του Γιώργου Καραμπελιά
Προδημοσίευση από την Εισαγωγή του βιβλίου του συγγραφέα, Η ελληνική Αναγέννηση (1700-1922) Μέρος πρώτο, Η παλιγγενεσία(1700-1821), Τόμος Α΄, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2015 από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Το βιβλίο αποτελεί τη συνέχεια του βιβλίου, 1204, Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού.
Η ενασχόλησή μου, μακρά και συστηματική πλέον, με την ιστορία του νεώτερου ελληνισμού υπήρξε συνέπεια της συνειδητοποίησης του «ιστορικού» χαρακτήρα της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Σε μια συγκυρία βαθύτατης κρίσης του υπαρκτού ελληνισμού –ενώ μετεωριζόμεθα, κυριολεκτικώς, μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και της τευτονο-φραγκικής Δύσης–, αναγκαία προϋπόθεση, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως αυτόνομο συλλογικό υποκείμενο, είναι η συναγωγή των διαγραμματικών συμπερασμάτων της ιστορικής μας διαδρομής, ώστε να επιχειρήσουμε, in extremis, να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό του «καημού της ρωμιοσύνης». Όσο αυτός δεν επιλύεται, και βέβαια όχι απλώς ως θεωρητικό ή ιστοριογραφικό εγχείρημα, αλλά εν τοις πράγμασι, απειλούμεθα, κυριολεκτικώς, με ιστορική έκλειψη.
Η συνείδηση της παρακμής του «γένους» με παρακίνησε, και όχι μόνο εμένα, προφανώς, να διερευνήσω τις αιτίες που μας άφησαν «λειψούς». Αναζητώντας λύση στα δραματικά αδιέξοδα που βιώνουμε, κινούμενος μεταξύ θεωρητικής αναζήτησης, ιστορικής έρευνας και δημόσιας παρέμβασης, κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτή δεν μπορεί να ανευρεθεί αν δεν επιχειρηθεί ένας απολογισμός της ιστορικής πορείας του νεώτερου ελληνισμού, που αριθμεί πλέον οκτώ ή δέκα αιώνες.
Αυτή η «παράκαμψη» μέσω της ιστορικής μας διαδρομής καθίσταται περισσότερο επείγουσα και αναγκαία καθώς συνειδητοποιούμε πως η ίδια η ιδιοπροσωπία του ελληνικού έθνους –κατ’ εξοχήν του νεώτερου ελληνισμού– είναι ιστορικής υφής, δηλαδή μπορεί να αντικρύσει το ίδιο του το μέλλον μόνον εφ’ όσον έχει μια βαθειά συνείδηση και γνώση της ιστορικής του διαδρομής και της ιστορικής του συνέχειας. Και παρότι κάτι ανάλογο ισχύει καθολικότερα, για όλους τους λαούς και τα έθνη, καθίσταται αποφασιστικής σημασίας για τους νεώτερους Έλληνες, δεδομένης της ιδιαίτερης ιδιοπροσωπίας μας.
Το κινεζικό έθνος, επί παραδείγματι, έχει συγκροτηθεί σε έθνος- κράτος από το 220 π.Χ. και χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την κεντρομόλο τάση μιας στροφής προς το εσωτερικό του, προς διασφάλιση της εσωτερικής συνοχής. Γι’ αυτό, μέχρι πρόσφατα, απέρριπτε κάθε εξωτερική «περιπέτεια» και προέκρινε την εσωτερική οικοδόμηση, εξ ου και η ονομασία «Αυτοκρατορία του κέντρου», την οποία επιβεβαίωσε τον 15ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας απαγόρευσε κυριολεκτικώς τα μεγάλα υπερπόντια ταξίδια. Η ιστορία αποτελεί βέβαια σημαντική παράμετρο για ένα τόσο παλιό ιστορικό έθνος – ίσως το παλαιότερο έθνος-κράτος στην ιστορία–, αλλά τα μεγέθη, ο όγκος και η συνοχή του είναι τέτοια ώστε η επιβίωσή του δεν εξαρτάται τόσο καθοριστικά από τη συνείδηση της ιστορικής του διαδρομής, όπως συμβαίνει με μας.
Σε αντίθεση με την Κίνα, η δυτικοευρωπαϊκή ιδιοπροσωπία είναι εξωστρεφής και αποικιακού χαρακτήρα, με αποκορύφωμα το αμερικανικό έθνος που συγκροτήθηκε γύρω από το αίτημα του νέου «συνόρου», με το οποίο έφθασε από την ανατολική ακτή των ΗΠΑ στη δυτική, κατέλαβε το μισό Μεξικό, ενσωμάτωσε τη Λουιζιάνα, για να φθάσει σήμερα στο… Αφγανιστάν. Η ιδιοπροσωπία του αμερικανικού έθνους θα αναζητηθεί στην κατάκτηση ενός διαρκώς «νέου συνόρου», μιας γεωγραφικής, οικονομικής (Wall Street) ή πολιτισμικής (Hollywood) επέκτασης.
Η εβραϊκή ιδιοπροσωπία είναι ιστορικο-θρησκευτική, δηλαδή η ίδια η ιστορική διαδρομή και η συγκρότηση του εβραϊκού έθνους πραγματοποιείται αποκλειστικώς μέσω της θρησκείας. Η θρησκευτική ιστορία του εβραϊσμού ταυτίζεται με την κοσμική του ιστορία.
