Οι εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως καλύπτουν σε µεγάλο βαθμό τα ελλείμματα
Της Ρουμπίνας Σπάθη | Αναδημοσίευση από την Καθημερινή της Κυριακής (04/09/22)
«Οχι, φίλε µου, όχι! Ούτε να το σκεφθείς να αυξήσεις ξανά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, ο κόσµος δεν έχει να φάει, δεν έχουν τίποτε για να πληρώσουν». Η προειδοποίηση που απηύθυνε µέσα στην εβδομάδα ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Κεµάλ Κιλιτσντάρογλου στον Τούρκο πρόεδρο απεδείχθη ατελέσφορη. Λίγες ώρες αργότερα, η κρατική ενεργειακή BOTAS ανακοίνωσε ακόµη µία αύξηση στις τιµές της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Μια αύξηση αναπόφευκτη προφανώς, καθώς η Τουρκία καλύπτει το µεγαλύτερο µέρος των αναγκών της µε εισαγόµενη ενέργεια και ως εκ τούτου βρίσκεται εκτεθειµένη, όπως και µεγάλο µέρος του πλανήτη, στην ενεργειακή κρίση.
Οι δυσθεώρητες τιµές της ενέργειας αλλά και η εκτόξευση που έχουν σηµειώσει οι τιµές των εµπορευµάτων µετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν επιδεινώσει µία από τις εγγενείς παθογένειες της τουρκικής οικονοµίας: τα µεγάλα ελλείµµατά της και τη συνεπακόλουθη εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο για την κάλυψή τους. Τα τελευταία στοιχεία φέρουν το έλλειµµα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας να έχει φθάσει στα 32,4 δισ. δολ. στο πρώτο εξάµηνο του έτους. Η µεγάλη αύξηση του ελλείµµατος τρεχουσών συναλλαγών ήταν, άλλωστε, ο λόγος που τον περασµένο µήνα ο οίκος Moody’s υποβάθµισε το χρέος της Τουρκίας στην περιοχή των «οµολόγων σκουπιδιών», και αναµένεται να κάνουν το ίδιο οι άλλοι δύο διεθνείς οίκοι Standard & Poor’s και Fitch. Οπως, όµως, αποκάλυψε µέσα στην εβδοµάδα η ιστοσελίδα Al-Monitor, µόλις το 8% του ελλείµµατος καλύφθηκε από εισροές ξένων κεφαλαίων από άµεσες επενδύσεις ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου, και ένα 38% καλύφθηκε από τα συναλλαγµατικά διαθέσιµα της κεντρικής τράπεζας. Το υπόλοιπο 54% του ελλείµµατος έχει καλυφθεί από τις λεγόµενες εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως.
Πρόκειται για µια λογιστική κατηγορία που µπορεί να αφορά έως ένα βαθµό νόµιµες ροές συναλλάγµατος από επαναπατρισµό συναλλάγµατος του ιδιωτικού τοµέα. Οπως, όµως, τονίζει η Al-Monitor, συχνά περιλαµβάνει παράνοµες ροές χρηµάτων από εγκληµατικές δραστηριότητες, το ύψος των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Τουρκίας είναι ότι στη διάρκεια της 20ετούς βασιλείας του Ταγίπ Ερντογάν τα ελλείµµατά της αυξάνονται και µαζί τους αυξάνεται και το ποσοστό κάλυψής τους από αγνώστου προελεύσεως εισροές κεφαλαίων.
Ο ρόλος των εισροών αγνώστου προελεύσεως στην κάλυψη των ελλειµµάτων της Τουρκίας αναβαθµίστηκε το 2018. Ηταν η χρονιά που ο Ερντογάν επέτυχε να κατοχυρώσει θεσµικά απεριόριστες εξουσίες για το αξίωµα του προέδρου και να αναχθεί σε ένα είδος µονάρχη της Τουρκίας. Το αποτέλεσµα ήταν βέβαια να αποθαρρύνει περαιτέρω τους ξένους επενδυτές, που ήδη ανησυχούσαν εξαιτίας των ανορθόδοξων οικονοµικών θεωριών του Τούρκου προέδρου και της τακτικής του να παρεµβαίνει συστηµατικά στο έργο της κεντρικής τράπεζας και στη χάραξη νοµισµατικής πολιτικής. Μειώθηκαν έτσι οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων, ενώ οι εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως έφθασαν στο ρεκόρ των 22,7 δισ. δολ. Εκτοτε οι εισροές κεφαλαίων αγνώστου προελεύσεως αποτελούν το κύριο µέσο κάλυψης των ελλειµµάτων τρεχουσών συναλλαγών, που έχει φθάσει στα 98 δισ. δολ.
