1,1K
Συγγραφέας: Λαμπρινή Θωμά
Άρδην τ. 59
Φέτος, στη Λατινική Αμερική, τιμούν με σειρά εκδηλώσεων τα σαράντα χρόνια από τη δολοφονία του Καμίλλο Τόρρες, του ιερέα που στάθηκε ο θεμέλιος λίθος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική, πριν καν ο όρος γεννηθεί. Ο Καμίλλο δολοφονήθηκε το 1966, ενώ η ιστορική σύμβαση δέχεται ότι η θεολογία της Απελευθέρωσης γεννιέται στο Μεντεγίν της Κολομβίας το 1968, κατά τη Δεύτερη Σύνοδο των Λατινοαμερικανών ρωμαιοκαθολικών επισκόπων. Με το πέρας της, η Σύνοδος αυτή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία κατηγορούνταν τα βιομηχανικά κράτη ως υπεύθυνα για την καταλήστευση του Τρίτου Κόσμου κι άρα τη φτώχεια, τις αρρώστειες, την αγραμματοσύνη. Το κείμενο αυτό (με τίτλο Teologia de la liberacion) είχε συνταχθεί από τον Περουβιανό θεολόγο και ιερέα Γουσταύο Γκουτιέρρες.
Επισήμως, λοιπόν, ο Καμίλλο Τόρρες δεν ανήκει σε αυτό το ρεύμα. Όπως ίσως ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν ανήκει στους βαπτισθέντες αγίους. Ανεπισήμως, και το κυριότερο, στη συνείδηση του λαού του, ο Καμίλλο είναι ο πρωτομάρτυρας του θεολογικού αγώνα για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων και την ανακατανομή του πλούτου.
Το θεολογικό κίνημα της Απελευθέρωσης πάντρεψε τον ρωμαιοκαθολικισμό με την πολιτική δράση κι έφερε πολλούς καρπούς. Η «εξέγερση των ιερέων και των θεολόγων» έφερε κοντύτερα στους καταπιεσμένους λαούς της Λατινικής Αμερικής τους πιστούς της Δύσης, προσέφερε στη δημιουργία νέων κινημάτων (μεταξύ των οποίων και αυτό των Ζαπατίστας) αλλά και στη γέννηση του πρόσφατου ρεύματος προς την Ορθοδοξία που παρατηρείται σε Κεντρική και Νότιο Αμερική, και συνδέεται με την επιστροφή στην επαναστατική ρίζα της Χριστιανοσύνης, χωρίς όμως να υπερτερεί η πολιτική της πίστης.
Για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, η δράση των χριστιανών όφειλε να είναι πολιτική και να αφορά στην κατάργηση της φτώχειας μέσα από την καταστροφή των δομών που την προκαλούν και την αποτίναξη του όποιου ζυγού. Το «φωνή λαού, οργή Θεού» είναι κυριολεκτικό για τους θεολόγους της Απελευθέρωσης. Ο Θεός «μιλάει» μέσω των αδυνάτων, εκεί πρέπει να τον αναζητεί κανείς, στον «ελάχιστο των αδελφών», και οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί οφείλουν να τείνουν ευήκοον ους. Στις περιοχές που ενέδωσαν στη νέα λατινοαμερικανική θεολογία, η οργάνωση των κοινοτήτων (communidades), που θυμίζει πολύ τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, είχε σα στόχο να απαντά και στις πνευματικές αλλά και στις υλικές ανάγκες των «κομμουνάριων». Η Θεολογία της Απελευθέρωσης ουσιαστικά έδινε σχήμα σε όσα αυθόρμητα είχε πιστέψει, πει και δημιουργήσει ο παπα-Καμίλλο.Η βιογραφία ενός επαναστάτη παπά
Ο Χόρχε Καμίλλο Τόρρες Ρεστρέπο γεννήθηκε στην Μπογκοτά το 1929, γόνος μίας από τις γνωστότερες και πλουσιότερες οικογένειες του τόπου. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ισπανία, το Βέλγιο και την Κολομβία. Σπούδασε νομικά, θεολογία και κοινωνιολογία. Πίστεψε σε μεγάλη ηλικία και αποφάσισε να χειροτονηθεί ιερέας μετά την επαφή του με τον Αββά Πιέρ και την οργάνωσή του, «Σύντροφοι των Εμμαών», που ήδη δρούσε βοηθώντας τους αδυνάτους στο Παρίσι.
