Αρχική » Η παγκοσμιοποίηση της φτώχειας

Η παγκοσμιοποίηση της φτώχειας

από Άρδην - Ρήξη

του Τέντυ Γκόλντσμιθ

Α­ντί να το πα­ρα­δε­χτούν πως πέ­φτουν ε­ντε­λώς έ­ξω, οι υπεύθυ­νοι των ορ­γα­νι­σμών του Bretton Woods ε­πι­μέ­νουν στο ό­τι η οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη εί­ναι η μό­νη δυ­να­τή λύ­ση, και υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι, αν δεν έ­χει λυ­θεί το πρό­βλη­μα, στο βαθ­μό που η φτώ­χεια ε­ξα­κο­λου­θεί να αυ­ξά­νε­ται, εί­ναι α­πλώς ε­πει­δή δεν υ­πήρ­ξε αρ­κε­τή α­νά­πτυ­ξη1! Ο Vinod Tomas, α­ντι­πρό­ε­δρος του το­μέ­α εκ­παί­δευ­σης της Πα­γκό­σμιας Τρά­πε­ζας2 βε­βαιώ­νει λοι­πόν ό­τι: “Για να α­να­στρα­φεί αυ­τή η τά­ση (η αύ­ξη­ση της φτώ­χειας) η οι­κο­νο­μι­κή ά­νο­δος εί­ναι α­πο­φα­σι­στι­κής ση­μα­σί­ας”. Παίρ­νει ως υ­πο­δειγ­μα­τι­κό μο­ντέ­λο τη Νό­τιο-Α­να­το­λι­κή Α­σί­α3: “Αν η νο­τί­ως της Σα­χά­ρας Α­φρι­κή εί­χε α­κο­λου­θή­σει αυ­τό το μο­ντέ­λο στη διάρ­κεια των τριών τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, τα βιο­τι­κά ε­πί­πε­δα θα εί­χαν αυ­ξη­θεί στο τε­τρα­πλά­σιο α­ντί να μεί­νουν πε­ρί­που στά­σι­μα και η φτώ­χεια θα εί­χε ε­λατ­τω­θεί α­ντί να ε­πε­κτα­θεί”4. Βε­βαί­ως, ξε­χνά­ει να πει ό­τι η φτώ­χεια έ­κα­νε ε­πί­σης προ­ό­δους και στη Νό­τιο- Α­να­το­λι­κή Α­σί­α, στη διάρ­κεια αυ­τής της πε­ριό­δου. Ε­κεί, και κα­τά τρό­πο προ­σω­ρι­νό, μό­νο μί­α ε­λίτ ε­πω­φε­λή­θη­κε α­πό έ­να οι­κο­νο­μι­κό μπουμ που δεν ή­ταν πα­ρά μια φού­σκα, η οποία τώ­ρα δέ­χτη­κε έ­να γε­ρό τρύ­πη­μα.
Ω­στό­σο, η ση­με­ρι­νή φτώ­χεια δεν εί­ναι τί­πο­τα συ­γκρι­νό­με­νη με ε­κεί­νη που θα α­κο­λου­θή­σει ό­ταν οι κυ­νι­κές πο­λι­τι­κές του ΠΟ­Ε1  θα έ­χουν ε­φαρ­μο­στεί πλή­ρως. Ας ε­ξε­τά­σου­με τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα δύ­ο εξ αυ­τών. Η πρώ­τη συ­νί­στα­ται στο να υ­πο­χρε­ω­θούν οι α­γο­ρές του Τρί­του Κό­σμου να α­νοί­ξουν σε τρό­φι­μα υ­ψη­λής ε­πι­δό­τη­σης προ­ερ­χό­με­να α­πό τις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Υ­πο­λο­γί­ζο­νται σε δύ­ο πε­ρί­που δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια οι μι­κρο­καλ­λιερ­γη­τές στις Ιν­δί­ες, την Κί­να, την Ιν­δο­νη­σί­α, την Τα­ϊ­λάν­δη και σε άλ­λα μέ­ρη της Νό­τιας και Νό­τιο-Α­να­το­λι­κής Α­σί­ας, ό­που κα­τά μέ­σο ό­ρο το μέ­γε­θος ε­νός κτή­μα­τος δεν ξε­περ­νά­ει με­ρι­κές δε­κά­δες στρέμ­μα­τα. Ε­λά­χι­στοι θα κα­τα­φέ­ρουν να ε­πι­βιώ­σουν με το ά­νοιγ­μα των α­γο­ρών τους, και το ί­διο ι­σχύ­ει α­να­φο­ρι­κά με τους τε­χνί­τες, τους μι­κρέ­μπο­ρους και τους υ­παί­θριους μι­κρο­πω­λη­τές που ε­ξαρ­τιού­νται σχε­δόν πλή­ρως α­πό την α­γρο­τι­κή κοι­νό­τη­τα. Στην πλειο­νό­τη­τά τους, αυ­τοί οι δυ­στυ­χείς θα α­να­γκα­στούν να α­να­ζη­τή­σουν κα­τα­φύ­γιο στις πιο κο­ντι­νές τε­νε­κε­δου­πό­λεις των με­γά­λων πό­λε­ων. Και ε­κεί, δί­χως γη που θα τους ε­ξα­σφα­λί­ζει την ε­πι­βί­ω­σή τους, δί­χως δου­λειά –κα­θώς τα ε­πί­πε­δα α­νερ­γί­ας αυ­τών των τε­νε­κε­δου­πό­λε­ων εί­ναι ή­δη τρο­μα­κτι­κά– και δί­χως βο­η­θή­μα­τα που να α­ντι­σταθ­μί­ζουν τις ε­παγ­γελ­μα­τι­κές τους α­πώ­λειες, θα κα­τα­λή­ξουν σε μια κα­τά­στα­ση πλή­ρους ε­ξα­θλί­ω­σης.
