Αρχική » Ο Παναγιώτης Κονδύλης και η Εκκλησία* (Α΄ μέρος)

Ο Παναγιώτης Κονδύλης και η Εκκλησία* (Α΄ μέρος)

από Μιχάλης Μερακλής

του Mιχάλη Μερακλή, ομ. καθηγητή Λαογραφίας

Δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 12

Δύο κύριες παράμετροι της «φιλοσοφίας» του νεο­ελληνικού Διαφωτισμού είναι η αρχαιοελληνική γραμ­ματεία και η Εκκλησία. Η τελευταία, με την έντονη διαπλοκή και διασύνδεσή της με όσα συμβαίνουν σ’ αυτά τα χρόνια, διαφοροποιεί καθοριστικά την παραλ­λαγή του νεοελληνικού Διαφωτισμού από εκείνες των άλλων χωρών της Ευρώπης. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει οπωσδήποτε εκτενέστερος λό­γος για τη σχέση της Εκκλησίας με το νεοελληνικό, πάντα, Διαφωτισμό.

Έχουν γραφεί πολλά για την καταρχήν αρνητική στά­ση που τήρησε η Εκκλησία απέναντι στο κίνημα του Δια­φωτισμού, γενικότερα στο άνοιγμα προς τα φώτα της Ευρώπης. Έχουν γραφεί τόσα πολλά, ώστε έχει μάλλον διαμορφωθεί μια πεποίθηση, ότι η αρνητική αυτή στάση είναι απόλυτη. Αντιστικτικά επιχειρώ εδώ το μετριασμό της εντύπω­σης αυτής, με την παράθεση τεκμηρίων, που θα συνηγο­ρούν, όπως νομίζω, υπέρ μιας διαφορετικής (ας μην πω αντίθετης) εκδοχής.

Έχω ήδη και σε άλλα σημεία υπενθυμίσει, ότι κληρι­κοί υπήρξαν οπαδοί ή, καλύτερα, από τους πρωταγωνι­στές του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο εκδότης του Λόγιου Ερμή, ο Άνθιμος Γάζης, δεν είταν η μοναδική περίπτωση, κάθε άλλο. Ήδη ο ένας από τους δύο δια­δόχους του στην έκδοση του περιοδικού, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, είταν επίσης κληρικός (ο άλλος, ο Κων­σταντίνος Κοκκινάκης, είταν έμπορος). Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και μοναχοί. Ο Γαζής λ.χ. πληροφο­ρεί (ΛΕ, 1814-1815, σ. 93), ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα «εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν Σχολείον, των οποίων οι ηγούμενοι και οι περί αυτούς μοναχοί, αισθανθέντες τα από της φιλοσοφίας καλά, οικεία προαιρέσει, πληρόνουσι τον ετήσιον μισθόν του φιλοσόφου διδασκάλου»… για να καταλήξει: «Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκ­κλησιαστικοί! Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γέ­νος, όταν οι ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερα– τεύσωσιν» (ό.π.).

Η «Εκκλησία της ορθοδόξου πίστεως των Γραι­κών» στο Λιβόρνο από παλιά έτρεφε «δι’ ιδίων αυτής εξόδων» τρεις νέους ομογενείς για να σπουδάζουν «εις τας κυριωτέρας και καλυτέρας της Ιταλίας Ακα­δημίας». Αυτό κάνει και το 1816 με τους «εν Λιβόρνω Γραικούς της Ανατολικής Εκκλησίας», καλώντας, σε συνεννόηση με τις «σχολές» της Αθήνας, των Ιωαν­νίνων και της Χίου, από έναν, βεβαιωμένα ορθόδοξο χριστιανό, νέο, για τετραετείς σπουδές, «όπου θέλουν καταγίνονται διά να τελειοποιηθώσιν εις τα μα­θήματα της Γεωγραφίας[1], Λογικής, Μεταφυσικής, Φυ­σικής, Φυσικής Ιστορίας, Μαθηματικών, Αστρονομίας, Βοτανικής, Χημείας, Ανατομίας και Φυσιολογίας, εις τους οποίους διόλου απαγορεύονται τα της Ιατρικής και Χειρουργίας μαθήματα». Μπορούν ακόμα, αν υπάρχει η λύση, «να σπουδάσωσιν οι νέοι, αντί των ειρημένων επιστημών, την Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν και Ζωγραφικήν» (ΛΕ, 1814, 200–1).