Ο Χόρχε Καμίλλο Τόρρες Ρεστρέπο γεννήθηκε στην Μπογκοτά το 1929, γόνος μίας από τις γνωστότερες και πλουσιότερες οικογένειες του τόπου. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ισπανία, το Βέλγιο και την Κολομβία. Σπούδασε νομικά, θεολογία και κοινωνιολογία. Πίστεψε σε μεγάλη ηλικία και αποφάσισε να χειροτονηθεί ιερέας μετά την επαφή του με τον Αββά Πιέρ και την οργάνωσή του, «Σύντροφοι των Εμμαών», που ήδη δρούσε βοηθώντας τους αδυνάτους στο Παρίσι.
Η απόφαση της ιεροσύνης δεν ήταν αποδεκτή από την οικογένειά του. Όπως θα εξομολογηθεί η μητέρα του, Ισαβέλλα Ρεστρέπο – Γκαβιρία*, ήταν η ίδια που προσπάθησε να τον μεταπείσει. «Δέστε, εγώ είμαι πάντα μια επαναστάτρια κι αντικληρική. Πάνου απ’ όλα αντικληρική. Ποτέ δε θέλησα να γίνει ο γιος μου παπάς. Για πολύ καιρό πίστευα ότι η ιεροσύνη ήταν λάθος για κείνον, για τον ανθρωπισμό του, για τις ευγενικές, γενναίες φιλοδοξίες του. Όμως, πολύ αργότερα, που το ξανασκέφτηκα λόγω της σύντομης ζωής του Καμίλλο, καταστάλαξα πως, αν δεν αφιερωνόταν με τόση αγάπη στην ιεροσύνη, δεν θα είχε κατανοήσει σε βάθος τα προβλήματα του φτωχού λαού μας, δε θα είχε δοθεί στον πολιτικό αγώνα και δε θα είχε τόση πεποίθηση στην αποστολή του. Μια αποστολή η οποία, παρά τη σύντομη ζωή κι ιεροσύνη του Καμίλλο, άφησε βαθιές ρίζες στο λαό κι είχε παγκόσμια απήχηση».
Με την επιστροφή του στην Μπογκοτά, ο Καμίλλο αναλαμβάνει ιερέας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Χάρη στο πτυχίο της κοινωνιολογίας, μόλις η σχετική σχολή ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο, του δίδεται καθηγεσία. Πολύ γρήγορα είναι ο αγαπημένος δάσκαλος και παπάς των φοιτητών, κυρίως δε των ριζοσπαστών. Είναι πάντα παρών στις αναζητήσεις των νέων, όντας ένας δυναμικός νέος άνδρας κι ο ίδιος, άλλωστε. Το ράσο δεν τον βαραίνει αλλά μάλλον απελευθερώνει τις εντός του δυνάμεις. Η απόφασή του να προχωρήσει, ως κοινωνιολόγος, στη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων της Κολομβίας, ειδικά μάλιστα πάνω στα φαινόμενα βίας, τους εξαθλιωμένους των τενεκεδουπόλεων, την ταξική ψαλίδα, τα προβλήματα των αγροτών, του εξασφαλίζει έτσι κι αλλιώς μεγάλο ακροατήριο μεταξύ των διψασμένων για δικαιοσύνη φοιτητών. Δεν του αρκεί. Η δράση είναι στη φύση του. Ιδρύει το «Κίνημα Πανεπιστημιακών και ελευθέρων επαγγελματιών για την κοινοτική ανάπτυξη» και λαμβάνει μέρος στην επεξεργασία ενός νομοσχεδίου το οποίο υποτίθεται ότι θα οδηγούσε τη χώρα στον κοινοτισμό.