Ό­μως η κυ­ριό­τε­ρη συμ­βο­λή της οι­κο­νο­μι­κής α­νά­πτυ­ξης στην αύ­ξη­ση της πα­γκό­σμιας φτώ­χειας θα εί­ναι η ο­λο­έ­να διευ­ρυ­νό­με­νη εκ­πο­μπή ρύ­πων που συμ­βάλ­λουν στο φαι­νό­με­νο του θερ­μο­κη­πί­ου, υ­πεύ­θυ­νο για την κλι­μα­τι­κή υ­περ­θέρ­μαν­ση – πρό­κει­ται α­ναμ­φί­βο­λα για το σο­βα­ρό­τε­ρο α­πό τα προ­βλή­μα­τα που η αν­θρω­πό­τη­τα χρειά­στη­κε πο­τέ να α­ντι­με­τω­πί­σει. Πράγ­μα­τι, αν δεν ε­πέμ­βου­με ε­σπευ­σμέ­να για να α­να­στρέ­ψου­με αυ­τή την πο­ρεί­α, το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του πλα­νή­τη μας θα κα­τα­ντή­σει σύ­ντο­μα ου­σια­στι­κά α­κα­τοί­κη­το ε­ξαι­τί­ας κυ­μά­των καύ­σω­να, πλημ­μυ­ρών, ξη­ρα­σί­ας, κα­ται­γί­δων και της α­νύ­ψω­σης του ε­πι­πέ­δου της ε­πι­φά­νειας της θά­λασ­σας. Κα­θώς η κα­τά­στα­ση δεν θα πά­ψει να χει­ρο­τε­ρεύ­ει, ό­λα αυ­τά θα ο­δη­γή­σουν λί­γο πο­λύ σχε­δόν πα­ντού στον πλα­νή­τη σε ε­κτε­τα­μέ­νες με­τα­να­στεύ­σεις ε­ξα­θλιω­μέ­νων και μι­σο­πε­θα­μέ­νων α­πό την πεί­να προ­σφύ­γων. Αν συ­νε­χί­σου­με να μέ­νου­με ά­πρα­κτοι ως προς αυ­τό το ζή­τη­μα –και αυ­τό που ο­φεί­λει να γί­νει α­παι­τεί α­να­γκα­στι­κά την α­ντι­στρο­φή με­γά­λου α­ριθ­μού α­να­πτυ­ξια­κών δια­δι­κα­σιών– θα ε­ξα­φα­νί­σου­με στην ου­σί­α ο­λο­κλη­ρω­τι­κά τη φτώ­χεια, για­τί ο πλα­νή­της μας δεν θα μπο­ρεί πια να φι­λο­ξε­νεί πε­ρί­πλο­κες μορ­φές ζω­ής5 . Ι­δού λοι­πόν ποιο θα εί­ναι το α­πο­τέ­λε­σμα του πο­λέ­μου του ΠΟ­Ε ε­να­ντί­ον της φτώ­χειας.
Τι εί­ναι η φτώ­χεια;
Ό­μως ας ε­ξε­τά­σου­με πιο διε­ξο­δι­κά την έν­νοια της φτώ­χειας. Το πρό­βλη­μα εί­ναι ό­τι ο ό­ρος –ό­πως και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό τους ό­ρους που χρη­σι­μο­ποιού­με σή­με­ρα στις σο­βα­ρές α­να­λύ­σεις μας– πο­τέ δεν ο­ρί­σθη­κε σω­στά. Τα διε­θνή ι­δρύ­μα­τα που συ­στά­θη­καν για να α­σχο­λη­θούν με τα ό­λο και σο­βα­ρό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα του κό­σμου έ­χουν την τά­ση να την ο­ρί­ζουν με τρό­πο που να α­ντα­πο­κρί­νε­ται στις λύ­σεις που ο­φεί­λουν κα­τα­στα­τι­κά να προ­σφέ­ρουν, και που δι­καιο­λο­γούν την ύ­παρ­ξή τους. Κατ’ αυ­τό τον τρό­πο, οι ορ­γα­νι­σμοί του Bretton Woods δη­μιουρ­γή­θη­καν ει­δι­κά ώ­στε να χρη­σι­μεύ­σουν ως ερ­γα­λεί­α της υ­λο­ποί­η­σης των πο­λι­τι­κών που α­πο­φα­σί­στη­καν στη διά­σκε­ψη του Bretton Woods το 1944. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο ρό­λος τους εί­ναι να δη­μιουρ­γή­σουν μια σε συ­νε­χή ά­νο­δο α­γο­ρά α­γα­θών και υ­πη­ρε­σιών προ­σφε­ρό­με­νων α­πό τις δυ­τι­κές, και κυ­ρί­ως τις α­με­ρι­κα­νι­κές, ε­πι­χει­ρή­σεις, και ταυ­τό­χρο­να να προ­σφέ­ρουν σε αυ­τές τις τε­λευ­ταί­ες μια ό­λο και πιο ε­κτε­τα­μέ­νη πη­γή φτη­νών ερ­γα­τι­κών χε­ριών, κα­θώς και πρώ­των υ­λών με χα­μη­λό κό­στος. Αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α α­μι­γούς οι­κο­νο­μι­κού ι­μπε­ρια­λι­σμού –ε­πι­νο­η­μέ­νη ει­δι­κά για να υ­πο­κα­τα­στή­σει τον πο­λι­τι­κό ι­μπε­ρια­λι­σμό, ο­ρι­στι­κά νε­κρό πλέον ύ­στε­ρα α­πό ε­βδο­μή­ντα χρό­νων ύ­παρ­ξη– χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά α­πό τον πρό­ε­δρο των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών Τρού­μαν ως “α­νά­πτυ­ξη”, και οι ορ­γα­νι­σμοί του Bretton Woods τη χρη­σι­μο­ποιούν ως το πιο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ό­πλο τους. Για τη Διε­θνή Τρά­πε­ζα, δεν χρειά­ζε­ται να το πού­με, η φτώ­χεια εί­ναι συ­νώ­νυ­μο της “υ­πα­νά­πτυ­ξης”. Εξ ο­ρι­σμού λοι­πόν, μό­νον η α­νά­πτυ­ξη μπο­ρεί να α­πο­τε­λέ­σει το α­ντί­δο­το. Η ί­δια η α­νά­πτυ­ξη με­τριέ­ται με ό­ρους αύ­ξη­σης του κα­τά κε­φα­λήν ει­σο­δή­μα­τος, και οι φτω­χοί ο­ρί­ζο­νται ως ε­κεί­νοι που έ­χουν έ­να πο­λύ χα­μη­λό ει­σό­δη­μα κα­τά κε­φα­λήν –γε­νι­κά κα­τώ­τε­ρο των δύ­ο δο­λα­ρί­ων την η­μέ­ρα, και οι πο­λύ φτω­χοί εί­ναι ε­κεί­νοι που δια­θέ­τουν έ­να δο­λά­ριο ή λι­γό­τε­ρο την η­μέ­ρα. Οι χώ­ρες τεί­νουν να ο­ρί­ζο­νται ως φτω­χές αν το κα­τά κε­φα­λήν ει­σό­δη­μά τους εί­ναι κα­τώ­τε­ρο των ε­κα­τό δο­λα­ρί­ων το χρό­νο. Ω­στό­σο, ο­φεί­λου­με να α­ντι­λη­φθού­με πως ο ο­ρι­σμός της φτώ­χειας με κα­θα­ρά νο­μι­σμα­τι­κούς ό­ρους στη­ρί­ζε­ται στην προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι οι άν­θρω­ποι έ­χουν α­νά­γκη χρη­μά­των για να ι­κα­νο­ποι­ή­σουν τις πραγ­μα­τι­κές τους α­νά­γκες, δί­χως να λαμ­βά­νου­με κα­θό­λου υ­πό­ψη τον τύ­πο της κοι­νω­νί­ας στην ο­ποί­α ζουν.
Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με α­κρι­βώς το ί­διο για τον τρό­πο που οι ει­δι­κοί ορ­γα­νι­σμοί των Η­νω­μέ­νων Ε­θνών ο­ρί­ζουν τη φτώ­χεια. Έ­τσι, στην πε­ρί­πτω­ση της ΟΥ­ΝΕ­ΣΚΟ, της ο­ποί­ας ο ρό­λος εί­ναι να προ­ω­θεί τις πο­λι­τι­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες α­νά τον κό­σμο, μια χώ­ρα θε­ω­ρεί­ται φτω­χή, σύμ­φω­να με τον Majid Rahnema6 , αν δια­θέ­τει “έ­να πο­σο­στό α­ναλ­φά­βη­των πά­νω α­πό έ­να ο­ρι­σμέ­νο α­ριθ­μό”, και αν ο α­ριθ­μός των “ρα­διο­φώ­νων, βι­βλί­ων και ε­φη­με­ρί­δων” εί­ναι κά­τω α­πό έ­να ο­ρι­σμέ­νο ε­πί­πε­δο. Φυ­σι­κά, τα α­ντι­κεί­με­να αυ­τά πρέ­πει να α­γο­ρα­στούν. Ό­μως δεν κα­τα­με­τρού­νται, αν δια­νέ­μο­νται χω­ρίς χρη­μα­τι­κό α­ντάλ­λαγ­μα. Με αυ­τό τον τρό­πο, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος ορ­γα­νι­σμός μπο­ρεί να πει­σθεί ό­τι το έρ­γο του συμ­βάλ­λει στην ε­ξά­λει­ψη της φτώ­χειας.
Για τον Πα­γκό­σμιο Ορ­γα­νι­σμό Υ­γεί­ας (ΠΟΥ), εί­ναι, φυ­σι­κά, “ο α­ριθ­μός των για­τρών, των νο­σο­κό­μων και των υ­γειο­νο­μι­κών κέ­ντρων” ε­κεί­νος που παί­ζει τον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο7 . Η φτώ­χεια δεν με­τρά­ει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τους φτω­χούς, ού­τε το ε­πί­πε­δο της υ­γεί­ας των κα­τοί­κων μιας χώ­ρας, αλ­λά τους μη­χα­νι­σμούς που τέ­θη­καν σε λει­τουρ­γί­α μέ­σα στα πλαί­σια της ε­πί­ση­μης οι­κο­νο­μί­ας για να βελ­τιώ­σουν αυ­τό το ε­πί­πε­δο – α­κό­μα κι αν α­πο­δει­κνύ­ο­νται α­νε­παρ­κείς. Για τον Ορ­γα­νι­σμό Τρο­φί­μων και Γε­ωρ­γί­ας των Η­νω­μέ­νων Ε­θνών (ΟΤ­Γ-FAO), το κρι­τή­ριο –ά­ρα­γε εί­ναι α­νά­γκη να το πού­με;– εί­ναι η κα­τά κε­φα­λήν πα­ρα­γω­γή τρο­φής. Ό­ταν, ως γνω­στόν, η τρο­φή που πα­ρά­γε­ται και κα­τα­να­λώ­νε­ται α­πό ε­κεί­νους που την πα­ρά­γουν ή που πω­λεί­ται στις ά­τυ­πες μι­κρές α­γο­ρές των χω­ριών του Τρί­του Κό­σμου δεν λαμ­βά­νε­ται υ­πό­ψη, αλ­λά μό­νον ε­κεί­νη που πω­λεί­ται στα πλαί­σια της ε­πί­ση­μης οι­κο­νο­μί­ας –με το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της να ε­ξά­γε­ται, και πά­λι σύμ­φω­να με τους ό­ρους του ΔΝΤ και του ΠΟ­Ε– ε­κτός κι αν η εν­δια­φε­ρό­με­νη κυ­βέρ­νη­ση μιας χώ­ρας του Τρί­του Κό­σμου μπο­ρεί να α­πο­δεί­ξει ό­τι οι κά­τοι­κοί της πε­θαί­νουν α­πό την πεί­να.
