Οι πολιτικές ελίτ της Γηραιάς Ηπείρου είναι σε αναζήτηση νέων ενεργειακών εταίρων για την κάλυψη των κενών στην παραγωγή ενέργειας που δημιουργούνται από την ενεργειακή μετάβαση.
του Αναστάση Μπαλτατζή
Η ενεργειακή μετάβαση θέτει μία σειρά από προκλήσεις που πρέπει να υπερβληθούν για να γίνει ομαλά. Έτσι αυτή προϋποθέτει την επέκταση των υπάρχοντων ηλεκτρικών δικτύων, λόγω της ηλεκτροποίησης μεγάλου μέρους των ενεργειακών αναγκών που καλύπτονται σήμερα από ορυκτά καύσιμα, την μετατροπή του δικτύου φυσικού αερίου ώστε να μπορεί να μεταφέρει μεσοπρόθεσμα υδρογόνο και φυσικά την δυνατότητα κάλυψης των ενεργειακών αναγκών. Το τελευταίο αφορά τόσο τις απαιτούμενες ποσότητες όσο και τις τελικές τιμές ενέργειας, είτε αυτές αφορούν τα νοικοκυριά είτε την βιομηχανία. Οι μελέτες όμως για τις ενδοκοινοτικές δυνατότητες παραγωγής πράσινης ενέργειας και τις τελικές τιμές της υποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές είναι αναγκαίες. Έτσι οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ στρέφονται στην αναζήτηση χωρών-προμηθευτών πράσινης ενέργειας. Σε αυτόν τον τομέα οι χώρες της Αφρικής δείχνουν να κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος.
Μία από τις χώρες που προηγούνται στην κούρσα για τις εξαγωγές πράσινου υδρογόνου προς την ΕΕ είναι η Κένυα, έχοντας θέσει τον φιλόδοξο στόχο να παράγει το σύνολο των ενεργειακών της αναγκών από ΑΠΕ μέχρι το 2030. Στα πλαίσια της αφρικανικής συνόδου κορυφής για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Ναϊρόμπι η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Κενυάτης πρόεδρος Γουίλιαμ Ρούτο δρομολόγησαν την στρατηγική για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην χώρα. Από πλευράς της ΕΕ αναμένεται να διατεθούν 12 εκατ. € ως βοήθεια ανοικοδόμησης της τοπικής βιομηχανίας πράσινου υδρογόνου. Αυτά αποτελούν μόνο ένα μικρό κομμάτι από τα συνολικά 150 δισ. € που προβλέπεται να επενδυθούν στην Αφρική μέσω του προγράμματος της ΕΕ που φέρει το όνομα Global Gateway, ένα ποσό που αντιστοιχεί στα μισά χρήματα που προγράμματος [1].
Η Κένυα δεν είναι όμως η μόνη χώρα που έχει θέσει στο κάδρο τις εξαγωγές πράσινης ενέργειας προς την Ευρώπη. Μαζί με το Μαρόκο, την Αίγυπτο, τη Μαυριτανία, τη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική προχώρησαν τον περασμένο Μάιο στην ίδρυση της Αφρικανικής Συμμαχίας Πράσινου Υδρογόνου, ενώ στο τέλος του έτος αναμένεται να ενταχθούν στην συμμαχία και η Αιθιοπία με την Αγκόλα [3].
Μεταξύ αυτών των χωρών, το Μαρόκο έχει αποτελέσει έναν από τους δημοφιλέστερους στόχους των ευρωπαϊκών κρατών λόγω της γεωγραφικής του θέσης που συνεπάγεται και μικρότερα κόστη μεταφοράς της παραγόμενης ενέργειας και του φιλόδοξου πλάνου του για την ενεργειακή μετάβαση. Έτσι τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Γερμανία προσπαθούν να εξασφαλίσουν από τώρα την μελλοντική παραγωγή πράσινης ενέργειας της χώρας. Η πρώτη ονειρεύεται ένα αν μη τι άλλο φαραωνικό καλώδιο μήκους 4.000 χλμ. που θα συνδέει υποθαλάσσια τις δύο χώρες ενώ η δεύτερη ενισχύει οικονομικά πρότζεκτ πράσινου υδρογόνου στην χώρα [2,4].
