του Τέντυ Γκόλντσμιθ
Αντί να το παραδεχτούν πως πέφτουν εντελώς έξω, οι υπεύθυνοι των οργανισμών του Bretton Woods επιμένουν στο ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι η μόνη δυνατή λύση, και υποστηρίζουν ότι, αν δεν έχει λυθεί το πρόβλημα, στο βαθμό που η φτώχεια εξακολουθεί να αυξάνεται, είναι απλώς επειδή δεν υπήρξε αρκετή ανάπτυξη1! Ο Vinod Tomas, αντιπρόεδρος του τομέα εκπαίδευσης της Παγκόσμιας Τράπεζας2 βεβαιώνει λοιπόν ότι: “Για να αναστραφεί αυτή η τάση (η αύξηση της φτώχειας) η οικονομική άνοδος είναι αποφασιστικής σημασίας”. Παίρνει ως υποδειγματικό μοντέλο τη Νότιο-Ανατολική Ασία3: “Αν η νοτίως της Σαχάρας Αφρική είχε ακολουθήσει αυτό το μοντέλο στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, τα βιοτικά επίπεδα θα είχαν αυξηθεί στο τετραπλάσιο αντί να μείνουν περίπου στάσιμα και η φτώχεια θα είχε ελαττωθεί αντί να επεκταθεί”4. Βεβαίως, ξεχνάει να πει ότι η φτώχεια έκανε επίσης προόδους και στη Νότιο- Ανατολική Ασία, στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Εκεί, και κατά τρόπο προσωρινό, μόνο μία ελίτ επωφελήθηκε από ένα οικονομικό μπουμ που δεν ήταν παρά μια φούσκα, η οποία τώρα δέχτηκε ένα γερό τρύπημα.
Ωστόσο, η σημερινή φτώχεια δεν είναι τίποτα συγκρινόμενη με εκείνη που θα ακολουθήσει όταν οι κυνικές πολιτικές του ΠΟΕ1 θα έχουν εφαρμοστεί πλήρως. Ας εξετάσουμε τα αποτελέσματα δύο εξ αυτών. Η πρώτη συνίσταται στο να υποχρεωθούν οι αγορές του Τρίτου Κόσμου να ανοίξουν σε τρόφιμα υψηλής επιδότησης προερχόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπολογίζονται σε δύο περίπου δισεκατομμύρια οι μικροκαλλιεργητές στις Ινδίες, την Κίνα, την Ινδονησία, την Ταϊλάνδη και σε άλλα μέρη της Νότιας και Νότιο-Ανατολικής Ασίας, όπου κατά μέσο όρο το μέγεθος ενός κτήματος δεν ξεπερνάει μερικές δεκάδες στρέμματα. Ελάχιστοι θα καταφέρουν να επιβιώσουν με το άνοιγμα των αγορών τους, και το ίδιο ισχύει αναφορικά με τους τεχνίτες, τους μικρέμπορους και τους υπαίθριους μικροπωλητές που εξαρτιούνται σχεδόν πλήρως από την αγροτική κοινότητα. Στην πλειονότητά τους, αυτοί οι δυστυχείς θα αναγκαστούν να αναζητήσουν καταφύγιο στις πιο κοντινές τενεκεδουπόλεις των μεγάλων πόλεων. Και εκεί, δίχως γη που θα τους εξασφαλίζει την επιβίωσή τους, δίχως δουλειά –καθώς τα επίπεδα ανεργίας αυτών των τενεκεδουπόλεων είναι ήδη τρομακτικά– και δίχως βοηθήματα που να αντισταθμίζουν τις επαγγελματικές τους απώλειες, θα καταλήξουν σε μια κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης.