Η α­νά­πτυ­ξη δη­μιουρ­γεί τη φτώ­χεια
Εί­δα­με ό­τι η α­νά­πτυ­ξη συ­νε­πά­γε­ται το ά­νοιγ­μα των α­γο­ρών και τη διά­θε­ση ε­νός φτη­νού ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού και πρώ­των υ­λών χα­μη­λού κό­στους για τη βιο­μη­χα­νί­α της Δύ­σης. Ιδού η οι­κο­νο­μι­κή αντίληψη της α­νά­πτυ­ξης. Αλ­λά, ό­πως πα­ρα­τή­ρη­σε ο ί­διος ο Karl Polanyi, ο με­γά­λος ι­στο­ρι­κός της οι­κο­νο­μί­ας, μια οι­κο­νο­μί­α της α­γο­ράς μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει μό­νο μέ­σα σε μια κοι­νω­νί­α της α­γο­ράς: η α­νά­πτυ­ξη ση­μαί­νει έ­να με­τα­σχη­μα­τι­σμό τό­σο κοι­νω­νι­κό ό­σο και οι­κο­νο­μι­κό. Αυ­τό προ­ϋ­πο­θέ­τει, κα­τά πρώ­το λό­γο, το χω­ρι­σμό των υ­πη­ρε­σιών α­πό το κοι­νω­νι­κό τους πε­ριε­χό­με­νο, τη με­τα­τρο­πή τους σε κα­τα­να­λω­τι­κά α­γα­θά και τη νο­μι­σμα­τι­κο­ποί­η­σή τους –υ­πη­ρε­σί­ες που, ως τώ­ρα, πά­ντα προ­σφέ­ρο­νταν δω­ρε­άν μέ­σω της συ­νή­θους λει­τουρ­γί­ας των οι­κο­γε­νειών και των πα­ρα­δο­σια­κών κοι­νο­τή­των. Έ­χου­με την τά­ση να λη­σμο­νού­με ό­τι, α­πό α­μνη­μο­νεύ­των χρό­νων, στο ε­πί­πε­δο της οι­κο­γέ­νειας και της κοι­νό­τη­τας, θε­σπί­ζο­νταν κα­νό­νες, χτί­ζο­νταν σπί­τια, πα­ρά­γο­νταν, ε­τοι­μά­ζο­νταν και δια­νέ­μο­νταν τρό­φι­μα, α­να­τρέ­φο­νταν και μορ­φώ­νο­νταν παι­διά, πε­ρι­θάλ­πο­νταν και φρο­ντί­ζο­νταν η­λι­κιω­μέ­νοι και α­σθε­νείς, ορ­γα­νώ­νο­νταν και τε­λού­νταν θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τές, και ε­ξα­σφα­λί­ζο­νταν οι κυ­βερ­νη­τι­κές λει­τουρ­γί­ες, κι ό­λα αυ­τά δί­χως τα χρή­μα­τα ν’ αλ­λά­ζουν χέ­ρια. Ό­λη αυ­τή η δρα­στη­ριό­τη­τα, που σή­με­ρα θε­ω­ρού­με ό­τι η φύ­ση της εί­ναι κα­θα­ρά οι­κο­νο­μι­κή, δεν γι­νό­ταν με στό­χους οι­κο­νο­μι­κούς, αλ­λά για την κά­λυ­ψη των υ­πο­χρε­ώ­σε­ων α­πέ­να­ντι στην οι­κο­γέ­νεια ή για την α­πό­κτη­ση κοι­νω­νι­κού κύ­ρους. Κα­θώς υ­πο­γραμ­μί­ζει ο Karl Polanyi, η οι­κο­νο­μί­α ή­ταν δε­μέ­νη με τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, ε­νώ, στην κοι­νω­νί­α ό­που ζού­με, αυ­τό που α­πο­μέ­νει σή­με­ρα α­πό ε­κεί­νη την κοι­νω­νί­α δέ­νε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τις οι­κο­νο­μι­κές σχέ­σεις.8
Ά­ρα­γε οι άν­θρω­ποι που ζού­σαν στις πα­ρα­δο­σια­κές κοι­νω­νί­ες περ­νού­σαν χει­ρό­τε­ρα; Κα­τά τη γνώ­μη μου, δεν ί­σχυε κά­τι τέ­τοιο –α­ντί­θε­τα μά­λι­στα. Οι πραγ­μα­τι­κές τους α­νά­γκες, που α­κό­μα δεν τις έ­χου­με προσ­διο­ρί­σει ε­πα­κρι­βώς, ή­ταν σχε­δόν σί­γου­ρο ό­τι ι­κα­νο­ποιού­νταν κα­λύ­τε­ρα και με έ­ναν τρό­πο α­σύ­γκρι­τα διαρ­κέ­στε­ρο. Γνω­ρί­ζου­με με βε­βαιό­τη­τα ό­τι ε­κεί­νοι οι πλη­θυ­σμοί δεν έ­πα­σχαν α­πό κα­νε­νός εί­δους πο­λι­τι­σμι­κή έλ­λει­ψη, ό­πως αυ­τή υ­πο­νο­εί­ται α­πό τον ο­ρι­σμό της φτώ­χειας σύμ­φω­να με την ΟΥ­ΝΕ­ΣΚΟ. Α­ντί­θε­τα, η πο­λι­τι­σμι­κή τους ζω­ή, ό­πως θα σας το πει ο ο­ποιοσ­δή­πο­τε αν­θρω­πο­λό­γος, ή­ταν α­σύ­γκρι­τα πιο πλού­σια α­πό τη δι­κή μας. Ε­πί­σης, η υ­γεί­α τους δεν ή­ταν σε χει­ρό­τε­ρη κα­τά­στα­ση ού­τε τρέ­φο­νταν λι­γό­τε­ρο κα­λά απ’ ό,τι ε­μείς9 , μέ­χρι την ε­πο­χή που οι πο­λι­τι­σμι­κές τους δο­μές δια­τα­ρά­χτη­καν α­πό τον α­ποι­κι­σμό και αρ­γό­τε­ρα α­πό την οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη, και μέ­χρι που το φυ­σι­κό τους πε­ρι­βάλ­λον κα­τα­στρά­φη­κε. Ό­λα αυ­τά εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­να α­πό τους αν­θρω­πο­λό­γους που πέ­ρα­σαν και­ρό κο­ντά στους πρω­τό­γο­νους λα­ούς οι ο­ποί­οι εί­χαν κα­τα­φέ­ρει να δια­φυ­λά­ξουν έ­να μέ­ρος, του­λά­χι­στον, των πα­ρα­δο­σια­κών τρό­πων ζω­ής τους.
Για πα­ρά­δειγ­μα, σύμ­φω­να με τον R. R. Thaman, του πα­νε­πι­στη­μί­ου του Νό­τιου Ει­ρη­νι­κού, οι κά­τοι­κοι των νη­σιών της Με­λα­νη­σί­ας, της Πο­λυ­νη­σί­ας και της Μι­κρο­νη­σί­ας, πριν τις πρώ­τες τους ε­πα­φές με την Ευ­ρώ­πη, “διέ­θε­ταν γε­νι­κά ά­φθο­νους δια­τρο­φι­κούς πό­ρους”, και “σχε­δόν ο­μό­φω­να πε­ρι­γρά­φο­νταν ως έ­νας υ­γι­ής και ρω­μα­λέ­ος λα­ός”. Α­κό­μα κι ε­κεί­νες οι α­τό­λες και οι κο­ραλ­λιο­γε­νείς βρα­χο­νη­σί­δες ό­που δεν υ­πήρ­χε κα­θό­λου τρο­φή “διέ­θε­ταν σε α­φθο­νί­α αρ­τό­δε­ντρα, κα­ρύ­δες, φοί­νι­κες, συ­χνά και τα­ρό, μια ποι­κι­λί­α βρώ­σι­μων ά­γριων φυ­τών, κα­θώς και πλού­σιους θα­λάσ­σιους πό­ρους”. Ω­στό­σο, τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια ση­μειώ­θη­κε μια θε­α­μα­τι­κή χει­ρο­τέ­ρευ­ση της υ­γεί­ας των ι­θα­γε­νών του Ει­ρη­νι­κού. Οι α­νο­δι­κές τά­σεις υ­ιο­θέ­τη­σης μιας δια­τρο­φής δυ­τι­κού τύ­που εί­χαν ως α­πο­τέ­λε­σμα την αύ­ξη­ση των “α­πο­κα­λού­με­νων α­σθε­νειών του πο­λι­τι­σμού”, ι­διαί­τε­ρα των καρ­δια­κών πα­θή­σε­ων, της τε­ρη­δό­νας και του δια­βή­τη – κα­κά που ή­ταν σχε­δόν ά­γνω­στα πριν α­πό με­ρι­κές μό­λις δε­κα­ε­τί­ες. Στη Μι­κρο­νη­σί­α, ο α­ριθ­μός των α­τό­μων που νο­ση­λεύ­τη­καν για καρ­δια­κές πα­θή­σεις στα το­πι­κά νο­σο­κο­μεί­α τρι­πλα­σιά­στη­κε με­τα­ξύ 1958 και 1972: πρό­κει­ται για μια αύ­ξη­ση που δεν μπο­ρεί να ε­ξη­γη­θεί πα­ρά α­πό τις αλ­λα­γές στη δια­τρο­φή και το στρες της σύγ­χρο­νης ζω­ής10.
