Του Πιέρ Μπριανκόν, αναδημοσίευση από το reuters.com (21/3/2023)
Η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε μόνο κατά 2% το 2022, διαψεύοντας τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Αντί για κατάρρευση, εισήλθε σε μια περίοδο παρατεταμένης ασφυξίας. Αποκομμένη από τις ξένες αγορές λόγω κυρώσεων, η κυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν καταβάλλει προσπάθειες να στηρίξει δημοσιονομικά ελλείμματα που σε καιρό ειρήνης θα ήταν διαχειρίσιμα. Θα αγωνιστεί να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης που φέτος μπορεί να φθάσουν τα 90 δισ.$. Οι οικονομικές δυσκολίες ωθούν τη Ρωσία ακόμη περισσότερο στη σφαίρα επιρροής του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος αυτή την εβδομάδα επισκέπτεται τη Μόσχα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρωσίας ανήλθε πέρυσι στο 2,3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Η κυβερνητική πρόβλεψη για το 2023 εκτιμά μείωση 2% στο ΑΕΠ, γεγονός που θα αυξήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους σε περίπου 40 δισ. $.
Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό το ποσό δεν θα ήταν δύσκολο να καλυφθεί· αλλά η εισβολή στην Ουκρανία, η οποία έχει επιφέρει ένα σωρό οικονομικές κυρώσεις από την Δύση, ανατρέπει αυτό το πλαίσιο της κανονικότητας για τον Πούτιν.
Κατ’ αρχάς, οι προβλέψεις μοιάζουν αισιόδοξες.
Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης πρόβλεπαν τιμή διαπραγμάτευσης για το πετρέλαιο στα 70$/βαρέλι. Οι φόροι επί των εξαγωγών ενέργειας αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 40% των εσόδων της κυβέρνησης. Μετά από ένα εμπάργκο πετρελαίου της ΕΕ, που συνδέεται με το ανώτατο όριο τιμών της G7, οι τιμές του ρωσικού αργού πετρελαίου έπεσαν σε λιγότερο από 50$/βαρέλι μέσα στους δύο πρώτους μήνες του έτους. Τώρα βρίσκονται γύρω στα 46$.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών, κάθε 10$ μεταβολή στην τιμή του βαρελιού προσθέτει ή αφαιρεί 15 δισ. $ ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό της Ρωσίας. Έτσι, τους δύο πρώτους μήνες του 2023, η κυβέρνηση έχει ήδη χάσει 5 δισ. $. Σύμφωνα με τον Ρώσο οικονομολόγο Άλεξ Ισακόφ, το έλλειμμα του προϋπολογισμού φέτος θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και τα 90 δισ.$ -ισοδύναμο με 4,5% του ΑΕΠ- κι αυτό επειδή η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος: τα μη πετρελαϊκά έσοδα, όπως ο ΦΠΑ, θα μπορούσαν να παραμείνουν στάσιμα λόγω της οικονομικής ύφεσης, ενώ οι δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται.
Ακόμη και κάτι τέτοιο, θα ήταν διαχειρίσιμο εν καιρώ ειρήνης. Η Ρωσία, ωστόσο, έχει χάσει την πρόσβαση στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, και λόγω των κυρώσεων, το ρούβλι είναι μόνο κατ’ όνομα μετατρέψιμο. Οι παγκόσμιοι επενδυτές, οι οποίοι κάποτε κατείχαν έως και το 30% του δημόσιου χρέους της, έχουν πλέον εξαφανιστεί.
Ένας τρόπος για να μειωθεί το έλλειμμα θα ήταν η μείωση των δαπανών, αλλά η κυβέρνηση δεν θέλει να αγγίξει δύο μεγάλους τομείς. Τις πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας και τις συντάξεις, οι οποίες ανέρχονται σχεδόν στο 1/3 των δαπανών, αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό και δεσμεύονται από το νόμο. Μετά την καταστολή του κύματος διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου, το Κρεμλίνο είναι επιφυλακτικό μήπως οι περικοπές υποδαυλίσουν τη λαϊκή αγανάκτηση, ενόψει μάλιστα των προεδρικών εκλογών που προγραμματίζονται για το 2024. Μια άλλη σημαντική πηγή εξόδων, η άμυνα, αυξήθηκε περισσότερο από 1/3 το 2022 και έφτασε τα 60 δισ.$, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, και βέβαια, δεν αναμένεται να συρρικνωθεί.
Εκτός από περικοπές δαπανών, η κυβέρνηση έχει τρεις τρόπους να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του προϋπολογισμού της. Ο πρώτος είναι η έκδοση ομολόγων με τα οποία οι τράπεζες της χώρας αναχρηματοδοτούν την κεντρική τράπεζα. Αυτό θα τροφοδοτούσε τον πληθωρισμό. Η Τράπεζα της Ρωσίας, με επιτόκια στο 7,5%, έχει ως στόχο πληθωρισμό της τάξης του 4%, τον οποίο απέτυχε να προσεγγίσει πέρυσι, όταν ο τιμάριθμος αυξήθηκε κατά 12%. Φέτος εκτιμάει ότι ο πληθωρισμός θα κυμανθεί γύρω στο 7%. Η έμμεση χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, όμως, αυξάνει την πληθωριστική πίεση που θέλει να αντιμετωπίσει.