Τα κεφάλαια ενδέχεται, µεταξύ άλλων, να προέρχονται και από εγκληµατικές δραστηριότητες, εκτιµά το Al-Monitor.
Επαναπατρισμός κεφαλαίου, υποστηρίζει η Άγκυρα
Η Τράπεζα της Τουρκίας υποστηρίζει πως οι διάφορες ροές αγνώστου προελεύσεως είναι κυρίως έσοδα από εξαγωγές που έχουν καθυστερήσει να καταγραφούν λογιστικά και από επαναπατρισθέντα κεφάλαια επιχειρήσεων. Εχει, άλλωστε, επιστρατεύσει σειρά µέτρων για να αναγκάσει τις τουρκικές επιχειρήσεις, κατά κύριο λόγο τις εξαγωγικές, να επαναπατρίσουν τα κεφάλαια που διατηρούν στο εξωτερικό σε συνάλλαγµα. Συχνά το επιδιώκει µε έµµεσες απειλές. Μιλώντας στο Βιοµηχανικό Επιµελητήριο της Κωνσταντινούπολης στα τέλη Ιουλίου, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας Σαχάπ Καβτσίογλου τόνισε πως «οι τουρκικές επιχειρήσεις διατηρούν στο εξωτερικό κεφάλαια που δεν έχουν δηλώσει και τα οποία ενδέχεται να ανέρχονται σε 500 δισ. δολ. Πρέπει να φέρουν αυτά τα χρήµατα εδώ και να τα µετατρέψουν».
Ολα αυτά αντανακλούν σε µεγάλο βαθµό την αλλαγή που έχει σηµειωθεί τα τελευταία χρόνια στη στάση των επενδυτών έναντι της Τουρκίας. Τα χρόνια µετά την ολέθρια οικονοµική κρίση του 2001 που έφερε τον Ερντογάν στην εξουσία και εξαφάνισε την παλιά πολιτική τάξη, η τουρκική οικονοµία σηµείωσε υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης και µεγάλα ελλείµµατα. Τότε η Τουρκία ήταν η αγαπηµένη των ξένων επενδυτών που κάλυπταν µε τα κεφάλαιά τους τα ελλείµµατά της. Την πρώτη δεκαετία τα ελλείµµατα τρεχουσών συναλλαγών δεν υπερέβαιναν το 5% του ΑΕΠ και το µεγαλύτερο όλων ήταν το 2011 όταν πλησίασε το 9% του ΑΕΠ, αλλά καλύφθηκε κατά 80% από εισροές άµεσων επενδύσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου, τραπεζικές καταθέσεις και δανεισµό. Οι εισροές άγνωστης προέλευσης δεν κάλυπταν τότε παρά µόνο το 16% του ελλείµµατος. Τα πράγµατα άλλαξαν το 2013 σε µια συγκυρία πολύ διαφορετική µεν από τη σηµερινή, αλλά όµοια µόνον ως προς το ότι η αµερικανική οµοσπονδιακή τράπεζα, Federal Reserve, ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια του δολαρίου. Τα επενδυτικά κεφάλαια άρχισαν να στρέφονται στις ΗΠΑ εγκαταλείποντας τις αναδυόµενες οικονοµίες και πρωτίστως την Τουρκία. Τότε τελείωσε η εποχή που η Τουρκία µπορούσε να καλύπτει εύκολα τα ελλείµµατά της µε το ξένο κεφάλαιο. Κι ενώ κατά καιρούς φαίνεται να βελτιώνεται ξανά το κλίµα προς την Τουρκία και να ανακάµπτουν οι εισροές κεφαλαίων, τα µέτωπα που έχει ανοίξει από τη Συρία µέχρι τον Καύκασο και τα αλλεπάλληλα επεισόδια διπλωµατικής έντασης µε την Ουάσιγκτον υπονοµεύουν διαρκώς την εµπιστοσύνη των επενδυτών. Καθοριστικό παράγοντα βέβαια αποτελεί η επιµονή του Τούρκου προέδρου να διατηρεί φθηνό το χρήµα απαξιώνοντας το νόµισµα της χώρας. Με την τελευταία µείωση των επιτοκίων που αποφάσισε τον περασµένο µήνα, η Τράπεζα της Τουρκίας έχει εξωθήσει την τουρκική λίρα σε µια ισοτιµία 18 λιρών προς ένα δολάριο. Πριν από πέντε χρόνια µόνο, το δολάριο ισοδυναµούσε µε 3,5 λίρες.