Όμως η κυριότερη συμβολή της οικονομικής ανάπτυξης στην αύξηση της παγκόσμιας φτώχειας θα είναι η ολοένα διευρυνόμενη εκπομπή ρύπων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, υπεύθυνο για την κλιματική υπερθέρμανση – πρόκειται αναμφίβολα για το σοβαρότερο από τα προβλήματα που η ανθρωπότητα χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσει. Πράγματι, αν δεν επέμβουμε εσπευσμένα για να αναστρέψουμε αυτή την πορεία, το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας θα καταντήσει σύντομα ουσιαστικά ακατοίκητο εξαιτίας κυμάτων καύσωνα, πλημμυρών, ξηρασίας, καταιγίδων και της ανύψωσης του επιπέδου της επιφάνειας της θάλασσας. Καθώς η κατάσταση δεν θα πάψει να χειροτερεύει, όλα αυτά θα οδηγήσουν λίγο πολύ σχεδόν παντού στον πλανήτη σε εκτεταμένες μεταναστεύσεις εξαθλιωμένων και μισοπεθαμένων από την πείνα προσφύγων. Αν συνεχίσουμε να μένουμε άπρακτοι ως προς αυτό το ζήτημα –και αυτό που οφείλει να γίνει απαιτεί αναγκαστικά την αντιστροφή μεγάλου αριθμού αναπτυξιακών διαδικασιών– θα εξαφανίσουμε στην ουσία ολοκληρωτικά τη φτώχεια, γιατί ο πλανήτης μας δεν θα μπορεί πια να φιλοξενεί περίπλοκες μορφές ζωής5 . Ιδού λοιπόν ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του πολέμου του ΠΟΕ εναντίον της φτώχειας.
Τι είναι η φτώχεια;
Όμως ας εξετάσουμε πιο διεξοδικά την έννοια της φτώχειας. Το πρόβλημα είναι ότι ο όρος –όπως και οι περισσότεροι από τους όρους που χρησιμοποιούμε σήμερα στις σοβαρές αναλύσεις μας– ποτέ δεν ορίσθηκε σωστά. Τα διεθνή ιδρύματα που συστάθηκαν για να ασχοληθούν με τα όλο και σοβαρότερα προβλήματα του κόσμου έχουν την τάση να την ορίζουν με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις λύσεις που οφείλουν καταστατικά να προσφέρουν, και που δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι οργανισμοί του Bretton Woods δημιουργήθηκαν ειδικά ώστε να χρησιμεύσουν ως εργαλεία της υλοποίησης των πολιτικών που αποφασίστηκαν στη διάσκεψη του Bretton Woods το 1944. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος τους είναι να δημιουργήσουν μια σε συνεχή άνοδο αγορά αγαθών και υπηρεσιών προσφερόμενων από τις δυτικές, και κυρίως τις αμερικανικές, επιχειρήσεις, και ταυτόχρονα να προσφέρουν σε αυτές τις τελευταίες μια όλο και πιο εκτεταμένη πηγή φτηνών εργατικών χεριών, καθώς και πρώτων υλών με χαμηλό κόστος. Αυτή η διαδικασία αμιγούς οικονομικού ιμπεριαλισμού –επινοημένη ειδικά για να υποκαταστήσει τον πολιτικό ιμπεριαλισμό, οριστικά νεκρό πλέον ύστερα από εβδομήντα χρόνων ύπαρξη– χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τρούμαν ως “ανάπτυξη”, και οι οργανισμοί του Bretton Woods τη χρησιμοποιούν ως το πιο αποτελεσματικό όπλο τους. Για τη Διεθνή Τράπεζα, δεν χρειάζεται να το πούμε, η φτώχεια είναι συνώνυμο της “υπανάπτυξης”. Εξ ορισμού λοιπόν, μόνον η ανάπτυξη μπορεί να αποτελέσει το αντίδοτο. Η ίδια η ανάπτυξη μετριέται με όρους αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος, και οι φτωχοί ορίζονται ως εκείνοι που έχουν ένα πολύ χαμηλό εισόδημα κατά κεφαλήν –γενικά κατώτερο των δύο δολαρίων την ημέρα, και οι πολύ φτωχοί είναι εκείνοι που διαθέτουν ένα δολάριο ή λιγότερο την ημέρα. Οι χώρες τείνουν να ορίζονται ως φτωχές αν το κατά κεφαλήν εισόδημά τους είναι κατώτερο των εκατό δολαρίων το χρόνο. Ωστόσο, οφείλουμε να αντιληφθούμε πως ο ορισμός της φτώχειας με καθαρά νομισματικούς όρους στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη χρημάτων για να ικανοποιήσουν τις πραγματικές τους ανάγκες, δίχως να λαμβάνουμε καθόλου υπόψη τον τύπο της κοινωνίας στην οποία ζουν.