Στη σχετική ανακοίνωση των επιτρόπων της Εκκλησίας διαβάζουμε στην τελευταία παράγραφο: «Αυτή, φίλτατοι ομογενείς, η μικρά συνεισφορά γίνεται υπέρ την δύναμίν μας διά τα υπερβολικά της Εκκλησίας μας έξοδα και αδιακόπους βοηθείας και ελεημοσύνας, προς τους καθ’ ημέραν εδώ ερχομένους πτωχούς και δυστυχούντας ομο­γενείς μας, όμως να βοηθήσωμεν και εκ του υστερήματος μας απεφασίσαμεν, όχι μόνον διά να κάμωμεν το απαιτούμενον χρέος μας, αλλά και σας να ενθαρρύνωμεν προς την ένδοξον των κοινωφελών αγώνων σας εξακολούθησιν» (σ.103). «Ο Έρως της παιδείας, διαβάζουμε στο ΛΕ (1818, 463), ανάπτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων αυξάνει καθημερινώς.… τα σχολεία πολλα­πλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των (…) το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σαφώς των τέκνων της τα έργα».

Το περιοδικό κηρύσσει «τα ευαγγέλια», πληροφορεί ευφρόσυνα για τον ενθρονισμό, για τρίτη φορά, στον «οικουμενικόν πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινου­πόλεως» του Γρηγορίου, ο οποίος γνώριζε «εκ πείρας» ότι «μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη», γι’ αυτό «εφρόντισε κατά τας προλαβούσας εποχάς διά την διάδοσιν της ελληνικής παιδείας». Στην πρώτη πατριαρχία του «εσύστησε το ελληνικόν τυπογραφείον της Κωνσταντινουπόλεως», στη δεύτερη «εφρόν­τισε περί συστάσεως και ανεγέρσεως σχολείων ελληνι­κών καθ’ όλον το γένος» (ΛΕ, 1819, 113 κ.ε.). Σε επόμε­νο τεύχος της ίδιας χρονιάς (του Μαΐου) αφιερώνεται και «Ωδή οφειλομένη εις τον Παναγιώτατον, θειότατον και οικουμενικόν πατριάρχην κύριον κύριον Γρηγόριον», υπό Ν.Δ. (σ. 309–10)· αποσπώ τους στίχους:

Η της Εκκλησίας Μούσα,

και η θύραθεν (η κοσμική) αυτή,

ήδη ευτυχώς σκοπεύουν,

την αμάθειαν τοξεύουν.

Παραπέμπω, στην απλώς ενδεικτική αυτή παράθεση παραδειγμάτων, και σε εγκύκλιο συνοδικό γράμμα (1819, σ. 679), όπου εξαίρεται η «καθομιλουμένη διάλεκτος» ως «χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και χριστιανικού γέ­νους», που πρέπει να μείνει «καθαρόν και ακέραιον», ενώ χαιρετίζεται η ίδρυση «κοινής σχολής των ελληνικών μαθη­μάτων επί κοινή επιδόσει των εκεί ομογενών» και ζητεί­ται η συνδρομή από όσους «αδελφούς» μπορούν.

Μελέτημά του παιδαγωγικό ο Κωνσταντίνος Κούμας το τελειώνει μ’ αυτό τον τρόπο: «Υμέτερον είναι το έρ­γον, ΓΡΗΓΟΡΙΕ ΚΛΕΙΝΕ, εις τον οποίον ενεπίστευσεν η θεία Πρόνοια την ευτυχίαν και σωτηρίαν του ορθοδόξου πληρώματος (…). Εκτέλεσον το λαμπρότατον τούτο έργον, και αινέσουσί σε πάσαι αι γενεαί!» (ΛΕ, 1819, σ.748). Για το Γρηγόριο είναι βέβαιος ο Κούμας, ότι θα συστήσει, μορφώνοντας ανάλογα, «θεολογικά σχολεία», από τα οποία θα προκύψει γενικότερη βοήθεια, γιατί θα πάψουν οι παιδαγωγοί στα «κοινά σχολεία» να διδά­σκουν στα παιδιά «ν’ αναγινώσκωσι μηχανικώς την Οκτώηχον και το Ψαλτήριον, τρίβοντας εις αυτά ικανόν μέρος του χρόνου της ηλικίας των» (σ. 740).