Τα δε­δο­μέ­να αυ­τά ε­πα­λη­θεύ­ο­νται ε­πί­σης για τους Βου­σμά­νους Kung στη έ­ρη­μο της Κα­λα­χά­ρας (Νό­τια Α­φρι­κή): σή­με­ρα θε­ω­ρού­νται ως οι φτω­χό­τε­ροι των φτω­χών, ό­πως υ­πο­γραμ­μί­ζει ο αν­θρω­πο­λό­γος Richard Lee11, ο ο­ποί­ος α­φιέ­ρω­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζω­ής του στη με­λέ­τη αυ­τής της φυ­λής και συ­μπί­πτει σε αυ­τό με άλ­λους αν­θρω­πο­λό­γους, που με­λέ­τη­σαν άλ­λες ο­μά­δες κυ­νη­γών-συλ­λε­κτών σε διά­φο­ρα μέ­ρη του κό­σμου.
Οι πρώ­τοι πε­ρι­η­γη­τές που διέ­τρε­ξαν μα­κρι­νές πε­ριο­χές κα­τέ­λη­ξαν σε πα­ρό­μοια συ­μπε­ρά­σμα­τα. Έ­τσι, ο Mungo Park, στα Τα­ξί­δια στην Α­φρι­κή, μας λέ­ει ό­τι ο πο­τα­μός Γκα­μπί­α βρί­θει ι­χθύ­ων και ό­τι η φύ­ση “με τη γεν­ναιό­δω­ρη χεί­ρα της” χο­ρή­γη­σε στους κα­τοί­κους της πε­ριο­χής “τις χά­ρι­τες της γο­νι­μό­τη­τος και της α­φθο­νί­ας”12. Οι Poncet και Brevedent, δύ­ο Γάλ­λοι πε­ρι­η­γη­τές του δέ­κα­του ό­γδο­ου αιώ­να, ση­μεί­ω­ναν ό­τι η πε­ριο­χή της Γκε­ζί­ρα, στο Σου­δάν, που κα­τα­λαμ­βά­νε­ται σή­με­ρα α­πό βαμ­βα­κο­καλ­λιέρ­γειες κα­τα­φα­γω­μέ­νες α­πό τη διά­βρω­ση, κα­λυ­πτό­ταν τό­τε α­πό δά­ση και “α­πό γό­νι­μες και ε­ξαι­ρε­τι­κά καλ­λιερ­γη­μέ­νες πε­διά­δες”, και ό­τι την α­πο­κα­λού­σαν Belad-Allah, (η Χώ­ρα του Θε­ού), “λό­γω του με­γά­λου της πλού­του”13. Και εύ­λο­γα φυ­σι­κά μπο­ρού­με να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι οι Αυ­στρα­λοί Α­βο­ρι­γί­νες που, όπως και οι Βου­σμά­νοι, θε­ω­ρού­νται σή­με­ρα οι φτω­χό­τε­ροι των φτω­χών, δεν στε­ρή­θη­καν πο­τέ την τρο­φή. Ο σερ George Grey, γε­νι­κός κυ­βερ­νή­της της Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας στις αρ­χές του δέ­κα­του έ­να­του αιώ­να, έ­ζη­σε έ­να διά­στη­μα α­νά­με­σά τους, ε­πι­μέ­νο­ντας στο γε­γο­νός πως πά­ντο­τε “έ­βρι­σκε τη με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή α­φθο­νί­α μέ­σα στις κα­λύ­βες τους”.
Με άλ­λα λό­για, οι άν­θρω­ποι ε­κεί­νων των φυ­λών δεν εί­χαν α­νά­γκη την οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη και το χρή­μα που αυ­τή πα­ρέ­χει προ­κει­μέ­νου να ζουν κα­λά και να τρέ­φο­νται σω­στά –και α­να­φο­ρι­κά του­λά­χι­στον με αυ­τά τα δύ­ο ση­μεί­α, δεν εί­χαν α­νά­γκη να σω­θούν α­πό κά­τι που θα μπο­ρού­σε να ο­νο­μα­στεί φτώ­χεια. Το α­ντί­θε­το εί­ναι η α­λή­θεια, και αυ­τό συμ­βαί­νει πα­ντού α­νά τον κό­σμο.