Η δεύτερη είναι μια μορφή «οικονομικής καταστολής», διοχετεύοντας χρήματα από τις επιχειρήσεις στα ταμεία της κυβέρνησης. Νέοι φόροι για τους ενεργειακούς κολοσσούς της χώρας και τις μεγάλες εταιρείες εξόρυξης βρίσκονται στα σκαριά.
Η Μόσχα έχει μεταβάλει τον τρόπο υπολογισμού των φόρων επί των εξαγωγών πετρελαίου για να αποσπάσει περισσότερα έσοδα από τον τομέα. Η Gazprom (GAZP.MM), ο κρατικός ενεργειακός όμιλος, έπρεπε ήδη να πληρώσει επιπλέον 20 δισ.$ στο τέλος του περασμένου έτους, ανεβάζοντας τις συνολικές φορολογικές τις δαπάνες για το 2022 σε περίπου 80 δισ.$. Και ο υπουργός Οικονομικών Anton Siluanov είπε στις επιχειρήσεις της Ρωσίας την περασμένη εβδομάδα ότι θα πρέπει να συνεισφέρουν το ισοδύναμο σχεδόν 4 δισ.$ στον κρατικό προϋπολογισμό μέσω ενός ειδικού φόρου επί των «υπερκερδών».
Οι τράπεζες, από την άλλη πλευρά, θα γλιτώσουν τους έκτακτους φόρους, αλλά οι κρατικά ελεγχόμενοι δανειστές όπως η Sberbank (SBER.MM) ή η VTB (VTBR.MM) θα πρέπει να συνεχίσουν να πληρώνουν τα παχυλά μερίσματα που απαιτεί εδώ και καιρό η κυβέρνηση.
Τέλος, η Μόσχα μπορεί να χρησιμοποιήσει τους πόρους του Ταμείου Εθνικού Πλούτου, ένα απόθεμα για τους δύσκολους καιρούς που δημιουργήθηκε παλιά, ώστε να διοχετευθεί μέρος των πετρελαϊκών εσόδων για τη χρηματοδότηση των συντάξεων. Στις 1η Μαρτίου, το Ταμείο αυτό έχει στη διάθεσή του 147 δισ.$, ποσό μειωμένο κατά 23% από το μέγιστο του Αυγούστου του 2021. Τους τελευταίους μήνες, οι πωλήσεις του χρυσού και των νομισμάτων του βοήθησαν στη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού.
Η περαιτέρω υποστήριξη από το ταμείο, ωστόσο, θα ωθήσει τη Μόσχα περισσότερο στην οικονομική τροχιά της Κίνας, σημείωσε η Ρωσίδα οικονομολόγος Αλεξάνδρα Προκοπένκο. Πέρυσι, η Μόσχα αύξησε το μερίδιο του κινεζικού νομίσματος στα χαρτοφυλάκια του Ταμείου στο 60%. Ένα νομοσχέδιο θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αυξήσει το μερίδιο αυτό στο 80%. Η Ρωσία έχει γίνει το τέταρτο μεγαλύτερο υπεράκτιο κέντρο συναλλαγών σε γουάν εκτός του Χονγκ Κονγκ και ήδη οι πολίτες της μπορούν να χρησιμοποιούν μόνο το σύστημα UnionPay της Κίνας αν θέλουν να πληρώνουν με κάρτες όταν ταξιδεύουν ανά τον κόσμο.
Πέρυσι, το εμπόριο μεταξύ της Ρωσίαςκαι της Κίνας αυξήθηκε κατά 34%, ενώ συνέχισε την έντονα ανοδική του πορεία και κατά τους πρώτους μήνες του 2023, με αύξηση σχεδόν 50% στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Πεκίνο. Καθώς το εμπορικό έλλειμμα της Κίνας έναντι της Ρωσίας αυξάνεται, το ίδιο συμβαίνει και με το μερίδιο του γουάν στα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας. Έτσι ενισχύεται ο ρόλος που διαδραματίζει στην εγχώρια χρηματοδότηση της Ρωσίας. Ωστόσο, το γουάν είναι ένα ελεγχόμενο νόμισμα, η συμπεριφορά του οποίου καθορίζεται από τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του Πεκίνου. Έτσι, η Μόσχα βυθίζεται βαθύτερα σε μια ασύμμετρη σχέση που θα περιορίσει την οικονομική της κυριαρχία. Η επίσκεψη του Σι αυτή την εβδομάδα, που προοριζόταν ως σημάδι μιας νέας εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, θα μπορούσε αντίθετα να υπογραμμίσει αυτή τη νέα εξάρτηση.
Βραχυπρόθεσμα, η οικονομική ελπίδα για τη Ρωσία μπορεί να προέλθει μόνο από μια σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αλλά αυτό δεν είναι πιθανόν να συμβεί. Η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας βλέπει το Brent να σταθεροποιείται φέτος στα επίπεδα που κυμαίνεται αυτές τις μέρες, και να πέφτει κατά 7% το 2024. Αυτό θα σήμαινε ότι η τιμή διαπραγμάτευσης του ρωσικού αργού θα κυμαίνεται περίπου στα 55$/βαρέλι, αν υποθέσουμε μια τρέχουσα έκπτωση της τάξης του 30% σε σχέση με την τιμή αναφοράς.
Εάν οι προβλέψεις είναι σωστές, η Ρωσία αντιμετωπίζει την προοπτική δύο μακρών ετών δημοσιονομικής ασφυξίας, με την κύρια πηγή ανακούφισης να προέρχεται από το Πεκίνο. Η υποταγή στην Ανατολή μοιάζει με το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την επιθετικότητα έναντι της Δύσης.