Ο γιατρός Πέτρος Ηπίτης, από την Οδησσό, όπου τον εντυπωσίασε η δραστηριότητα της ελληνικής παροικίας, γράφει σε γράμμα του στον Κοπιτάρ[2]: «Προχθές εδέχθην επιστολήν εκ Κωνσταντινουπόλεως δηλωτικήν, ότι εις την Άνδρον εσύστησε σχολείον ο Ιερολογιώτατος διδάσκαλος Σαμουήλ, το οποίον επροικίσθη παρά του Παναγιωτάτου μας Πατριάρχου με το Μοναστήριον των Τρομαρχιών ονομαζόμενον. Επειδή δε εξεύρω, ότι υπεραγαπάς τους Γραικούς, και επιθυμείς την εις τα καλά προκοπήν των, και εις τούτο προθυμείσαι, όσον δύνασαι, να τους συνδράμης και με λόγον και με έργον, διά τούτο σ’ εμπερικλείω το περί ταύτης της αφιερώσεως ίσον[3] απαράλλακτον του συνοδικού Σιγιλίου διά να κηρύξης, ότι τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς, και διά να αποστομώσης τους όσους φλυαρούν, ότι οι υπηρέται του Πατρός των φώτων αγαπούν το σκότος, διά να μη φαίνωνται τάχα αι ρυτίδες των» (ΛΕ, 1818, 588).

Από την άλλη μεριά, κοσμικοί διαφωτιστές κάνουν φα­νερή τη διάθεση και την πρόθεσή τους σύμπλευσης με την Εκκλησία στο έργο τους. Δίνω και εδώ μερικά χαρα­κτηριστικά παραδείγματα. Το 1812 εκδίδονται στη Βιέν­νη τρεις Φυσικές, του Κούμα, του Βαρδαλάχου, του Δη­μητρίου Δάρβαρη. Και οι τρεις, ομολογείται, «σκοπούσιν εν ταυτώ να πολεμήσωσι την άλογον δεισιδαιμονίαν του όχλου».… στο Λόγιον Ερμή παρατίθεται ολόκληρο από­σπασμα από το προοίμιο της Φυσικής του Δάρβαρη, όπου καταδικάζονται τέτοιες δεισιδαιμονικές προλήψεις (για βρικόλακες, κομήτες κ.λπ). Ωστόσο ζητείται η συν­δρομή των «ιεροκηρύκων», αφού τέτοιες προλήψεις εί­ναι αντίθετες «και εις την ιεράν ημών θρησκείαν» (1817, 581, σημ. (των εκδοτών) α΄)[4].

Οι εκδότες του περιοδικού δεν παραλείπουν κάθε τόσο να τονίζουν το θετικό ρόλο της Εκκλησίας (και της Θείας Πρόνοιας) στην καταπολέμηση της αμάθειας, που εκτρέφει τη δεισιδαιμονία: «αν και το Γένος πάσχη πολ­λά και δεινά, των οποίων αρχή και ρίζα είναι η αμάθεια, μ’ όλον τούτο η Θεία Πρόνοια δεν το εγκατέλιπε παντάπασιν, αλλά κινεί κατά καιρούς τοιούτους ευεργετικούς άνδρας».… όπως είναι οι φίλοι και φορείς των ιδεών του Διαφωτισμού (ΛΕ, 1818, σ. 84).

Επιγραμματικά τονίζει την ανάγκη σύμπλευσης και συντονισμού σχολείων και Εκκλησίας ο Κωνσταντίνος Ασώπιος στην Τεργέστη τον Απρίλιο του 1817: «εις την σημερινήν ημών κατάστασιν άλλο δεν εμπορούμεν να πράξωμεν, ίνα πολιτισθώμεν, όσον το δυνατόν, παρά τα δύο ταύτα να επιμεληθώμεν, τον ιερόν άμ­βωνα και πολύ περισσότερον τα σχολεία», αφού δεν μπορούμε, λέει στη συνέχεια, να έχουμε θέατρα και δικαστήρια (ΛΕ, 1817, σ. 366)[5]

Και ο Πετράκης Ηπίτης σε ομιλία του εναντίον της δεισιδαιμονίας, στην οποία παραθέτει πλείστες όσες, σε λειτουργία τότε, πρακτικές λαϊκής ιατρικής και συναφείς δοξασίες, ζητάει απ’ τον ιεροκήρυκα να συστρατευθεί στον αγώνα για την καταπολέμηση της (ΛΕ, 1816, 403 κ.λπ.).