Θα μπορούσαμε να πούμε ακριβώς το ίδιο για τον τρόπο που οι ειδικοί οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών ορίζουν τη φτώχεια. Έτσι, στην περίπτωση της ΟΥΝΕΣΚΟ, της οποίας ο ρόλος είναι να προωθεί τις πολιτιστικές δραστηριότητες ανά τον κόσμο, μια χώρα θεωρείται φτωχή, σύμφωνα με τον Majid Rahnema6 , αν διαθέτει “ένα ποσοστό αναλφάβητων πάνω από ένα ορισμένο αριθμό”, και αν ο αριθμός των “ραδιοφώνων, βιβλίων και εφημερίδων” είναι κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο. Φυσικά, τα αντικείμενα αυτά πρέπει να αγοραστούν. Όμως δεν καταμετρούνται, αν διανέμονται χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα. Με αυτό τον τρόπο, ο συγκεκριμένος οργανισμός μπορεί να πεισθεί ότι το έργο του συμβάλλει στην εξάλειψη της φτώχειας.
Για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), είναι, φυσικά, “ο αριθμός των γιατρών, των νοσοκόμων και των υγειονομικών κέντρων” εκείνος που παίζει τον καθοριστικό ρόλο7 . Η φτώχεια δεν μετράει στην πραγματικότητα τους φτωχούς, ούτε το επίπεδο της υγείας των κατοίκων μιας χώρας, αλλά τους μηχανισμούς που τέθηκαν σε λειτουργία μέσα στα πλαίσια της επίσημης οικονομίας για να βελτιώσουν αυτό το επίπεδο – ακόμα κι αν αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Για τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (ΟΤΓ-FAO), το κριτήριο –άραγε είναι ανάγκη να το πούμε;– είναι η κατά κεφαλήν παραγωγή τροφής. Όταν, ως γνωστόν, η τροφή που παράγεται και καταναλώνεται από εκείνους που την παράγουν ή που πωλείται στις άτυπες μικρές αγορές των χωριών του Τρίτου Κόσμου δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά μόνον εκείνη που πωλείται στα πλαίσια της επίσημης οικονομίας –με το μεγαλύτερο μέρος της να εξάγεται, και πάλι σύμφωνα με τους όρους του ΔΝΤ και του ΠΟΕ– εκτός κι αν η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση μιας χώρας του Τρίτου Κόσμου μπορεί να αποδείξει ότι οι κάτοικοί της πεθαίνουν από την πείνα.