Ο Καμίλλο δεν υπήρξε ποτέ, δεν δήλωσε ποτέ κομμουνιστής. Δήλωνε «παπάς χριστιανός κι άρα επαναστάτης». Ωστόσο, χαρακτηρίστηκε κομμουνιστής το 1962, όταν η άρνησή του να εγκαταλείψει δύο φοιτητές του, οδήγησε στην αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο. Οι δύο νεαροί, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχαν πάρει μέρος σε μια διαδήλωση η οποία κατέληξε βίαια. Ο πρύτανης θεώρησε αυτούς τους δύο υπεύθυνους για τις ταραχές, χωρίς να πραγματοποιηθεί καμμία καταγγελία ή έστω επίσημη προανάκριση, και τους απέβαλε οριστικά από το Πανεπιστήμιο. Οι συμφοιτητές τους ξεκίνησαν απεργία από τα μαθήματα. Ο Καμίλλο υπήρξε ακριβοδίκαιος. Καταδίκασε τη βία και τις ταραχές, αλλά στάθηκε στο πλευρό των αδικηθέντων. Ο αρχιεπίσκοπος της Μπογκοτά ζήτησε τότε την παραίτηση του παπα-Καμίλλο κι από τη θέση του ιερέα του Πανεπιστημίου κι από την έδρα που κατείχε. Ο Καμίλλο υπάκουσε. Ωστόσο, η «ρετσινιά» του «κομμουνιστή παπά», που του κόλλησε ο συντηρητικός Τύπος κι η κυβέρνηση, θα τον χαρακτήριζε για πάντα.
Η επόμενη θέση του Καμίλλο είναι ως εφημέριος στη Βερακρούς της Μπογκοτά. Και πάλι δεν περιορίζεται στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Συνεχίζει την επιστημονική του δουλειά, δίνει το παράδειγμα για την αγροτική μεταρρύθμιση δημιουργώντας μια υποδειγματική φάρμα στο Γιοπάλ και βοηθώντας τους αγρότες να οργανωθούν σε συνεταιρισμούς. Όσο η δράση του επεκτείνεται τόσο μαζεύονται γύρω του οι αδύναμες τάξεις, οι νέοι κι οι αντικαθεστωτικοί διανοούμενοι, και τόσο η επίσημη εκκλησία τον πιέζει, του ζητάει να παρατήσει αυτά τα «κομμουνιστικά» πράγματα και του τάζει πλουσιοπάροχα ανταλλάγματα.
«Μια φορά ήρθανε σπίτι και του είπανε: “Πάτερ, έτοιμη είναι για σένα η μάγκνα κάπα του καρδινάλιου. Φτάνει να γράψεις στη Ρώμη δύο λέξεις ότι είσαι διατεθειμένος να οδηγήσεις τους οπαδούς σου στα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, μακριά από το αντάρτικο. Φτάνει να το δηλώσεις και αμέσως γίνεσαι καρδινάλιος, πρίγκιπας της εκκλησίας”. Ο Καμίλο είχε μια φράση να απαντάει σε αυτές τις προσφορές: “Δεν είμαι για πούλημα, αμίγκος”», θυμάται η μητέρα του. Βεβαίως, δεν τον κατατρέχουν μόνο οι αρχές και το ιερατείο. Τον κατατρέχουν, τον κατηγορούν και τον φοβούνται και οι κομμουνιστές, που δεν μπορούν να «χωνέψουν» το ράσο του Καμίλλο. Τίποτε όμως δεν τον σταματά. Σκέφτεται σοβαρά τη δημιουργία ενός λαϊκού κινήματος που θα προσφέρει τη δυνατότητα για «λαϊκή επαναστατική δράση με νόμιμα μέσα». Ο λαός είναι ο μόνος για τη γνώμη του οποίου ενδιαφέρεται, κι ο λαός είναι μαζί του. Η «Πλατφόρμα για ένα κίνημα Λαϊκής Ενότητας», που ανακοινώνει ο ίδιος στο Μεντεγίν, τον Μάρτιο του 1965, φέρνει κοντά του χιλιάδες νέους, χιλιάδες φτωχούς, χιλιάδες λαϊκούς ανθρώπους. Η πλατφόρμα γίνεται αφορμή για την ίδρυση του «Ενιαίου Μετώπου» της Κολομβίας, στο οποίο μετέχουν όλες οι δυνάμεις, από τους σοσιαλδημοκράτες κι αριστερότερα. Όμως, οι περισσότερες ομάδες, γκρούπες ή κόμματα, αποσκιρτούν πολύ γρήγορα. Όταν, μάλιστα, ο Καμίλλο προτείνει γενική αποχή για τις επερχόμενες εκλογές του 1966, όσοι στόχευαν σε εκλογικά οφέλη, φεύγουν μαζικά. Απ’ όλα τα κόμματα και τις ομάδες, μόνο οι χριστιανοί σοσιαλδημοκράτες έμειναν ως το τέλος μαζί του, κι ας τους κόστισε την ευλογία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αυτή η επιλογή.