Για τους νεώτερους Έλληνες, το άλλοτε υπαρκτό πολιτισμικό, γεωγραφικό και πληθυσμιακό βάθος έχει αντικατασταθεί, ολοκληρωτικά σχεδόν, από το ιστορικό βάθος. Εξ ου και οποιοδήποτε «υψηλό» όραμα συναρτάται και αποτελεί στην ουσία ένα όραμα ιστορικού χαρακτήρα. Κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν το πρόταγμα της «Μεγάλης Ιδέας» που εύρισκε τις ρίζες του στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους. Σήμερα, εκ του αντιθέτου, η πλήρης απουσία οράματος των εγχώριων πολιτικών και πνευματικών ελίτ συναρτάται με την έλλειψη ή, ακόμα χειρότερα, τη λοβοτομή της εθνικής μας συνείδησης ως μίας κατ’ εξοχήν ιστορικής συνείδησης, ως συνείδησης μιας ιστορικής συνέχειας. Εάν το σύγχρονο ελληνικό έθνος αποκοπεί από αυτή την ιστορική συνείδηση, θα πάψει, κυριολεκτικώς, να υπάρχει ως αυτόνομο συλλογικό υποκείμενο. Συναφώς, οποιαδήποτε οραματική πρόταση για την έξοδο της χώρας από μια κρίση, που ενίοτε προσομοιάζει με επιθανάτιο ρόγχο, για όσο ακόμα αυτή είναι δυνατή, προϋποθέτει ανυπερθέτως την ανάκτηση και εμβάθυνση μιας ιστορικής συνείδησης που ακρωτηριάζεται άκριτα και ασύστολα τις τελευταίες δεκαετίες.
Ένας πολιτισμός στα σύνορα των κόσμων, που πιέζεται πρωτίστως από την Ανατολή και τη Δύση και δευτερευόντως από τον Βορρά, μπορεί να διακρίνει την οποιαδήποτε πολιτική και κοινωνική διέξοδο στα παρόντα αδιέξοδά του μόνον καθόσον αποκτήσει συνείδηση των μεγάλων ιστορικών ρευμάτων και των γεωπολιτικών εξελίξεων. Εάν οι Έλληνες «ξεχάσουν» την ιστορία τους –ως συνέπεια και της πρωτοφανούς παραχάραξής της, κατά τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια–, τότε, ούτε μπορούν να θέσουν προτεραιότητες ούτε να διακρίνουν το κύριο από το δευτερεύον· ένα «μεγάλο έθνος», από την άποψη της πολιτιστικής και ιστορικής του κληρονομιάς, κινδυνεύει έτσι να καταλήξει ένα ασταθές ανασφαλές και συρρικνούμενο βαλκανικό κρατίδιο, στραμμένο κατ’ εξοχήν στους στενούς ορίζοντες της παροντικότητας και των εσωτερικών διαμαχών, ανίκανο να αντιμετωπίσει τα κατακλυσμικά ιστορικά ρεύματα της εποχής μας· μόνο η ανασύνδεση με την ιστορία μας και η ανασυγκρότηση της ιστορικής μας συνείδησης μπορεί να προσφέρει τις κατευθύνσεις, τουλάχιστον, μιας διεξόδου.
Προφανώς, η ανάκτηση αυτής της ιστορικής συνείδησης δεν είναι κάτι το απλό ή το εύκολο. Διότι αυτό το «μαρμάρινο κεφάλι» μιας μακραίωνης ιστορίας κινδυνεύει, από την άλλη, «να εξαντλήσει τους αγκώνες μας». Κινδυνεύει να μας οδηγήσει στην απραξία κατέναντι στο μέγεθος μιας ιστορίας που φαντάζει δυσβάστακτη για τις μικρές, στενές μας πλάτες. Γι’ αυτό και, σε αυτή την απόπειρα, πολλοί χάνονται μέσα στα τενάγη του Μαραθώνα, στα πεδία των Γαυγαμήλων και του Ματζικέρτ, αδυνατώντας να πραγματοποιήσουν την απαραίτητη διάκριση που χαρακτηρίζει μια εδραία και ισορροπημένη συνείδηση. Πολλοί Έλληνες θα μένουν έκθαμβοι μπροστά στο ιστορικό κατόρθωμα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αλλά θα κινδυνεύουν με πνευματική στείρωση, όπως συνέβη με έναν μεγάλο αριθμό λογίων μας κατά το παρελθόν – ακόμα και ο μεγάλος Ευγένιος Βούλγαρης θα επιχειρεί να επαναφέρει την αρχαία Ελλάδα μιλώντας τη γλώσσα της και έτσι θα καταδικαστεί σε αποκοπή από τους σύγχρονους Έλληνες, που τόση ανάγκη είχαν από τη σοφία και τη λογιοσύνη του. Άλλοι, ακόμα και σήμερα, θα αναζητούν απεγνωσμένα μια «επιστροφή» στον Γρηγόριο Παλαμά και τον ησυχασμό, παραθεωρώντας πως μια τέτοια επιστροφή, σήμερα, θα σήμαινε την καταδίκη μας σε ιστορική εξαφάνιση, δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε το πολιτισμικό και πληθυσμιακό βάθος για μια επιγενέστερη επανάκαμψη.