Ο Στέφανος Καραθεοδωρής σε ομιλία του, εξ αφορ­μής του διορισμού του ως «αρχιδιδασκάλου» στο ελλη­νικό φιλολογικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως, τόνισε με­ταξύ άλλων: «Αλλ’ αν κατά το ιερόν στόμα της Εκκλη­σίας ήναι τόσον απαραίτητος η ανάγνωσις της θείας Γραφής εις έκαστον χριστιανόν, άλλο τόσον φυσικά είναι και τα ελληνικά (αρχαία) γράμματα, δι’ ων εννοούνται τα θεία βιβλία, εις των οποίων την συχνήν μελέτην και ανάγνωσιν αναποφεύκτως διοριζόμεθα από τους θείους πατέρας και απ’ αυτόν τον σωτήρα μας, «ερευνάτε τας γραφάς»» (ΛΕ, 1820, σ. 560).

Οι πιστοί έξαλλου, όσοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παρακολουθούσαν την κυκλοφορία των ιδεών αυτών, συμ­μετείχαν, συνδυάζοντας, από τη μεριά τους, επιθυμία για προαγωγή της παιδείας και σωτηρία της ψυχής τους. Χα­ρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταγόμενη από τη Σιάτιστα, κάτοικος Ιασίου, Βασιλική Νικολοπούλου, η οποία στέλνει στις 30/11/1816 γράμμα στον πατριάρχη και του γνωστοποιεί πως ο αδελφός της, που καταγινόταν «εις την τέχνην της φαρμακοποιίας» στο Ιάσι, έχει πεθά­νει πριν από έξι χρόνια «αδιάθετος», ώστε η περιουσία του να έχει περιέλθει σ αυτήν, ως «γνησίαν αδελφήν αυ­τού», και στα τέσσερα παιδιά μιας δεύτερης αδελφής, νε­κρής ήδη στην πατρίδα τους…» και αποφάσισε αυτή το ένα τρίτο της κληρονομημένης περιουσίας (40.000 γρόσια πε­ρίπου) «να αφιερωθή προς ψυχικήν σωτηρίαν και αιώνων μνημόσυνον του τεθνεώτος εις σχολείον Ελληνικών μαθη­μάτων και παιδείας λογικής της εκείσε νεολαίας, το οποί­ον εκ του καρπού και διαφόρου των τεσσαράκοντά που τούτων χιλιάδων γροσίων να οικονομήται εις τον εξής χρόνον ακαταπαύστως». Ζητεί από τον πατριάρχη να εκδώ­σει «πατριαρχικόν σιγγίλιον προς σύστασιν της σχολής εν τη κωμοπόλει της Σιατίστης» και να ορίσει ότι ο μητρο­πολίτης Συσάκου (στη «διοίκηση» του οποίου υπαγόταν η Σιάτιστα), μαζί με άλλους παράγοντες, να εκλέξουν δά­σκαλο (ΛΕ, 1817, 92)[6]

Υπάρχουν και οι απαραίτητες ενδείξεις, ότι οι άνθρωποι συνέρρεαν στους ναούς. Μια τέτοια είναι και η ακό­λουθη, σε επιστολή ενός A.M. από τη Σμύρνη, προς τον Κοκκινάκη, που τον πληροφορεί για το σχολείο που λει­τουργούσε εκεί, όπου δίδασκε ο πολύς –ιερωμένος, βέ­βαια– Κωνσταντίνος Οικονόμος: «έχει ο ανήρ ούτος και προτέρημα θαυμαστόν, και ίσως μόνον εις αυτόν εκ των διδασκάλων μας ιδιάζον, το απ’ Άμβωνος κήρυγμα του Ευαγγελικού λόγου, διά του οποίου έλκει πληθύν ακροατών εις τας Εκκλησίας, και εκπλήττει καθ’ ένα. Ήκουσα, φίλε, εφέτος τας διδαχάς του, και ένθους γενό­μενος, ηναγκάζομην εσωτερικώς να του κροτήσω τας χεί­ρας, εάν δεν μ’ εμπόδιζεν η αιτουμένη εν τοις θείοις ναοίς ευσχημοσύνη» (ΛΕ, 1816, σ.206).

νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 12


[1] Η Γεωγραφία τοποθετείται πρώτη: είναι, γνωστή η σημασία που αποδίδουν οι άνθρωποι του Διαφωτισμού σ’αυτήν, όντας κιόλας οι ίδιοι κινητικότατοι και πολυτάξιδοι έμποροι και ναυτικοί, κι όχι μόνο. Δίνω δύο παραθέματα: «Ότι η γεωγραφία είναι μία των ωφελιμωτάτων και αναγκαιοτάτων επιστημών εις κάθε ανθρώπου κλάσιν (ενν. τάξη), βέβαια κανείς δεν αμφιβάλλει». … ευνοείται με τη γνώση της η «ναυτική», το εμπόριο, η επικοινωνία, η ανταλλαγή έργων του πολιτισμού. «Εις την παρούσαν ευτυχή της Ελλάδος αναγέννησιν, οπόταν η προ πολλού αποδημήσασα φιλοσοφία επι­στρέφει βαθμηδόν με όλην την ακολουθίαν της εις την πατρώαν γην, το γένος έχει μεγάλην ανάγκην από εντελή γεωγραφίαν γενικήν, και περισσότερον από την της Ελλάδος» (ΛΕ, 1816, σ. 126). … «Αι ωφέλειαι, αι οποίαι προξενούνται εις εν έθνος από τας γνώ­σεις της Γεωγραφίας, είναι σχεδόν φανεραί εις κάθε γνωστικόν και φιλομαθή άνθρωπον» (ΛΕ, 1820, σ. 261). Τα δύο σχεδόν ταυτό­σημα αυτά χωρία, που απέχουν μεταξύ τους τέσσερα χρόνια, μαρ­τυρούν πως το εγκώμιο, ο υπερθετικός έπαινος της γεωγραφίας, είχε καταστεί κοινός τόπος στην περίοδο του διαφωτισμού. Φυσικά οι έμποροι πρωτοστατούσαν στην αναγωγή της σε πρώτη επιστήμη: «Περιττή πολυλογία ήθελεν είναι το να αριθμήσωμεν τας προξενουμένας ωφελείας εις τον άνθρωπον από την σπουδήν της Γεωγρα­φίας, διότι χωρίς αυτής η Ιστορία και η Φυσική είναι ατελείς, και η Πολιτική και η Ηθική ελλιπέσταται»: Νικολάου Παπαδοπούλου, Ερμής ο Κερδώος, ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια,Βενετία 1815– 1817, σ.ή. (στο: Γιώργος Ν. Βλαχάκης, «Διερευνώντας τη διεπιστη­μονική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης κατά τον πρώιμο 19ο αιώνα. Η περίπτωση του Κερδώου Ερμή», Νεοελληνικός Διαφωτι­σμός (απόπειρα μιας νέας ερευνητικής συγκομιδής). Πρακτικά Πα­νελλήνιου Συνεδρίου, Κοζάνη 8–10 Νοεμβρίου 1996, Δήμος Κοζά­νης, Κοζάνη 1999, σ. 44. Το έργο του ανατυπώθηκε το 1989 από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Μεταφέρω εδώ την αξιολόγηση του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη στην έκδοση: «Η Εμπορική εγκυκλοπαίδεια του Ν. Παπαδόπουλου είναι ο ψηλότε­ρος αναβαθμός για τη σύνταξη ολοκληρωμένου εμπορικού εγχειριδίου κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Η συγγραφή και η έκδοσή της εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την ακμή της ελληνικής εμπορικής τάξης και τη συνειδητοποίηση του ρόλου της στην κοινωνία της αναγεννώμενης εθνότητας» ( βλ. και Βλαχάκης, ό.π., σ.31).

[2] Για τον Κοπιτάρ βλ. εν εκτάσει στο βιβλίο του Miodrag Ibrovac, Claude Fauriel et la fortune européenne des poésies populaires grecque et serbe : étude d’histoire romantique, suivie du Cours de Fauriel la Poésie populaire des Serbes et des Grecs, professé en Sorbonne 1831-1832.  1966 (σημ. 45).