Φτώ­χεια και α­νε­πάρ­κεια υ­λι­κών α­γα­θών
Α­κό­μα κι έ­τσι, θα μπο­ρού­σα­με να ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σου­με ό­τι οι λε­γό­με­νοι πρω­τό­γο­νοι λα­οί ή­ταν φτω­χοί ε­πει­δή δεν εί­χαν τα χρή­μα­τα που θα τους ε­πέ­τρε­παν να α­πο­κτή­σουν υ­λι­κά α­γα­θά, α­πό ε­κεί λοι­πόν προ­έ­κυ­πτε η α­νά­γκη τους για οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη. Αλ­λά τα υ­λι­κά α­γα­θά δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα πα­ρά στον τύ­πο της κοι­νω­νί­ας που ζού­με σή­με­ρα. Ε­λά­χι­στο ρό­λο παί­ζουν στη ζω­ή των δια­βιού­ντων κα­τά φυ­λές λα­ών, ι­διαί­τε­ρα των νο­μα­δι­κών ή η­μι­νο­μα­δι­κών, που ή­ταν και η πε­ρί­πτω­ση των πε­ρισ­σο­τέ­ρων α­πό αυ­τούς. Ο­πό­τε, ό­ταν ο Lawrence van der Post θέ­λη­σε να κά­νει έ­να δώ­ρο σε φί­λους του Βου­σμά­νους με τους ο­ποί­ους εί­χε πε­ρά­σει κά­ποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα, ως χει­ρο­νο­μί­α ευ­γνω­μο­σύ­νης για τη φι­λο­ξε­νί­α τους, στά­θη­κε α­δύ­να­το να σκε­φτεί τι να τους προ­σφέ­ρει: “Ντρο­πια­στή­κα­με δια­πι­στώ­νο­ντας πως δεν υ­πήρ­χαν και πολ­λά που θα μπο­ρού­σα­με να προ­σφέ­ρου­με στους Βου­σμά­νους. Σχε­δόν τα πά­ντα φαι­νό­ταν ό­τι θα τους έ­κα­ναν το βί­ο δυ­σκο­λό­τε­ρο κα­θώς θα πρό­σθε­ταν προ­βλή­μα­τα και βά­ρος στην κα­θη­με­ρι­νή τους ζω­ή”.14
Οι πρω­τό­γο­νοι λα­οί δεν ή­ταν φτω­χοί
Εί­ναι ου­σια­στι­κό να ση­μειω­θεί ό­τι οι προ­βιο­μη­χα­νι­κοί λα­οί δεν εί­χαν την ε­ντύ­πω­ση πως εί­ναι φτω­χοί. Δεν υ­πέ­φε­ραν α­πό κά­ποια ι­διαί­τε­ρη μορ­φή στέ­ρη­σης που θα μπο­ρού­σε εύ­κο­λα να κα­τα­χω­ρισθεί ως φτώ­χεια, ση­μεί­ο που υ­πο­γραμ­μί­ζε­ται σα­φώς α­πό τον Marshall Sahlins στο άρ­θρο του: Η Κοι­νω­νί­α της α­φθο­νί­ας. Γρά­φει: “Οι άν­θρω­ποι που α­νή­καν σε διά­φο­ρες προ-οι­κο­νο­μι­κές κοι­νω­νί­ες κα­τεί­χαν συ­χνά ε­λά­χι­στα ‘πράγ­μα­τα’, αλ­λά σπά­νια ή­ταν τα ά­το­μα που θε­ω­ρού­σαν τον ε­αυ­τό τους φτω­χό. Ε­κεί­νο που χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με σή­με­ρα ως ‘φτώ­χεια’ εί­ναι μάλ­λον ‘μια ε­πι­νό­η­ση του πο­λι­τι­σμού’“.15
H Helena Norbert-Hodge συμ­με­ρί­ζε­ται α­πό­λυ­τα τη γνώ­μη του Marshall Sahlins. Στη διάρ­κεια των τριά­ντα τε­λευ­ταί­ων ε­τών, πέ­ρα­σε έ­να με­γά­λο μέ­ρος του χρό­νου της στο Λα­ντάχ, πε­ριο­χή των ά­νω Ι­μα­λα­ΐ­ων συν­δε­δε­μέ­νη πο­λι­τι­κά με τις Ιν­δί­ες, μέ­χρι πρό­σφα­τα α­πο­κομ­μέ­νη α­πό τον έ­ξω κό­σμο κι ό­που συ­να­ντά­ται μια κοι­νω­νί­α θι­βε­τια­νού τύ­που. Μας λέ­ει: “Το 1975, έ­νας νε­α­ρός ντό­πιος με πή­γε στο Hemis Shukpachan, έ­να α­πό­μα­κρο χω­ριό. Ό­λα τα σπί­τια μου φαί­νο­νταν ε­ξαι­ρε­τι­κά ευ­ρύ­χω­ρα και ω­ραί­α, και ό­ταν ζή­τη­σα α­πό τον Tsewang να μου δεί­ξει τα άλ­λα, ε­κεί­να των φτω­χών, φά­νη­κε να σα­στί­ζει και μου α­πά­ντη­σε πως δεν υ­πήρ­χαν φτω­χοί. Ο­χτώ χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, τον ά­κου­σα να λέ­ει σε του­ρί­στες ‘Θα μπο­ρού­σα­τε να μας βο­η­θή­σε­τε, εί­μα­στε φτω­χοί ε­μείς ε­δώ στο Λα­ντάχ’“.16 Εί­χαν ό­ντως φτω­χύ­νει α­πό την πρό­σφα­τη οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη που εί­χε ή­δη ρη­μά­ξει την κοι­νω­νί­α τους και το φυ­σι­κό τους πε­ρι­βάλ­λον, έ­χο­ντας δη­μιουρ­γή­σει πο­λυά­ριθ­μες νέ­ες και ε­ντε­λώς τε­χνη­τές α­νά­γκες, οι ο­ποί­ες πο­τέ δεν θα ή­ταν δυ­να­τό να ι­κα­νο­ποι­η­θούν για την πλειο­νό­τη­τα των κα­τοί­κων.
Δεν υ­πάρ­χει λέ­ξη που να δη­λώ­νει τη φτώ­χεια
Ο Serge Latouche , που ερ­γά­στη­κε ε­πί δε­κα­ε­τί­ες στις τε­νε­κε­δου­πό­λεις που ξε­φυ­τρώ­νουν σαν μα­νι­τά­ρια στις πό­λεις της Δυ­τι­κής Α­φρι­κής, μας λέ­ει στο δια­φω­τι­στι­κό βι­βλί­ο του Η Άλ­λη Α­φρι­κή: “Δεν υ­πάρ­χει καν λέ­ξη στις κυ­ριό­τε­ρες γλώσ­σες της μαύ­ρης Α­φρι­κής που να ση­μαί­νει τον φτω­χό υ­πό την οι­κο­νο­μι­κή ση­μα­σί­α του ό­ρου. Οι λέ­ξεις που χρη­σι­μο­ποιού­νται συ­χνό­τε­ρα ως με­τά­φρα­ση του φτω­χού ση­μαί­νουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ‘ορ­φα­νός’. Εί­ναι α­ξιο­ση­μεί­ω­το ό­τι σε ό­λες τις πε­ρι­στά­σεις της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, οι α­να­φο­ρές στην α­θλιό­τη­τα δεν πα­ρα­πέ­μπουν ά­με­σα στην έλ­λει­ψη χρη­μά­των, αλ­λά στην α­που­σί­α κοι­νω­νι­κής στή­ρι­ξης”17.