Η ανάκτηση της ιστορικής συνείδησης δεν σημαίνει λοιπόν, απλώς το βύθισμα σε έναν κυκεώνα γεγονότων, παραστάσεων και αναπαραστάσεων, αλλά τη διάκριση εκείνων των χαρακτηριστικών στοιχείων που σφραγίζουν την πορεία ενός έθνους, ακόμα και όταν πρόκειται για μια πορεία από το ζενίθ της Σαλαμίνας στο ναδίρ του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το σημαντικότερο ίσως βιβλίο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, που εξέδωσε λίγο πριν τον θάνατό του, το 1891, Τα διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του ελληνικού έθνους[1], όπου επιχειρεί να συναγάγει κάποια γενικά συμπεράσματα από το σύνολο της ιστορικής μας διαδρομής, είναι μάλλον το πλέον άγνωστο από τα έργα του, ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται κυριολεκτικά στο προσκεφάλι όλων των Ελλήνων. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του έργου είναι η προσπάθεια της διάκρισης. Πώς, δηλαδή, από ένα σύνολο γεγονότων και επεισοδίων της ιστορίας, θα διακρίνουμε αυτά που έχουν καθολική ισχύ και μπορούν να φωτίσουν τον δρόμο μας σήμερα.
Αυτές οι σκέψεις δεν αποτέλεσαν την ενσυνείδητη αφετηρία της μακράς πλέον ενασχόλησής μου με τη νεώτερη ελληνική ιστορία, αλλά ερμηνεύουν ή προσπαθούν να ερμηνεύσουν ex post το γιατί και το πώς μιας τέτοιας ενασχόλησης. Όταν, είκοσι χρόνια πριν, άρχισα να στρέφω το ενδιαφέρον μου προς τη συστηματική μελέτη της νεώτερης ιστορίας μας, δεν είχα συγκροτήσει θεωρητικά την έννοια του ιστορικού χαρακτήρα της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. «Σπρώχτηκα», κυριολεκτικώς, προς τα εκεί μέσα από το αδιέξοδο στο οποίο φαινόταν να καταλήγει η ελληνική μεταπολίτευση, η οποία, από τη δεκαετία του 1990 και στο εξής, μεταβλήθηκε σε ένα εγχείρημα κατάργησης ή παραχάραξης αυτής της ιδιοπροσωπίας. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης και η παρασιτική ενσωμάτωση της Ελλάδας σε αυτήν απαιτούσαν τη ριζική διαγραφή/αναθεώρηση αυτής της συνείδησης. Εκ του αντιθέτου δε, κάποιοι, όπως ο υποφαινόμενος, οδηγηθήκαμε σταδιακώς στην αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης και της ολοκλήρωσής της.
Είχαμε πλέον κατανοήσει πως η περιπέτεια της παρασιτικής προσκόλλησής μας στη Δύση, που είχε αρχίσει πολλούς αιώνες πριν, οδηγούνταν σε πλήρες αδιέξοδο, ενώ ταυτόχρονα, από τα ανατολικά, καραδοκούσε πάντοτε ο νεο-οθωμανισμός για να καρπωθεί τα ερείπια του σύγχρονου ελληνισμού, κατά τον ίδιο τρόπο που το 1453 είχε αποτελέσει απλώς την ολοκλήρωση του 1204. Συνειδητοποιήσαμε, λοιπόν, πως όλα τα μεγάλα οικουμενικά απελευθερωτικά κινήματα και αιτήματα των δύο προηγούμενων αιώνων δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν με θετικό και οργανικό τρόπο για την Ελλάδα και τους Έλληνες παρά μόνον εάν περνούσαν μέσα από τη βάσανο και την κρησάρα της ιδιοπροσωπίας μας, ώστε να καταστούν κτήμα μας. Αρχίσαμε να κατανοούμε πως η κοινωνική απελευθέρωση ή η οικολογική ισορροπία δεν μπορούν να επιτευχθούν με δάνεια σχήματα και παραμορφωτικούς καθρέφτες, αλλά μόνον εάν είχαν υποστεί μια βαθύτατη «ελληνοποίηση» και «ιστορικοποίηση».
Άσχετα με το αν κανείς απορρίπτει ή αποδέχεται κοσμοθεωρητικά την μεταφυσική ενός σύμπαντος δημιουργημένου από τον Θεό των ορθοδόξων χριστιανών, είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει πως η ορθοδοξία υπήρξε ουσιώδες συστατικό της ταυτότητας του νεώτερου ελληνισμού – κατ’ εξοχήν του τουρκοκρατούμενου και φραγκοκρατούμενου. Η ορθοδοξία αποτελεί στοιχείο της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και η παραθεώρησή της οδηγεί στην άρνηση αυτής της ίδιας της ιδιοπροσωπίας. Γι’ αυτό και ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της ταυτότητάς μας δεν μπορεί να εδράζεται στην εκρίζωση της παράδοσής μας, που οδηγεί στην εξαφάνισή μας, αλλά συνιστά έναν εκσυγχρονισμό αυτής της παράδοσης.
