιση τοϋ έθνικιστικοϋ πνεύματος (έθνοφυλετισμοϋ καί άνθελληνισμού), έκτοτε οί Βούλγαροι γίνονται όργανα τοϋ πανσλαβισμού.8
Τα 1459 αρχίζει ή όθωμανοκρατία γιά τούς Σέρβους. Ή Έθναρχία αποβαίνει καί γι’ αυτούς φυσικός προστάτης έναντι τών εξισλαμισμών καί της δυτικής προπαγάνδας. Λόγω εσωτερικής ακαταστασίας καί δυσλειτουργίας, ή Μεγάλη ‘Εκκλησία άναλαμβάνει τελικά, μέ αίτηση τών ‘ίδιων τών Σέρβων το 1767, τήν άμεση προστασία τών σερβικών αρχιεπισκοπών Πεκίου καί Άχρίδος ώς τό 1831, όποτε ή Σερβική Εκκλησία θά αποκτήσει εσωτερική διοικητική αυτονομία.9 Οί κατοπινές φιλικές σχέσεις τών Σέρβων μέ τόν Οίκουμ. Θρόνο θεμελκυνονται σ’ αυτή τήν περίοδο. Διαφορετική όμως ήταν ή εξέλιξη στήν περιοχή τών ‘Αλβανών. Τό 1478, μέ τήν κατάληψη της Κρόγιας, άρχίζει ή οριστική εγκατάσταση τών Τούρκων. Οί ομαδικές μεταναστεύσεις καί τό κύμα τών εξισλαμισμών άποδυναμώνουν τή συλλογική ενότητα καί όδηγοϋν στήν έμφάνιση τουρκαλβανών, πού αποβαίνουν φανατικοί εχθροί τών ‘Ελλήνων καί μάστιγα κατά τών άλλων Ρωμαίων. Οί ιταλικές επιδράσεις όδηγοϋν μέρος τών ‘Αλβανών στόν παπισμό. Ή ποιμαντική δράση τοϋ Έθναρχικοϋ Κέντρου καί κυρίως ή λατρεία καί τό κήρυγμα διασώζουν τήν συνοχή τών ορθόδοξων ‘Αλβανών.10 Δέν έπαυσε όμως ποτέ καί ή ανάπτυξη της ποιμαντικής μέριμνας τοϋ Οίκουμενικοϋ Πατριαρχείου καί στούς χριστιανούς έκτός τής ‘Οθωμανικής αυτοκρατορίας (σλαβικός κόσμος).11 Ό φωτισμός τών Ριόσων έγινε άπό τή Νέα Ρώμη τό 988 καί οργανώθηκαν σέ μητρόπολη τοϋ Οίκουμενικοϋ Πατριαρχείου (988-1589). Μετά τήν άλωση (1453) δέν έπαυσε ή Μητέρα ‘Εκκλησία νά ενισχύει ποικιλότροπα τή Ρωσική ‘Εκκλησία στόν πνευματικό βίο, τήν καλλιέργεια τών εκκλησιαστικών γραμμάτων καί τής πνευματικότητος (π.χ. Μάξιμος ό Γραικός) ώς τήν άνακήρυξη τής ‘Εκκλησίας τής Ρωσίας σέ Πατριαρχείο (1589) άπό τόν Οικουμενικό Πατριάρχη ‘Ιερεμία Β’ τόν Τρανό (1572-1579, 1580-1584 καί 1587-Ί589). Αύτό όμως δέν σήμανε καί λήξη τής πνευματικής συνεργασίας τοϋ νέου Πατριαρχείου μέ τή Μητέρα Εκκλησία σ’ όλα τά άναφυόμενα προβλήματα (δυτικές προπαγάνδες, έσωτερικές διενέξεις κ.