Για τον Werner, σύμ­φω­να με τον Latouche , “το να εί­σαι ορ­φα­νός στην Α­φρι­κή α­πο­τε­λεί ί­σως τη χει­ρό­τε­ρη θέ­ση που μπο­ρεί να δια­νο­η­θεί κα­νείς, ε­πει­δή κα­θώς λέ­ει η πα­ροι­μί­α των σε­ρέρ: ‘Ο άν­θρω­πος εί­ναι το συγ­γε­νο­λό­ι του’18. “Αυ­τή η κα­τά­στα­ση συ­να­ντά­ται ε­πί­σης στο Μα­λί, α­νά­με­σα στους Bambara, η φτώ­χεια α­πο­κα­λεί­ται φα­α­ντά­νυα, που στην κυ­ριο­λε­ξί­α ση­μαί­νει χω­ρίς δύ­να­μη, χω­ρίς ε­ξου­σί­α”. Ο Latouche πα­ρα­θέ­τει τη Chantal Verger κα­τά την ο­ποί­α “Οι φα­α­ντάν νιώ­θουν α­πο­διωγ­μέ­νοι, σπρωγ­μέ­νοι στην πε­ρι­φέ­ρεια, έ­χουν χά­σει κά­θε κοι­νω­νι­κή βά­ση, και κα­τά πρώ­το λό­γο ε­κεί­νη μιας οι­κο­γέ­νειας”19.
Ο Latouche ση­μειώ­νει ό­τι η ει­κό­να μας για τη φτώ­χεια εί­ναι νο­η­τή μό­νο σε μια α­το­μι­κι­στι­κή κοι­νω­νί­α, ό­πως αυ­τή την ο­ποί­α γεν­νά­ει α­να­γκα­στι­κά η οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη. Γρά­φει: “Η φτώ­χεια προ­ϋ­πο­θέ­τει πά­ντα την α­ντι­πα­ρά­θε­ση του α­πο­μο­νω­μέ­νου α­τό­μου α­πέ­να­ντι στην α­δυ­να­μί­α του. Σε μια α­το­μι­κι­στι­κή κοι­νω­νί­α, η ο­μά­δα εί­ναι καθ’ ο­λο­κλη­ρί­αν πλού­σια ή φτω­χή. (…) Αυ­τό συμ­βάλ­λει στην κα­τά­δει­ξη του ό­τι η οι­κο­νο­μι­κή έν­δεια εί­ναι μάλ­λον μια δυ­τι­κή ε­φεύ­ρε­ση, ό­χι μό­νον α­πό το γε­γο­νός ό­τι δη­μιούρ­γη­σε νέ­ες υ­λι­κές α­νά­γκες δί­χως να τις ι­κα­νο­ποιεί, αλ­λά κι ε­πει­δή η πα­ρεί­σφρη­ση της Δύ­σης έ­θι­ξε το σύ­στη­μα των α­ξιών που στη­ρί­ζει τις κοι­νω­νι­κές πρα­κτι­κές των πα­λιών και­ρών”20.
Α­κό­μα και σε μια σύγ­χρο­νη βιο­μη­χα­νι­κή κοι­νω­νί­α, έ­να με­γά­λο πο­σο­στό α­πό αυ­τούς που κα­τα­τάσ­σο­νται πραγ­μα­τι­κά στους φτω­χούς εί­ναι άν­θρω­ποι που δεν έ­χουν στην ου­σί­α την πα­ρα­μι­κρή οι­κο­γε­νεια­κή στή­ρι­ξη. Θα έ­πρε­πε να συ­μπε­ρι­λά­βου­με α­νά­με­σά τους και τον ο­λοένα αυ­ξα­νό­με­νο α­ριθ­μό των η­λι­κιω­μέ­νων και α­νή­μπο­ρων προ­σώ­πων που έ­χουν τε­λεί­ως σχε­δόν ε­γκα­τα­λει­φθεί α­πό τις οι­κο­γέ­νειές τους και, εκ των πραγ­μά­των, κα­τά­ντη­σαν να ε­ξαρ­τώ­νται α­πό μια ά­θλια κρα­τι­κή σύ­ντα­ξη, που με­τά βί­ας ε­παρ­κεί για την ε­πι­βί­ω­σή τους. Κά­τι α­νά­λο­γο ι­σχύ­ει ε­πί­σης με πο­λυά­ριθ­μους α­πο­μο­νω­μέ­νους γο­νείς και τα παι­διά τους. Ή­δη α­πό το 1974, ο Urie Bronfenbrenner, διά­ση­μος παι­δο­ψυ­χο­λό­γος, υ­πο­γράμ­μι­ζε ό­τι, “πολ­λά παι­διά στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες ζουν μέ­σα στη φτώ­χεια, παρ’ ό­λο που δεν έ­χουν α­κό­μα κλεί­σει τα έ­ξι τους χρό­νια. Το 45% α­πό αυ­τά α­νή­κουν σε μο­νο­γο­νε­ϊ­κές οι­κο­γέ­νειες”21. Έ­κτο­τε, η κα­τά­στα­ση χει­ρο­τέ­ρευ­σε αι­σθη­τά. Στην Αγ­γλί­α, κα­τά το έ­τος 2000, ο α­ριθ­μός των παι­διών που ζού­σαν σε κα­τά­στα­ση φτώ­χειας τρι­πλα­σιά­στη­κε α­πό το 1968, περ­νώ­ντας α­πό τα 1,4 ε­κα­τομ­μύ­ρια στα 4,4 ε­κα­τομ­μύ­ρια στη Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α του σή­με­ρα. Και δεν α­πο­τε­λεί έκ­πλη­ξη το ό­τι ο α­ριθ­μός των με­μο­νω­μέ­νων γο­νέ­ων ε­πί­σης σχε­δόν τρι­πλα­σιά­στη­κε στη διάρ­κεια της ί­διας πε­ριό­δου.
Στις τε­νε­κε­δου­πό­λεις των σύγ­χρο­νων βιο­μη­χα­νι­κών πό­λε­ων, ό­που η κοι­νω­νι­κή διά­λυ­ση εί­ναι πιο προ­χω­ρη­μέ­νη, εμ­φα­νί­ζε­ται μια μορ­φή φτώ­χειας που α­που­σιά­ζει ε­ντε­λώς α­πό τις πα­ρα­δο­σια­κές κοι­νω­νί­ες. Δια­πι­στώ­νου­με ε­κεί μια κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή στέ­ρη­ση που, α­πό κά­ποιες πλευ­ρές, εί­ναι πο­λύ πιο α­νυ­πό­φο­ρη α­πό ε­κεί­νη που υ­πάρ­χει στις τε­νε­κε­δου­πό­λεις πό­λε­ων του Τρί­του Κό­σμου ό­πως η Καλ­κού­τα.