Μέσα από αυτή την πορεία κατανόησης της ιστορικής μας διαδρομής, διαπίστωσα πως, στη μακρά πορεία των εννέα ή δέκα αιώνων του νέου ελληνισμού, δύο μεγάλες ιστορικοί περίοδοι σφράγισαν τις τύχες μας και εν τέλει προδιέγραψαν και τη σημερινή μας πορεία. Η πρώτη, κατά την περίοδο 1204-1453, διαμορφώνεται οριστικά ο νεώτερος ελληνισμός μέσα από την αντίστασή του στη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή, πριν υποκύψει, το 1453. Κατά την δεύτερη, 1700-1922, ο ελληνισμός, μετά από αιώνες κρίσης και υποχώρησης, δοκιμάζει να ανασυγκροτήσει την πνευματική και πολιτειακή του αυτονομία, επιχειρώντας μια «αναγέννηση». Από την εξέταση αυτών των περιόδων –την πρώτη προσέγγισα με το βιβλίο μου, 1204, Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, και τη δεύτερη εγκαινιάζω με την ανά χείρας μελέτη–, διακρίνουμε τις γεωστρατηγικές σταθερές του ελληνικού κόσμου, στα σύνορα τριών ηπείρων, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, θετικά και αρνητικά, όπως διαμορφώθηκαν τόσο από τη μακρά διαδρομή των ελληνικών χιλιετιών, όσο και κατ’ εξοχήν από την ιστορία των τελευταίων αιώνων. Αιώνες κατά τους οποίους η ιστορία μας μοιάζει να εξελίσσεται σε ένα mutatis–mutandis σταθερό γεωστρατηγικό πλαίσιο, παρά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί στο πεδίο της οικονομίας, των κοινωνικών δομών, του υλικού πολιτισμού. Η τουρκική Ανατολή, η φραγκική Δύση και ο σλαβικός Βορράς ήταν και είναι εδώ, ως γεωπολιτικές σταθερές που επιβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές σχέσης ανάσχεσης, συμμαχιών. Σημειώνει συναφώς ο Λευκάδιος πολιτικός αγωνιστής και ποιητής, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:
“Διατρέχων την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστορίαν από της πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρατήρησα ότι αι εποχαί άπασαι συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι και ότι η χρονολογία αποβαίνει περιττή. Η σελίς αυτή της Ελληνικής Ιστορίας η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών παθήματα και ελπίδας, σύγκειται εκ μιας μόνης περιόδου, βουστροφηδόν γεγραμμένης, εν ή η έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται βαίνουσα από την αρχήν και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος”[2].
Και συνεχίζει ο επίσης Λευκαδίτης Νίκος Σβορώνος, επιμένοντας στην αντιστασιακή ιδιοπροσωπία του νεώτερου ελληνισμού:
“Ο αντιστασιακός χαρακτήρας… διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων, στα νεότερα χρόνια”[3].
Η βασική αιτία της κακοδαιμονίας μας, του ανολοκλήρωτου του εθνικού χαρακτήρα και του ημιτελούς των προσπαθειών μας, βρίσκεται στη μακρόχρονη υποταγή μας στις δυνάμεις που, από τη Δύση ή την Ανατολή, επιχειρούν να υποτάξουν και να εξαλείψουν κυριολεκτικώς την ιδιοπροσωπία μας και την αυτόνομη ύπαρξή μας, πολιτισμική και πολιτειακή. Και αυτό δεν σημαίνει άρνηση των εσωτερικών αδυναμιών ή αντιθέσεων που διαπερνούν το σώμα του έθνους, αλλά την ένταξή τους στα πλαίσια μιας υπερκαθορίζουσας και εν τέλει κυρίαρχης αντίθεσης.
Αυτή η θεμελιώδης αντίθεση αποτελεί συνέπεια του γεγονότος πως αποτελούμε έναν χώρο των «συνόρων» μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, απαραίτητο σε όποιον θέλει να επιβάλει την ηγεμονία του στην ευρύτερη περιοχή, και ταυτόχρονα έναν πολιτισμό «ιδιαίτερο», διαφορετικό, ανυπότακτο, μη επιδεχόμενο ολοκληρωτική ένταξη ή απορρόφηση από τα μεγάλα γεωγραφικά, οικονομικά και πολιτισμικά συστήματα που μας περιβάλλουν. Και αυτό μαρτυρούν τόσο η «ανάδελφη» γλώσσα μας όσο και η θρησκευτική μας διαφοροποίηση έναντι Ανατολής και Δύσεως, καθώς και η μεγάλη και ιδιαίτερη πολιτισμική μας παράδοση. Κατά συνέπεια, η ενσωμάτωσή μας στο ανατολικό ή το δυτικό στρατόπεδο αντιστοίχως προϋπέθετε –και εν μέρει συνεχίζει να προϋποθέτει– την εξάλειψη της ιδιοπροσωπίας μας, είτε με γενοκτονίες ή εξισλαμισμούς, βίαιους ή όχι, είτε με την απορρόφησή μας σε ευρύτερα κρατικά σύνολα και πολιτισμικά στρατόπεδα.
Δυστυχώς η τεράστιας σημασίας γεωπολιτική θέση του ελληνικού χώρου, στη συμβολή τριών ηπείρων και περισσότερων θαλασσών, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε ανάπαυλα απέναντι στην πίεση που δεχόμαστε, προεξαρχόντως από την Ανατολή και τη Δύση, αλλά και εν μέρει από τον Βορρά
Σημειώσεις:
[1] Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Τα διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του ελληνικού έθνους τ, 2, ΣΔΩΒ, Αθήνα 1980.
[2]Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Προλεγόμενα στην Κυρά Φροσύνη», στο Αρ. Βαλαωρίτης, τ. Β΄, Ποιήματα και Πεζά, ό.π. σσ. 299-300· Σπ. Ασδραχάς, «Ο ζευγολάτης του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη», Πατριδογραφήματα, Πατριδογραφήματα, ΕΛΜ, Αθήνα 1999, σσ. 151-173.
[3] Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σσ 12-13.