Η ανάπτυξη δημιουργεί τη φτώχεια
Είδαμε ότι η ανάπτυξη συνεπάγεται το άνοιγμα των αγορών και τη διάθεση ενός φτηνού εργατικού δυναμικού και πρώτων υλών χαμηλού κόστους για τη βιομηχανία της Δύσης. Ιδού η οικονομική αντίληψη της ανάπτυξης. Αλλά, όπως παρατήρησε ο ίδιος ο Karl Polanyi, ο μεγάλος ιστορικός της οικονομίας, μια οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα σε μια κοινωνία της αγοράς: η ανάπτυξη σημαίνει ένα μετασχηματισμό τόσο κοινωνικό όσο και οικονομικό. Αυτό προϋποθέτει, κατά πρώτο λόγο, το χωρισμό των υπηρεσιών από το κοινωνικό τους περιεχόμενο, τη μετατροπή τους σε καταναλωτικά αγαθά και τη νομισματικοποίησή τους –υπηρεσίες που, ως τώρα, πάντα προσφέρονταν δωρεάν μέσω της συνήθους λειτουργίας των οικογενειών και των παραδοσιακών κοινοτήτων. Έχουμε την τάση να λησμονούμε ότι, από αμνημονεύτων χρόνων, στο επίπεδο της οικογένειας και της κοινότητας, θεσπίζονταν κανόνες, χτίζονταν σπίτια, παράγονταν, ετοιμάζονταν και διανέμονταν τρόφιμα, ανατρέφονταν και μορφώνονταν παιδιά, περιθάλπονταν και φροντίζονταν ηλικιωμένοι και ασθενείς, οργανώνονταν και τελούνταν θρησκευτικές τελετές, και εξασφαλίζονταν οι κυβερνητικές λειτουργίες, κι όλα αυτά δίχως τα χρήματα ν’ αλλάζουν χέρια. Όλη αυτή η δραστηριότητα, που σήμερα θεωρούμε ότι η φύση της είναι καθαρά οικονομική, δεν γινόταν με στόχους οικονομικούς, αλλά για την κάλυψη των υποχρεώσεων απέναντι στην οικογένεια ή για την απόκτηση κοινωνικού κύρους. Καθώς υπογραμμίζει ο Karl Polanyi, η οικονομία ήταν δεμένη με τις κοινωνικές σχέσεις, ενώ, στην κοινωνία όπου ζούμε, αυτό που απομένει σήμερα από εκείνη την κοινωνία δένεται όλο και περισσότερο με τις οικονομικές σχέσεις.8
Άραγε οι άνθρωποι που ζούσαν στις παραδοσιακές κοινωνίες περνούσαν χειρότερα; Κατά τη γνώμη μου, δεν ίσχυε κάτι τέτοιο –αντίθετα μάλιστα. Οι πραγματικές τους ανάγκες, που ακόμα δεν τις έχουμε προσδιορίσει επακριβώς, ήταν σχεδόν σίγουρο ότι ικανοποιούνταν καλύτερα και με έναν τρόπο ασύγκριτα διαρκέστερο. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι εκείνοι οι πληθυσμοί δεν έπασχαν από κανενός είδους πολιτισμική έλλειψη, όπως αυτή υπονοείται από τον ορισμό της φτώχειας σύμφωνα με την ΟΥΝΕΣΚΟ. Αντίθετα, η πολιτισμική τους ζωή, όπως θα σας το πει ο οποιοσδήποτε ανθρωπολόγος, ήταν ασύγκριτα πιο πλούσια από τη δική μας. Επίσης, η υγεία τους δεν ήταν σε χειρότερη κατάσταση ούτε τρέφονταν λιγότερο καλά απ’ ό,τι εμείς9 , μέχρι την εποχή που οι πολιτισμικές τους δομές διαταράχτηκαν από τον αποικισμό και αργότερα από την οικονομική ανάπτυξη, και μέχρι που το φυσικό τους περιβάλλον καταστράφηκε. Όλα αυτά είναι εξαιρετικά τεκμηριωμένα από τους ανθρωπολόγους που πέρασαν καιρό κοντά στους πρωτόγονους λαούς οι οποίοι είχαν καταφέρει να διαφυλάξουν ένα μέρος, τουλάχιστον, των παραδοσιακών τρόπων ζωής τους.