λπ.).”12 ‘Ακόμη καί οί έξοδοι τών Οικουμενικών Πατριαρχών σέ δυ-σχειμέρους καιρούς γιά ζήτηση οικονομικής ένισχύσεως («ζητεϊες», άρχίζουν μεταξύ 1514 καί 1556 καί διαρκούν ώςτό 1741) δημιουργούσαν προϋποθέσεις επαφών τών διεκκλησιαστικών σχέσεων. Οί Οικουμενικοί Πατριάρχες τής περιόδου τής Όθωμανοκρατίας ήσαν όλοι έλληνες πλήν ενός (Ραφαήλ Σέρβος, 1474). Έν τούτοις κατόρθωσαν νά εξισορροπήσουν έθνικό-τητα καί ΰπερεθνικότητα12 ώς ρωμαίικη οικουμενικότητα. Ή συμπεριφορά τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου ώς έθναρχικοϋ κέντρου δικαιώνεται μεταξύ άλλων άπό τίς αιτιάσεις, πού έκτοξεύει έναντίον του ό έθνικός μας ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος, διότι δέν επεδίωξε τόν έξελληνισμό τών λοιπών έμ-περιστάτων ‘Ορθοδόξων.13 Ό μεγάλος ιστορικός, μολονότι κωνσταντινουπολίτης, λησμονούσε, ότι ό Οικουμενικός Θρόνος πολιτιστικά έλληνοποίησε όλους τούς λαούς, πού τελούσαν υπό τή δικαιοδοσία του, χωρίς νά σβήσει τήν εθνική έ-τερότητά τους. Διότι, άν συνέβαινε αύτό, δέν θά ήταν τό Πατριαρχείο ‘Ορθόδοξο! Ή Μεγάλη τοΰ Χριστού ‘Εκκλησία παρέμεινε έθνική καί καθολική, ώς ισχυρά συνεκτική δύ-ναμις, έθνική καί υπερεθνική, έξ ίσου μήτηρ καί τών άλλων λαών τής Χερσονήσου τοΰ Αίμου.14 Στόχος του ήταν ή σφυρηλάτηση ενός ενιαίου Γένους τών ‘Ορθοδόξων υπηκόων τοΰ σουλτάνου. Ή λατρεία μέ κέντρο τήν ενορία, ή πνευματικότητα μέ κέντρο τις μονές καί ή πολιτιστική δράση μέ κέντρο την κοινότητα καί τά σχολεία, συνι-στοϋσαν την υποδομή της συλλογικής ύπαρξης δλων των Ρωμηών στην κοινή τους πορεία. Μόνο από τό τέλος τοϋ 18ου αιώνα, μέ τήν εισβολή του δυτικοευριοπαϊκού πνεύματος τοϋ Διαφωτισμοί’, θά διαταραχθεί ή ‘ισορροπία καί θά δι-ασαλευθεϊ ή ενότητα της Ρωμηοσΰ-νης. Αυτή δέ ή κοινή πορεία στή διάρκεια της δουλείας είναι που συνέδεσε τελεσίδικα καί αδιαίρετα τήν ‘Ορθοδοξία μέ τήν ταυτότητα των ορθοδόξων λαών, διότι μόνο μέσα στήν ‘Ορθοδοξία μπορούν νά βρουν καί νά διασώσουν τήν ιστορική ταυτότητά τους. Καί αύτοί οί άμείλικτοι εχθροί της Ρωμανίας, οί Φραγκολατίνοι, θά τή βλέπουν συνεχώς ζωντανή καί επικίνδυνη. Γι’ αύτό καί κατέβαλαν κάθε προσπάθεια γιά τήν παρεμπόδιση της ανασυστάσεως της. Ό στόχος αυτός σφράγισε τήν ευρωπαϊκή πολιτική μέχρι τόν 20ό αιώνα καί κορυφώθηκε τό 1922 μέ τόν θάνατο της Μεγάλης ‘Ιδέας καί τό τέλος της Έθναρχίας.15 Μόνο στήν ‘Ανατολή ή θεωρία περί Τρίτης Ροίμης εθεσε υπό άμφισβήτηση τή συνέχεια της Ρω-μανίας/Βυζαντίου. Μέ τόν θεσμό όμως της Έθναρχίας, ή Νέα (καί όχι Δευτέρα) Ρώμη απέδειξε ότι δέν πέθανε καί γι’ αύτό ή θεωρία αυτή δέν μπόρεσε νά έπικρατήσει.Σ’ αύτή τή συνάφεια κρίνεται αναγκαίος ενας συσχετισμός. Στό δυτικό τμήμα τής αυτοκρατορίας, οί φραγκολατίνοι κατακτητές έχρησιμοποίησαν τήν έκκλησία καί τους επισκόπους γιά νά εδραιώσουν τήν κυριαρχία τους.