4 ΣΧΟΛΙΑ
Eξαιρετικό το άρθρο σας κ.Καραμπελιά . Φωτίζει τα βαθύτερα αίτια της μακρόχρονης ελληνικής παρακμής . Διαφωνώ όμως ριζικά με την παρατήρησή σας ότι
“Σήμερα, εκ του αντιθέτου, η πλήρης απουσία οράματος των εγχώριων πολιτικών και πνευματικών ελίτ συναρτάται με την έλλειψη ή, ακόμα χειρότερα, τη λοβοτομή της εθνικής μας συνείδησης ως μίας κατ’ εξοχήν ιστορικής συνείδησης, ως συνείδησης μιας ιστορικής συνέχειας.”
Η λοβοτομή που πολύ σωστά αναφέρετε δεν έχει ξεκινήσει τις τελευταίες δεκαετίες αλλά με την απαρχή του ελλαδικού προτεκτοράτου . Αποδέχτηκε την πλαστογράφηση της ιστορίας μας υιοθετώντας την ιστορία της Ρωμιοσύνης όπως την έχουν παραχαράξει ο Καρλομάγνος και οι άλλοι Φράγκοι κατακτητές της Δυτικής Ρωμιοσύνης μας από τον 5ο αιώνα ΜΧ. Υιοθέτησαν τον όρο Βυζάντιο αντί του σωστού Ρωμανία – Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία -,παρουσιάζουν τους προγόνους μας Ρωμαίους ως κατακτητές ενώ είναι ελληνικής καταγωγής και αποκρύπτουν ότι η Ρώμη μας είναι αρχαία ελληνική αρκαδική αποικία από το 1240 πχ. Για του λόγου το αληθές ας διαβάσουμε τι γράφει ο π. Γ. Δ. Μεταλληνός τ. Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών
ΠΗΓΗ : http://www.hellinon.net/OnomaRomios.htm
Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία
Τού π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών
Πηγή: Βιβλίο τού π. Γ. Δ. Μεταλληνού: “Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;” σελ. 247 – 267.
Αδιάσειστα ντοκουμέντα εναντίον όσων αρνούνται να αποδεχθούν το όνομα “Ρωμιός” ως γνήσια Εθνικό μας όνομα, και συκοφαντούν τη Ρωμανία ως “Βυζάντιο”, συνεχίζοντας να παίζουν το παιχνίδι τών εχθρών τού έθνους μας. Το όνομα “Ρωμηός” δεν είναι παρά μια παραλλαγή τού “Ρωμαίος”, η οποία βρίσκεται σε χρήση τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, που εκφράζει την πολιτισμική και κρατική ενότητα τών Ορθόδοξων λαών τής Ρωμανίας. Χρησιμοποιούμε το “Ρωμηός” περισσότερο από το “Ρωμαίος”, όχι επειδή υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά, αλλά επειδή βρίσκεται χρονικά κοντύτερα σ’ εμάς και ο λαός μας το έχει συνηθίσει.
Οι Νεοπαγανιστές πολεμούν με μανία το όνομα «Ρωμηός» (= Ρωμαίος Ρωμαίος Ρωμηός) και την ιστορική του χρήση από εμάς τους Ορθοδόξους. Το πολεμούν δε, ακριβώς, διότι συνδέεται με την ορθοδοξο-πατερική παράδοση μας και χαρακτηρίζει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Έχω υπόψη μου, μεταξύ πολλών αντιρωμαίικων άρθρων, ένα σημείωμα του Δαυλού (αρ. 157, Ιανουάριος 1995, σ. 9308), υπογραφόμενο «Ο Μεταπολιτικός». Ο συντάκτης του άρθρου τονίζει με πάθος την κατ’ αυτόν «αντίθεση» των όρων Έλλην και Ρωμιός. («Έλληνας σημαίνει ελεύθερος [… ] από κάθε είδους δογματισμό, θρησκευτικό ή πολιτικό» — «Ρωμιός είναι ο ελληνόφωνος Χριστιανός του Ρωμαϊκού κράτους», (που) «πιστεύει, ότι ο ένας Θεός εκφράζεται από μία μόνο έννοια στη ζωή, την εβραϊκή» (και που) «έκαιγε στον Ιππόδρομο της Νέας Ρώμης Κωνσταντινούπολης τους αντιφρονούντες, τους αιρετικούς»). (Βέβαια, αν αυτή είναι η ιστορική αλήθεια δεν ενδιαφέρει τον «Μεταπολιτικό», που τροφοδοτεί με «σκύβαλα» (Φιλιπ. 3,8) τους αναγνώστες του). Ενδιαφέρον, για την φαινομενικά ουδέτερη και στην ουσία αντιεκκλησιαστική οπτική του, είναι και το άρθρο (με παραπομπές, πάντα) του φιλολογούντος κ. Μάριου Πλωρίτη, «Περί Ελληνοχριστιανισμού», στην εφημ. Το Βήμα (Κυριακή, 11 Ιουνίου 2000), στο οποίο εδίδετο μια ιστορική αναφορά στην χρήση του όρου Έλλην στην Χριστιανική διαχρονία.