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον R. R. Thaman, του πανεπιστημίου του Νότιου Ειρηνικού, οι κάτοικοι των νησιών της Μελανησίας, της Πολυνησίας και της Μικρονησίας, πριν τις πρώτες τους επαφές με την Ευρώπη, “διέθεταν γενικά άφθονους διατροφικούς πόρους”, και “σχεδόν ομόφωνα περιγράφονταν ως ένας υγιής και ρωμαλέος λαός”. Ακόμα κι εκείνες οι ατόλες και οι κοραλλιογενείς βραχονησίδες όπου δεν υπήρχε καθόλου τροφή “διέθεταν σε αφθονία αρτόδεντρα, καρύδες, φοίνικες, συχνά και ταρό, μια ποικιλία βρώσιμων άγριων φυτών, καθώς και πλούσιους θαλάσσιους πόρους”. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μια θεαματική χειροτέρευση της υγείας των ιθαγενών του Ειρηνικού. Οι ανοδικές τάσεις υιοθέτησης μιας διατροφής δυτικού τύπου είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των “αποκαλούμενων ασθενειών του πολιτισμού”, ιδιαίτερα των καρδιακών παθήσεων, της τερηδόνας και του διαβήτη – κακά που ήταν σχεδόν άγνωστα πριν από μερικές μόλις δεκαετίες. Στη Μικρονησία, ο αριθμός των ατόμων που νοσηλεύτηκαν για καρδιακές παθήσεις στα τοπικά νοσοκομεία τριπλασιάστηκε μεταξύ 1958 και 1972: πρόκειται για μια αύξηση που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά από τις αλλαγές στη διατροφή και το στρες της σύγχρονης ζωής10.
Τα δεδομένα αυτά επαληθεύονται επίσης για τους Βουσμάνους Kung στη έρημο της Καλαχάρας (Νότια Αφρική): σήμερα θεωρούνται ως οι φτωχότεροι των φτωχών, όπως υπογραμμίζει ο ανθρωπολόγος Richard Lee11, ο οποίος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη μελέτη αυτής της φυλής και συμπίπτει σε αυτό με άλλους ανθρωπολόγους, που μελέτησαν άλλες ομάδες κυνηγών-συλλεκτών σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Οι πρώτοι περιηγητές που διέτρεξαν μακρινές περιοχές κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Έτσι, ο Mungo Park, στα Ταξίδια στην Αφρική, μας λέει ότι ο ποταμός Γκαμπία βρίθει ιχθύων και ότι η φύση “με τη γενναιόδωρη χείρα της” χορήγησε στους κατοίκους της περιοχής “τις χάριτες της γονιμότητος και της αφθονίας”12. Οι Poncet και Brevedent, δύο Γάλλοι περιηγητές του δέκατου όγδοου αιώνα, σημείωναν ότι η περιοχή της Γκεζίρα, στο Σουδάν, που καταλαμβάνεται σήμερα από βαμβακοκαλλιέργειες καταφαγωμένες από τη διάβρωση, καλυπτόταν τότε από δάση και “από γόνιμες και εξαιρετικά καλλιεργημένες πεδιάδες”, και ότι την αποκαλούσαν Belad-Allah, (η Χώρα του Θεού), “λόγω του μεγάλου της πλούτου”13. Και εύλογα φυσικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Αυστραλοί Αβοριγίνες που, όπως και οι Βουσμάνοι, θεωρούνται σήμερα οι φτωχότεροι των φτωχών, δεν στερήθηκαν ποτέ την τροφή. Ο σερ George Grey, γενικός κυβερνήτης της Νέας Ζηλανδίας στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, έζησε ένα διάστημα ανάμεσά τους, επιμένοντας στο γεγονός πως πάντοτε “έβρισκε τη μεγαλύτερη δυνατή αφθονία μέσα στις καλύβες τους”.
Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι εκείνων των φυλών δεν είχαν ανάγκη την οικονομική ανάπτυξη και το χρήμα που αυτή παρέχει προκειμένου να ζουν καλά και να τρέφονται σωστά –και αναφορικά τουλάχιστον με αυτά τα δύο σημεία, δεν είχαν ανάγκη να σωθούν από κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί φτώχεια. Το αντίθετο είναι η αλήθεια, και αυτό συμβαίνει παντού ανά τον κόσμο.