Στήν ‘Ανατολή όμως, οί ‘Οθωμανοί, λόγω τής θρησκευτικής τους διαφορότητας, αφησαν ελεύθερη τήν έκκλησία καί τους έπισκόπους, γιά νά εδραιώσουν τήν κυριαρχία τους, άναθέτοντάς της μάλιστα έθναρχι-κά δικαιώματα. “Ετσι, οί υπόδουλοι Χριστιανοί στήν ‘Ανατολή μπόρεσαν νά επιβιώσουν μέσα στήν Έκκλησία τους, έχοντας τους επισκόπους τους όχι ώς κατακτητές, άλλά εθνάρχες. Πατριάρχες καί Μητροπολίτες, ‘Αρχιεπίσκοποι καί ‘Επίσκοποι σήκωσαν τόν σταυρό τοϋ Γένους, προσπαθώντας νά τηροϋν μιά τυπικά άψογη στάση πρός τους κυριάρχους καί εξισορροπώντας τήν επιβαλλόμενη νομιμοφροσύνη μέ τήν ποιμαντική αποστολή πρός τό ποίμνιο τους. Οί ορθόδοξοι λαοί, παρά τήν άπου-σία πρωτογενούς πολιτικής εξουσίας, μέσω τής Έθναρχίας τους, θά συνεχίσουν νά υπάρχουν ώς συντεταγμένη, ιστορική δηλαδή, κοινωνία, με συνείδηση τής ταυτότη-τάς τους, τών Ρωμαίων Όρθοδό-ξων-πολιτών τής Νέας Ριόμης. Ή ‘Εκκλησία, ώς κοινωνικό σώμα, παρέμεινε ό χώρος αναπτύξεως τής ζωής τών υποδούλων Χριστιανών, διασώζοντας τήν θρησκευτική καί εθνική παράδοση, τή γλοδσσα καί τήν πολιτιστική τους ταυτότητα. Ή Έθναρχία έχει ύπέρ αύτής τήν ά-στασία στη διαπίστωση ότι επεδίωξε τήν κατασφάλιση τών έκκλησιολογικών θεμελίων, πού διακρατοϋν τήν άδελφική ενότητα, καί όχι τήν εξουσιαστική.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Βασ. Θ. Σταυρίδου, ‘Ιστορία τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου, ‘Αθήναι 1967, σ.37. Λ . Στό Γδιο, σ.52 έπ. 3. Στό ‘ίδιο.
4 . Στήβεν Ράνσιμαν, Ή Μεγάλη Έκκλησία εν αιχμαλωσία, (μετάφρ. Ν.Κ. Παπαρρόδου), ‘Αθήνα 1979. σ. 355. S . Β. Σταυρίδου, ‘Ιστορία …, όπ.π., σελ. 56. 6 . Δημ. Β. Γόνη. ‘Ιστορία τής Εκκλησίας τής Βουλγαρίας. ‘Αθήναι 1995. 7 . Στό ‘ίδιο, σ. 110 ε.
8 . Στό ϊδιο, σ. 121., Πρόλ. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ελληνισμός Μετέωρος, ‘Αθήνα 1992, σ. 298 έ. (Ρωμαϊκή Ενότητα
τόν 19ο αιώνα).
9 . “Αρχ. Βάς. Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ‘Ιστορία.
‘Αθήναι 1959, σ. 745 έ. ΙΟ. Γέρ. Ν. Κονιδάρη, Ή Ελληνική Έκκλησία ώς πολιτιστική δύναμις έν τή Ίστορίςχ τής Χερσονήσου τοϋ Αίμου, Εν ‘Αθήναις 1948, σ. 147 έ. II. Στ, Ράνσιμαν, όπ. π., 355 έ. 13. Βλάσ. I. Φειδά, Τό οικουμενικό Πατριαρχείο. Ή διαχρονική Εκκλησιαστική διακονία του, στόν τόμο: Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ή Μεγάλη τοϋ Χριστού Έκκλησία, ‘Αθήνα 1989, σ. 361 έ. 13.Στ. Ράνσιμαν, σ. 361 έ. 14. ‘Ιστορία τοϋ Ελληνικού Έθνους, έ’κδ. Π. Καρολίδου. τ. Εβ, σ. 80 έ. IS. Γέρ. I. Κονιδάρη, όπ. π., σ. 28 καί 31. 10. Πασχ. Μ. Κιτρομηλίδη, Τό τέλος τής έθναρχικής παράδοσης. Μαρτυρίες άπό ανέκδοτες επιστολές τοϋ Χρυσοστόμου Σμύρνης πρός τόν “Ιωνα Δραγούμη. Άμητός στή μνήμη Φώτη Άποστολόπουλου, ‘Αθήνα 1984, σ. 486-507.