Ποια είναι, λοιπόν, η σημασία των ονομάτων Έλλην και Ρωμηός και ποια η ιστορική τους σχέση και χρήση; Για την γραφή του ονόματος Ρώμη(ι)ος, επεκράτησε μεν σήμερα η γραφή Ρωμιός, υποστηριζόμενη από γλωσσολόγους. Επιμένω όμως στη μορφή Ρωμηός, όπως και ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, διότι το Ρωμηός προέκυψε από πτώση του τόνου στην «Βυζαντινή» δημοτική ποίηση (Ρωμαίοι – Ρωμηοί) χάριν του μέτρου. Αυτή δε την μορφή γνωρίζει και ο ποιητής Γ. Σουρής (Ρωμηός, 29. 12. 1901). Γράφει π. x.:
«κι είπεν ο χρόνος ο παληός,
έλα, καινούριε χρόνε,
να παραλαβής τους Ρωμηούς,
που τους Ρωμηούς των τρώνε.
[… ]
αθάνατο Ρωμαίικο να ζήσης χίλια χρόνια…»
Ο Γ. Σουρής ακολουθεί την (ορθή) ιστορική ορθογραφία. Παραθέτουμε στη συνέχεια δύο σχετιζόμενα με το πρόβλημα κείμενά μας:
Τα ονόματα Έλλην – Γραικός – Ρωμαίος (Ρωμηός)
Για το όνομα Ρωμηός (= Ρωμαίος) υπάρχει μεγάλη σύγχυση, σ’ εκείνους φυσικά που ερασιτεχνικά ασχολούνται με την ιστορία, ενώ όσοι έχουν τις επιστημονικές προϋποθέσεις μπορούν να κατανοήσουν την έννοια και ιστορική σημασία των εθνικών μας ονομάτων.
Το όνομα «Έλλην» είναι το κυριότερο όνομα του έθνους των Ελλήνων. Η έννοιά του όμως ποικίλλει κατά περιόδους και άλλοτε είναι φυλετική και άλλοτε εθνική ή πολιτιστική ή θρησκευτική, στους τελευταίους δε αιώνες καθαρά εθνική. Είναι όμως γεγονός, ότι (κατά τον Αριστοτέλη) αρχαιότερο είναι το όνομα Γραικός για το έθνος μας και με αυτό μας ονόμαζαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Από τον 8ο όμως αιώνα (Καρλομάγνος και το περιβάλλον του) το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας («Βυζάντιο») ονομαζόταν Γραικία και οι κάτοικοί της Γραικοί, αλλά με μειωτική έννοια (αιρετικοί και κίβδηλοι). Το υβριστικό αυτό υπόβαθρο διατήρησε το όνομα αυτό στα χείλη των δυτικών, ως τον αιώνα μας. Ενώ, λοιπόν, καυχώμεθα και για το όνομα μας αυτό (Γραικοί), όταν χρησιμοποιείται σε δυτικά κείμενα (παλαιότερα), πρέπει να γνωρίζουμε την αληθινή του σημασία.
Το όνομα Γραικός στη Δύση, από τον 8ο αιώνα, δηλώνει τον μη γνήσιο Ρωμαίο, διότι το όνομα Ρωμαίος διεκδικούσε ο φραγκολατινικός κόσμος. Το 962 ιδρύθηκε από τους απογόνους του Καρλομάγνου, του μεγαλύτερου εχθρού του Ελληνισμού, η «Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους», υποκαθιστώντας (θεωρητικά) την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως. Η Ενωμένη Ευρώπη, υπό την (πραγματική) ηγεσία της Γαλλίας (Φραγκιάς) και της Γερμανίας (Τευτονίας), δηλαδή των φραγκολατινικών εθνοτήτων (οι σημερινοί Άγγλοι είναι οι Νορμανδοφράγκοι και οι λαοί της Κεντρικής Ευρώπης οι Λομβαρδοφράγκοι), δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη διάλυση της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Ρωμανίας. Ρωμανία ονομαζόταν η αυτοκρατορία, που εκτεινόταν αρχικά σ’ Ανατολή και Δύση.
Είναι γεγονός, ότι το όνομα Ρωμαίος γενικεύθηκε στην (αρχαία) Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 212 (Constitutio Antoniniana του Καρακάλλα). Από το 330 όμως (εγκαίνια Νέας Ρώμης) η αυτοκρατορία γίνεται Χριστιανική και ελληνική (πλήρης εξελληνισμός από τον Ιουστινιανό ως τον Ηράκλειο, 6-7ος αι. ). Μη λησμονούμε, ότι και η Παλαιά Ρώμη (της Ιταλίας) έλαβε όνομα ελληνικό (Ρώμη), τον 4ο δε αιώνα π. Χ. Ονομαζόταν «πόλις ελληνίς» (Ηρακλείδης ο Ποντικός). Το 330 η νέα πρωτεύουσα της νέας Χριστιανικής αυτοκρατορίας (Μ. Κωνσταντίνος) ονομάσθηκε (όχι Κωνσταντινούπολη, αλλά) Νέα Ρώμη, διότι η Παλαιά Ρώμη μεταφέρθηκε ολόκληρη στην ελληνική Ανατολή (Translatio Urbis). Το όνομα Κωνσταντινούπολις θα της δοθεί ταυτόχρονα προς τιμήν του ιδρυτού της. Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (380, κανόνας γ’) και στην Δ΄ (451, καν. 28) λέγεται ρητά, ότι «εικότως» έλαβε η νέα πρωτεύουσα ίσα «πρεσβεία» με την Παλαιά Ρώμη, «δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Γι’ αυτό όλοι οι αυτοκράτορες, Έλληνες εκ καταγωγής στη συντριπτική τους πλειονότητα, ως τον ουσιαστικά Νεοέλληνα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο (+ 1453), θα ονομάζονται και θα αυτοκαλούνται «αυτοκράτορες των Ρωμαίων». Γιατί;
Από το 330 το όνομα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης είναι Ρωμανία. Το όνομα αυτό αναφέρεται ήδη τον 4ο αιώνα από το Μ. Αθανάσιο. Το όνομα Βυζάντιο για το κράτος θα εμφανισθεί για πρώτη φορά σε Φράγκους συγγραφείς — Ιερώνυμος Βολφ—το 1562. Πριν από το έτος αυτό ποτέ δεν ονομάσθηκε η αυτοκρατορία Βυζάντιο. Οι κάτοικοι του κράτους ονομάζονται Ρωμαίοι, μολονότι πολιτιστικά είναι όλοι Έλληνες και πνευματικά Ορθόδοξοι. Ελληνισμός ρωμαϊκός κρατικός φορέας και Ορθοδοξία είναι τα συστατικά μεγέθη της Νέας αυτοκρατορίας. Βέβαια, το κύριο στοιχείο της αυτοκρατορίας είναι οι εκ καταγωγής (φυλετικά, δηλαδή) Έλληνες.