Οι τουρκικές επιχειρήσεις διατηρούν στο εξωτερικό αδήλωτα κεφάλαια 500 δισ. δολ., λέει ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας.
Υψηλή ανάπτυξη, αλλά το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων επιδεινώνεται
Όλα δείχνουν πως η τελευταία αύξηση στις τιµές της ενέργειας θα καταφέρει τη χαριστική βολή στο βιοτικό επίπεδο των Τούρκων, που στην πλειονότητά τους αγωνίζονται να επιβιώσουν µε έναν ιλιγγιώδη πληθωρισµό και µε τις τιµές να καθιστούν απρόσιτα βασικά είδη διατροφής. Η συνολική αύξηση των τιµών του φυσικού αερίου από την αρχή του έτους φτάνει τώρα στο 174% για τα νοικοκυριά. Και η κυβέρνηση Ερντογάν αρκείται στο να αυξήσει τον κατώτατο µισθό κατά 30%, ποσοστό που εξανεµίζεται ακαριαία εξαιτίας του υψηλού πληθωρισµού. Εµµένοντας στην πολιτική των χαµηλών επιτοκίων καθ’ υπαγόρευσιν του Τούρκου προέδρου, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας αφήνει τον πληθωρισµό να καλπάζει κυριολεκτικά µε ένα ιλιγγιώδες 80%, που στην Κωνσταντινούπολη φτάνει στο 99,9%. Σηµειωτέον ότι η οµάδα ανεξάρτητων οικονοµολόγων µε τα αρχικά ENAG, που έχει επανειληµµένως αµφισβητήσει την ορθότητα των επίσηµων στοιχείων, τώρα υπολογίζει τον πραγµατικό πληθωρισµό της Τουρκίας στο 176%. Πρόκειται για τους οικονοµολόγους που βρέθηκαν υπόδικοι όταν η Τράπεζα της Τουρκίας υπέβαλε µήνυση εναντίον τους µε το επιχείρηµα ότι υπονοµεύουν το κύρος της. Οι ίδιοι, πάντως, επιµένουν πως χρησιµοποιούν ακριβώς την ίδια µεθοδολογία που χρησιµοποιεί η κεντρική τράπεζα όταν υπολογίζει τον πληθωρισµό.
Την ίδια στιγµή, όµως, η κυβέρνηση Ερντογάν µπορεί να περηφανεύεται για τους υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης, καθώς την ώρα που οι ανεπτυγµένες οικονοµίες απειλούνται µε ύφεση, το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε το δεύτερο τρίµηνο κατά 7,6%. Το οφείλει σε µεγάλο βαθµό στην ανάκαµψη του τουρισµού µετά την άρση των περιοριστικών µέτρων κατά της πανδηµίας και στα τουριστικά έσοδα που αυξήθηκαν κατά 100%. Προφανώς, όµως, µεγάλο µέρος του τουρκικού λαού δεν κερδίζει τίποτε από αυτή την ανάπτυξη και δεν βλέπει και αυτά που κατά καιρούς υπόσχεται ο Τούρκος πρόεδρος.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει επιχειρήσει να «χρυσώσει το χάπι» της ραγδαία υποτιµηµένης τουρκικής λίρας, υποστηρίζοντας πως θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών της Τουρκίας και στη δηµιουργία θέσεων εργασίας, και µε αυτή την κατά κάποιον τρόπο «κινεζοποίηση» της τουρκικής οικονοµίας θα µετατρέψει τα ελλείµµατα σε πλεονάσµατα. Κάτι που βέβαια δεν φαίνεται να συµβαίνει εν µέρει και εξαιτίας της διεθνούς αρνητικής συγκυρίας.
Μόνο δεινά φαίνεται να φέρνει στα τουρκικά νοικοκυριά η υποτίµηση του νοµίσµατος που από την αρχή του έτους έχει διολισθήσει κατά 27%, µετά την πτώση 44% που προηγήθηκε στη διάρκεια του 2021. Και η Τράπεζα της Τουρκίας, υπό τις οδηγίες πάντα του Ταγίπ Ερντογάν, εµµένει στις ανορθόδοξες µεθόδους µε τις οποίες προσπαθεί να στηρίξει το απαξιωµένο νόµισµα. Την εβδοµάδα που πέρασε αύξησε και πάλι το ποσοστό από τα συναλλαγµατικά διαθέσιµα των τραπεζών, τα οποία υποχρεούνται να µετατρέπουν σε τουρκικές λίρες.*
Ο πληθωρισµός, σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία, «τρέχει» µε 80% και σύµφωνα µε τα ανεπίσηµα, µε 176%.