[3] Δημοσιεύεται στις σ. 535–603, όπου διαφαίνεται πάντως ένα συντηρητικό πνεύμα (πατριάρχης είναι ο Κύριλλος).… αλλά δεν θα είταν ορθό να γενικεύουμε: είδαμε και στα εδώ παραδείγματα, ότι οι προσπάθειες της Εκκλησίας δεν αποκλείουν, κατά κανόνα, και τα θετικά μαθήματα.

[4] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κείμενο κηρύγματος Γερμανού ιε­ροκήρυκα για τη δεισιδαιμονία, που δημοσιεύεται μεταφρασμένο (ό.π., σ. 579-87). Αξιοσημείωτο, ότι ο περίφημος θετικός επιστήμονας και δάσκαλος Βαρδαλάχος εκδίδει, ύστερα από δεκάχρονη εργασία, τα συγγράμματα Γρηγορίου του Θεολόγου (ΛΕ, 1814-1815, σ. 56-8).

[5]  Για τη θέση και τo ρόλο του θεάτρου στη θεωρία και πράξη του Διαφωτισμού βλ. W. Puchner, Hof-, Schul- und Nationaltheater der griechischen Aufklärung im europäischen Südosten, στο Maske und Kothurn, 21 (1975), σ. 235–62 και σε μεταγενέστερες εργασίες του ίδιου. … Δ. Σπάθης, Ο Διαφωτισμός και το νεοελληνικό θέατρο, Θεσσαλονίκη 1986. Παραπέμπω και σε σχετικές σελίδες του Λόγιου Ερμή: ΛΕ, 1818, 193–6, 576–82 (ο Λασσάνης γράφει για την παράσταση του θανάτου του Δημοσθένους του Πίκκολου).… 587 (από επιστολή του Ηπίτη στον Κοπιτάρ). Μεταφέρω και την ακόλουθη περικοπή από ομιλία του «διδασκάλου» Ιωάννη Μακρή στην Οδησσό, για τους εκεί Έλληνες: «Ανύψωσαν, τέλος, και θέατρον ελληνικόν μέγα και λαμπρόν, το οποίον εθεωρούσαν όχι μόνον ως μέσον αθώον διατριβής και διαχύσεως (ενν. διασκέδασης), αλλά περισσότερον ως μέσον συντηρητικόν (που συντηρεί, διατηρεί) της Ελληνικής γλώσσης μεταξύ των αλλογλώσσων, ως ακόνην και αναπτυκτήριον δραστικώτατον των νοερών του ανθρώπου δυνάμεων, ως διδακτήριον των καθηκόντων εις πάσης τάξεως και πάσης ηλικίας ανθρώπους» (ΛΕ, Ό.π. σ. 593). Βλ. και 1819, σ. 359-6. Η φράση «μέσον συντηρητικόν της ελληνικής γλώσσηςμεταξύ των αλλογλώσσων» παραπέμπει και σ’ ένα υπαρκτό, όπως φαίνεται, πρόβλημα, που αντιμετώπιζαν οι ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Ένας επιστολέας (με τά αρχικά Ε.Π.) από τη Βιέννη γράφει σε φίλο του για «αδυναμίαν μεγάλην εις την ομιλουμένην ελληνικήν γλώσσαν (…) εκ μέρους και των 41 σχεδόν μαθητών του σχολεί­ου ».… «σχεδόν», γιατί, όπως διευκρινίζει, μερικά παιδιά, γεννημένα στην Ελλάδα ή σε άλλα «της Οθωμανικής επικρατείας μέρη, Γραικοί εκ Γραικών, εξεύρουν επομένως την μητρικήν των γλώσσαν, μαθόντες αυτήν εξ απαλών, ούτως ειπείν, ονύχων». Προβάλλει λοιπόν η ανάγκη, παρατηρεί ο ίδιος, να διδάσκονται οι νέοι «εν τω σχολείω καλώς εις την ομιλουμένην Ελληνικήν γλώσσαν». … έτσι δεν θα κουράζονται υπερβολικά στην εκμάθηση «της παλαιάς ελληνικής» (ΛΕ, 1816, σ. 359).

[6] Βλ. και 1818, σ.446-7. Ο Κοραής θα επαινέσει ονομαστικά τη Βα­σιλική για την ενέργειά της, στον Παπατρέχα (Α. Αγγέλου), σ. 62.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