Υπάρχουν πολύ απλές λύσεις στο θέμα της “ονοματολογίας” αλλό βέβαια υπάρχει εν γένει έλλειψη διάθεσης να υιοθετηθούν από το οποιοδήποτε κατεστημένο:
Ρωμαίοι, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: Το λατινικό κράτος της μετακλασσικής, μεταελληνιστικής αρχαιότητας με κέντρο την πόλη της Ρώμης στην Ιταλία
Δεύτερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Second Roman Empire), Δεύτερη Ρώμη (Second Rome), Ρωμανία ή Ρωμαΐς (Rhomais), Γραικορωμαίοι ή Ρωμηοί (Romaic People): το εξελληνισμένο κράτος, πληθυσμός και λαός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Μεσαίωνα με κέντρο την Κων/πόλη
Νέα Ρωμαΐς (New Rhomais), Νεορωμαίοι (Neo-Romans): Η κοινότητα των νεωτέρων χρόνων στα ευρύτερα πλαίσια της Αν. Μεσογείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούμενη από Γραικούς (που μπορεί να είναι ελληνόφωνοι όπως Τσάκωνες, Πόντιοι, Γκρίκο κλπ., τουρκόφωνοι π.χ. Καραμανλήδες, τουρκοκρητικοί κλπ., σλαβόφωνοι κλπ.) αλλά κι Αρβανίτες, Αρμάνους (γνωστοί κι ως Ελληνόβλαχοι), Ρωμανιώτες, Σεφαραδίτες κ.α. με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο, κατά συντριπτική πλειοψηφία κι ονομαστικά τουλάχιστον πιστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Νέας Ρώμης και γι’αυτό με εν γένει πολιτιστικό κέντρο κι αναφορά την Πόλη.
Ας μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά το έχουν τουλάχιστον όλες οι χώρες που προέρχονται από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Προέρχεται από την “αλλοτρίωση” (ας το πούμε έτσι) της εκκλησίας από την κοσμική εξουσία, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε και το σχίσμα ορθοδόξων – καθολικών και οι σταυροφορίες και οι προτεστάντες και η αποικιοκρατία και η χρησιμοποίηση του χριστιανισμού ως άλλοθι της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού και τα λοιπά και τα λοιπά. Η ιστορία ίσως πρέπει να διαβαστεί ανάποδα από ό,τι έκανε ο Μαρξ, ο οποίος παρεπιπτόντως αναποδογύρισε τον Χέγκελ. Αναποδογυρίζοντας όμως τον Μάρξ και λέγοντας ότι το πνεύμα προηγείται της ύλης και η πάλη του καλού και του κακού προσδιορίζει την ιστορία, προτείνω να μην ξαναγυρίσουμε στον Χέγκελ, ο οποίος χρησιμοποιεί την χριστιανική διδασκαλία για να εξυπηρετήσει την ιδεολογία του γερμανικού κράτους, όπως από την αρχή έκαναν όλα τα γερμανικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν από την αποσύνθεση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Προτείνω αντίθετα να καταφύγουμε στον ποιητή Σολωμό, ο οποίος στα ποιήματά του αποκρυσταλώνει με τον πιο έντιμο και διαυγή τρόπο την ελληνική εμπειρία της επανάστασης. Συγκεκριμένα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Σολωμός εκφράζει την εμπειρία των μαχητών του Μεσσολογγίου. Αυτή η εμπειρία είναι που κάνει τους Έλληνες πνευματικά πρωτοπόρους στην αντίσταση όλων των λαών της γης. Δεν μιλάμε μόνο για μεμονωμένους νεομάρτυρες που ξανάφεραν στην επικαιρότητα της ιστορίας την αντίσταση στην αυτοθεοποιημένη εξουσία και το μαρτύριο των πρώτων χριστιανών. Μιλάμε για μία συλλογική απόφαση μιας ολόκληρης πολης να αποφασίσει να αντισταθεί συνειδητά έως θανάτου μετατρέποντας την ατομική έως τότε εμπειρία σε συλλογική. Αυτή τη συνείδηση και εμπειρία εκφράζει ο Σολωμός όπως φαίνεται και στο κείμενο ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ και στα σχεδιασματα. Η όλη εμπειρία χαρακτηρίζεται σταυρός από το Σολωμό. Η αντίσταση για τη διάσωση της πίστης ταυτίζεται με την αντίσταση για τη διάσωση της πατρίδας και έτσι η ταυτότητα έλληνας και χριστιανός γίνεται μια ιερή (και μετά το μαρτύριό τους αγιασμένη) συλλογική ταυτότητα. Η εμπειρία αυτή προχωράει