Εκείνη την εποχή, ο Καμίλλο συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν περιθώρια πια για ειρηνικό αγώνα – όχι στην πατρίδα του, τουλάχιστον. Αποφασίζει να βγει στην παρανομία, στο αντάρτικο. Μάλιστα, επειδή θα πάρει όπλο, με επιστολή του στις 20 Μάρτη του 1965, ζητεί από την αρχιεπισκοπή της Μπογκοτά τον αποσχηματισμό του. Του αρνούνται και παράλληλα τον καλούν σε απολογία, ενώ με ανακοίνωσή τους «ενημερώνουν» τον λαό ότι «οι δραστηριότητες του πατέρα Καμίλλο Τόρρες είναι ασύμβατες με την ιερατική στολή που φέρει», την οποία και δεν του επιτρέπουν να βγάλει.
Ο Καμίλλο εντάσσεται στον παράνομο και φιλοκουβανικό Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης. Η έλευσή του φέρνει και δεκάδες άλλους πολίτες καθημερινά. Ο απλός λαός, οι χωρικοί, οι αγρότες, οι νέοι, ακολουθούν το παράδειγμά του, κι η ζωή του κινδυνεύει κάθε μέρα και περισσότερο. Η μητέρα του θυμάται:
«Ήξερα πως θα τον σκοτώνανε. Κάθε τόσο τον ρωτούσα: “Δε βλέπεις που θα σε δολοφονήσουν, Καμίλλο;”. Και κείνος: “Ναι, μανούλα, θα με δολοφονήσουν. Μα πριν με σκοτώσουν, θα προλάβω να κάνω κάτι καλό για τους αδελφούς μου”. Ήταν σίγουρος πως θα τον σκοτώσουν, όπως κι εγώ, που υποτάχτηκα σιγά σιγά σε αυτή την ιδέα. “Θα σε σκοτώσουν, γιατί είσαι ένας πρόδρομος”. Γελούσε. “Όπως και να χει, μανούλα, θα με βγάλουν απ’ τη μέση”. […] Για τούτο, όταν πηγαίναμε σε αγροτικές περιοχές, στα χωριά, για κήρυγμα, κι οι φίλοι του του προσφέρανε πιοτό ή φαγητό, με τρόπο τραβούσα το ποτήρι ή το πιάτο και τα δοκίμαζα πρώτη: φοβόμουν πως θα τον δηλητηριάσουν».
Ο Καμίλλο είναι στο στόχαστρο των αρχών, που ανακουφίζονται με τη δολοφονία του. Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν, «την Τρίτη, 15 Φλεβάρη 1966, στη διάρκεια μιας συμπλοκής με αντάρτες, μια μονάδα της Πέμπτης Ταξιαρχίας σκότωσε πέντε ενόπλους. Ένα από τα πτώματα πιστοποιήθηκε ότι ήταν το πτώμα του Καμίλλο Τόρρες Ρεστρέπο». Ήταν η πρώτη του μάχη. Δεν είχε προλάβει να σκοτώσει κανέναν.
*Τα αποσπάσματα της συνέντευξης της Ισαβέλλας Ρεστρέπο είναι από το βιβλίο «Καμίλο Τόρρες, Λαϊκή Ενότητα, Επανάσταση και άλλα κείμενα», εκδ. Μνήμη, Αθήνα 1974.