Ο Robert Wurmstedt το θέ­τει ως ε­ξής: “Στα προ­ά­στια των μαύ­ρων Πορ­το­ρι­κα­νών, στα δυ­τι­κά του Σι­κά­γου, η φτώ­χεια εί­ναι πο­λύ χει­ρό­τε­ρη απ’ ό­λα ό­σα μπό­ρε­σα να δω σχε­τι­κά με τη φτώ­χεια στη Δυ­τι­κή Α­φρι­κή. Ε­κεί του­λά­χι­στον, οι άν­θρω­ποι κα­θο­δη­γού­νται α­πό ι­σχυ­ρές πα­ρα­δο­σια­κές α­ξί­ες. Δεν ζουν μέ­σα σ’ έ­να μό­νι­μο φό­βο της βί­ας, των μο­λύν­σε­ων και της φω­τιάς. Δεν συ­να­ντά­με ε­κεί την ί­δια αί­σθη­ση της α­πελ­πι­σί­ας και της κα­τά­πτω­σης που μπο­ρεί­τε να βρεί­τε σε έ­να α­με­ρι­κά­νι­κο γκέ­το”22.
Να κα­τέ­βουν α­πό τα σύν­νε­φα
Δεν νο­μί­ζω πως έ­νας άν­θρω­πος σο­βα­ρός, που έ­χει συ­νεί­δη­ση των ε­πι­πτώ­σε­ων της οι­κο­νο­μι­κής α­νά­πτυ­ξης και της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σής της στη διάρ­κεια των τε­λευ­ταί­ων 50 χρό­νων στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον μας, θα μπο­ρού­σε πραγ­μα­τι­κά να πι­στεύ­ει ό­τι αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α εί­ναι δυ­να­τόν να συ­νε­χι­στεί για πο­λύ. Α­κό­μα και οι συ­ντά­κτες της έκ­θε­σης των Η­νω­μέ­νων Ε­θνών για το 2000, με τί­τλο Ό­ψεις του πα­γκό­σμιου πε­ρι­βάλ­λο­ντος, το α­να­γνω­ρί­ζουν: “Η πα­ρού­σα πο­ρεί­α των πραγ­μά­των δεν θα έ­χει διάρ­κεια, και δεν μπο­ρού­με να κα­θυ­στε­ρού­με άλλο την πα­ρέμ­βα­σή μας”23.
Ού­τε οι βιο­μή­χα­νοί μας ού­τε οι πο­λι­τι­κοί μας φαί­νε­ται να α­νη­συ­χούν στο ε­λά­χι­στο α­πέ­να­ντι σε προ­ει­δο­ποι­ή­σεις τό­σο συ­χνά ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νες. Έ­τσι, παρ’ ό­λο που ο α­ριθ­μός των αυ­το­κι­νή­των α­νά τον κό­σμο πέ­ρα­σε α­πό με­ρι­κές χι­λιά­δες το 1900 σε 501 ε­κα­τομ­μύ­ρια σή­με­ρα, οι κα­τα­σκευα­στές ο­χη­μά­των ε­πι­μέ­νουν στην πα­ρα­γω­γή ε­κα­το­ντά­δων ε­πι­πλέ­ον ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων για να ι­κα­νο­ποι­ή­σουν την αυ­ξα­νό­με­νη ζή­τη­ση, κυ­ρί­ως στην Κί­να.
Ε­ξάλ­λου, ό­πως το­νί­ζει ο Retallack, “Οι ε­να­έ­ριες ε­μπο­ρι­κές με­τα­φο­ρές τρι­πλα­σιά­στη­καν σχε­δόν, περ­νώ­ντας α­πό 44 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χι­λιο­με­τρι­κούς τό­νους το 1985 στα 123 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια το 1997, δη­λα­δή μια αύ­ξη­ση της τά­ξε­ως του 280%. Παρ’ ό­λα αυ­τά, η Μπό­ιν­γκ προ­βλέ­πει έ­να νέ­ο τρι­πλα­σια­σμό α­πό τώ­ρα ως το έ­τος 2017”24. Ο σερ John Browne, το με­γά­λο α­φε­ντι­κό της British Petroleum, δή­λω­σε α­πε­ρί­φρα­στα ό­τι η πο­σό­τη­τα του πε­τρε­λαί­ου που θα χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στην πο­ρεί­α των δέ­κα προ­σε­χών ε­τών θα ξε­πε­ρά­σει ό­λο το πε­τρέ­λαιο που κα­τα­να­λώ­θη­κε κα­τά το πρώ­το μι­σό του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να.
Βε­βαί­ως, ό­λοι τους ζουν στον κό­σμο τους, το ί­διο και οι πο­λι­τι­κοί μας και οι υ­πεύ­θυ­νοι των διε­θνών ορ­γα­νι­σμών, ει­δι­κό­τε­ρα οι ορ­γα­νώ­σεις του Bretton Woods, ε­νώ η Πα­γκό­σμια Τρά­πε­ζα εί­ναι έ­νας α­πό τους κυ­ριό­τε­ρους χρη­μα­το­δό­τες του πλα­νή­τη α­να­φο­ρι­κά με την πα­ρα­γω­γή πε­τρε­λαί­ου και άν­θρα­κα. Ο­φεί­λουν να ε­πι­στρέ­ψουν το συ­ντο­μό­τε­ρο στη γη, να κα­τέ­βουν α­πό τα σύν­νε­φα, πράγ­μα που ση­μαί­νει ό­τι πρέ­πει να λά­βουν υ­πό­ψη τους έ­να γε­γο­νός α­να­πό­φευ­κτο: αν θέ­λου­με να έ­χου­με έ­να κά­ποιο μέλ­λον πά­νω σε αυ­τόν τον πλα­νή­τη, για να μη μι­λή­σου­με για τη μεί­ω­ση ή την ε­ξα­φά­νι­ση της φτώ­χειας, ο­φεί­λου­με να αλ­λά­ξου­με ε­ντε­λώς κα­τεύ­θυν­ση και να α­ντι­στρέ­ψου­με τη φο­ρά της οι­κο­νο­μι­κής α­νά­πτυ­ξης. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι θα συ­στρα­τευ­θού­με σε έ­να προ­σε­κτι­κά συγκροτημένο και συγ­χρο­νι­σμέ­νο πρό­γραμ­μα α­πό-α­νά­πτυ­ξης και κα­τά συ­νέ­πεια α­πό-α­ποι­κι­σμού και με­ρι­κής α­πο­χρη­μα­το­ποί­η­σης.
[L’ ECOLOGISTE, V. 2, No 1, Printemps 2001, σελ. 20… ]
Με­τά­φρα­ση α­πό τα γαλ­λι­κά,
Στρά­τος Ιω­αν­νί­δης
23/08/01, Σύ­ρος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