την ανθρώπινη ιστορία πολύ μπροστά, διότι συμπύκνωσε σε μία πράξη την αρχαία ελληνική προάσπιση της ελευθερίας της πόλης και το χριστιανικό μαρτύριο και με αυτο τον τρόπο προδιέγραψε την αντίσταση στην αλλοτριωμένη μορφή του χριστιανισμού, όταν αυτός θα θελήσει να στήσει την παγκόσμια δικτατορία. Μπορεί οι αλλοτριωμένοι έλληνες χριστιανοί να μην το ξέρουν πάνω σε τι βόμβα για το παγκόσμιο σύστημα κοιμώνται, αλλά οι εχθροί τους το ξέρουν πολύ καλά. Έχετε αναρρωτηθεί ποτέ γιατί άραγε δεν βρέθηκε ποτέ αυτό το ποίημα του Σολωμού, ενώ ο Πολυλάς το είχε δει και ακούσει ολοκληρωμένο; Μας διδάσκουν ότι ο ίδιος ο ποιητής το κατέστρεψε λέει από την τελειομανία του. Μας διδάσκουν ότι έχει πολύ δύσκολα και δυσνόητα νοήματα παρμένα από τον Πλάτωνα, τον γερμανικό ιδεαλισμό και ότι τέλος πάντων είναι πάρα πολύ υψηλό για να το καταλάβουμε. Έχετε αναρωτηθεί γιατί δεν υπάρχει ποτέ ούτε ένα πλάνο, ούτε μία αναφορά, ούτε ένα ντοκιμαντέρ για την ετήσια γιορτή που γίνεται καθε Κυριακή των Βαϊων στην Ιερά πόλη του Μεσολογγίου που γιορτάζει κάθε χρόνο την πραγματική ιστορικά ολοκληρωμένη ταυτότητά μας; Έχετε αναρωτηθεί γιατί μερικά χρόνια μετά την ηρωική αυτή έξοδο που προκάλεσε τεράστια εντύπωση στους λαούς της Ευρώπης εφευρέθηκε η “επιστημονική” θεωρία της επανάστασης από τον Μάρξ; Γιατί η θεωρία αυτή εγκλωβίζει τον άνθρωπο να παλεύει για την απλή επίβιωσή του, τα υλικά αγαθά, με μίσος και φθόνο; Ενώ ο Σολωμός λέει: “Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος μέσα εις τον οποίο κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμόσφαιρά του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση οπού αξίζει, τόσο για εκείνους που θέλουν να την βαστάξουν, όσο και για εκείνους που θέλουν να την αρπάξουν, και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της ανθρωπότητος”. Έχετε αναρωτηθεί γιατί η αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής που ξεκίνησε πρώτα αυθόρμητα και με αυτοοργάνωση (όπως τουλάχιστον γνωρίζω για τους μικρασιάτες πρόσφυγες του Ταύρου) και με πρότυπο την ελληνική επανάσταση, καπελώθηκε στη συνέχεια από τους ιδεολογικούς ακόλουθους της γερμανικής επανάστασης και η περιφρόνηση του θανάτου για χάρη του Χριστού και την πρόγευση της αθανασίας που χαρίζει από τώρα, αντικαταστάθηκε από τη λατρεία του νεανικού θανάτου, όπως φαίνεται από τα τραγούδια της ΕΠΟΝ; Έχετε καταλάβει ότι, ό,τι και να κάνουμε, όσο και να συρθούμε κάτω παρακαλώντας, οι Γερμανοί θέλουν να τελειώνουν μαζί μας, επειδή είμαστε οι δύο λαοί που κληρονομήσαμε την
ρωμαϊκή αυτοκρατορία και έχουμε πολύ διαφορετικές προτάσεις για την οργάνωσή της; Αυτούς δεν τους εμποδίζει να είναι πολλά διαφορετικά κράτη, ούτως ή άλλως έχουν μεγάλη συγγένεια μεταξύ τους και κοινή πολιτιστική γλώσσα και νοοτροπία, άλλωστε από την αρχή που κατέλαβαν την δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, πολλά βασίλεια ήταν. (Εμάς βρήκαν όμως να συκοφαντήσουν οι ιστορικοί τους, ότι τάχα οι ελληνικές πόλεις δεν κατάφεραν να ενωθούν, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο ελληνικός πόλεμος καμία σχέση δεν έχει με τον αιφνιδιαστικό πόλεμο της επιδρομής και της λεηλασίας που διδαχτηκαν από τους Ούννους. Ο ελληνικός πόλεμος γινόταν με συγκεκριμένους κανόνες και κατόπιν κοινής απόφασης και συμφωνίας και ήταν σαν μία προέκταση των αθλητικών αγώνων. Ήταν τελείως απαραίτητος για να ενηλικιώνονται οι άντρες και να ανεξαρτοποιούνται από τον οίκο, όπως φαίνεται στην Ιλιάδα με τον Αχιλλέα. Δεν εφηύραν οι Έλληνες τον θάνατο. Εφηύραν όμως την πολιτικοποίησή του και τη μετατροπή του σε κατόρθωμα. Το ίδιο έκαναν και με την τουρκική σκλαβιά.
OK