Οι μελέτες δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες θα προκύψουν μελλοντικά κυρίως από τις βιομηχανίες της βόρειας Ευρώπης, καθώς η παραγωγή πράσινης ενέργειας στις χώρες της νότιας Ευρώπης φαίνεται ότι δε θα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των πρώτων. Αυτό το έχει καταλάβει από καιρό η Γερμανία η οποία μετά την χρόνια ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία στρέφεται πλέον στις αφρικανικές χώρες για τις μελλοντικές ενεργειακές τις ανάγκες. Στην σύνοδο κορυφής με τις αφρικανικές χώρες στο Βερολίνο στα μέσα Νοεμβρίου ο Γερμανός Καγκελάριος ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 4 δισ. € σε έργα πράσινης ενέργειας στην Αφρική μέχρι το 2030. Την ίδια στιγμή πολλές ιδιωτικές γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται ήδη εδώ και κάποια χρόνια στην Αφρική για την ανάπτυξη των δικών τους εργοστασίων παραγωγής πράσινου υδρογόνου [2,5].
Όπως διαφαίνεται οι κινήσεις προσέγγισης που έχουν γίνει ήδη έχουν είτε την μορφή επιδοτήσεων όπως στην περίπτωση της Κένυας και του Μαρόκο είτε απευθείας επενδύσεων από ιδιωτικές εταιρείες στις αφρικανικές χώρες όπως συμβαίνει στην Ναμίμπια, την Αλγερία, την Αγκόλα και τη Μαυριτανία. Παράλληλα υπάρχει και η πρόβλεψη αύξησης της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τις χώρες-παραγωγούς, με αυτή βέβαια να καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος των αναγκών τους.
Η τελευταία αυτή δυναμική δεν είναι αμελητέα και οι κοινωνικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα εγχειρήματα αυτά δεν θα πρέπει να υποτιμώνται. Αυτοί σχετίζονται άμεσα με τις συνθήκες διαβίωσης σε πολλές χώρες της Αφρικής, πράγμα που φάνηκε και στην περίπτωση του Νίγηρα το περασμένο καλοκαίρι. Η χώρα ήταν ένας από τους βασικούς υποψηφίους της ΕΕ για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου. Η πολιτική κατάσταση στην χώρα, η φτώχεια και η έλλειψη πόσιμου νερού (βασικού συστατικού για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου) δεν είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψιν, με την ανατροπή της πολιτικής κατάστασης εκεί να ακυρώνει τα όποια πλάνα της ΕΕ. Έτσι επί παραδείγματι και στην Ναμίμπια, ο μισός πληθυσμός περίπου δεν έχει πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα.
Η Ευρώπη βλέπει στην Αφρική τη δημιουργία μίας μελλοντικής μπαταρίας πράσινης ενέργειας και οι κυβερνήσεις των κρατών της δράττονται της ευκαιρίας ώστε να εξάγουν ενέργεια στην Γηραιά Ήπειρο. Οι όποιες πιθανές εξαγωγές της πολύτιμης -για την (βόρεια) Ευρώπη- ενέργειας χωρίς πρώτα να έχουν επιλυθεί βασικά προβλήματα θα σήμαινε πολύ πιθανώς μικρή αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες, με τα όποια πιθανά αποτελέσματα. Παράλληλα η διείσδυση της Τουρκίας και της Κίνας στην Αφρική, αν και δεν φαίνονται να ρίχνουν αρχικώς το βάρος στις πράσινες ενεργειακές συνεργασίες θα πρέπει να ληφθούν και αυτές υπόψιν.
[3]: https://www.gtai.de/de/trade/afrika/branchen/wasserstoff-entwicklungschance-fuer-afrika–1045798