Φτώχεια και ανεπάρκεια υλικών αγαθών
Ακόμα κι έτσι, θα μπορούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι οι λεγόμενοι πρωτόγονοι λαοί ήταν φτωχοί επειδή δεν είχαν τα χρήματα που θα τους επέτρεπαν να αποκτήσουν υλικά αγαθά, από εκεί λοιπόν προέκυπτε η ανάγκη τους για οικονομική ανάπτυξη. Αλλά τα υλικά αγαθά δεν είναι απαραίτητα παρά στον τύπο της κοινωνίας που ζούμε σήμερα. Ελάχιστο ρόλο παίζουν στη ζωή των διαβιούντων κατά φυλές λαών, ιδιαίτερα των νομαδικών ή ημινομαδικών, που ήταν και η περίπτωση των περισσοτέρων από αυτούς. Οπότε, όταν ο Lawrence van der Post θέλησε να κάνει ένα δώρο σε φίλους του Βουσμάνους με τους οποίους είχε περάσει κάποιο χρονικό διάστημα, ως χειρονομία ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία τους, στάθηκε αδύνατο να σκεφτεί τι να τους προσφέρει: “Ντροπιαστήκαμε διαπιστώνοντας πως δεν υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στους Βουσμάνους. Σχεδόν τα πάντα φαινόταν ότι θα τους έκαναν το βίο δυσκολότερο καθώς θα πρόσθεταν προβλήματα και βάρος στην καθημερινή τους ζωή”.14
Οι πρωτόγονοι λαοί δεν ήταν φτωχοί
Είναι ουσιαστικό να σημειωθεί ότι οι προβιομηχανικοί λαοί δεν είχαν την εντύπωση πως είναι φτωχοί. Δεν υπέφεραν από κάποια ιδιαίτερη μορφή στέρησης που θα μπορούσε εύκολα να καταχωρισθεί ως φτώχεια, σημείο που υπογραμμίζεται σαφώς από τον Marshall Sahlins στο άρθρο του: Η Κοινωνία της αφθονίας. Γράφει: “Οι άνθρωποι που ανήκαν σε διάφορες προ-οικονομικές κοινωνίες κατείχαν συχνά ελάχιστα ‘πράγματα’, αλλά σπάνια ήταν τα άτομα που θεωρούσαν τον εαυτό τους φτωχό. Εκείνο που χαρακτηρίζουμε σήμερα ως ‘φτώχεια’ είναι μάλλον ‘μια επινόηση του πολιτισμού’“.15
H Helena Norbert-Hodge συμμερίζεται απόλυτα τη γνώμη του Marshall Sahlins. Στη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών, πέρασε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της στο Λαντάχ, περιοχή των άνω Ιμαλαΐων συνδεδεμένη πολιτικά με τις Ινδίες, μέχρι πρόσφατα αποκομμένη από τον έξω κόσμο κι όπου συναντάται μια κοινωνία θιβετιανού τύπου. Μας λέει: “Το 1975, ένας νεαρός ντόπιος με πήγε στο Hemis Shukpachan, ένα απόμακρο χωριό. Όλα τα σπίτια μου φαίνονταν εξαιρετικά ευρύχωρα και ωραία, και όταν ζήτησα από τον Tsewang να μου δείξει τα άλλα, εκείνα των φτωχών, φάνηκε να σαστίζει και μου απάντησε πως δεν υπήρχαν φτωχοί. Οχτώ χρόνια αργότερα, τον άκουσα να λέει σε τουρίστες ‘Θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε, είμαστε φτωχοί εμείς εδώ στο Λαντάχ’“.16 Είχαν όντως φτωχύνει από την πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη που είχε ήδη ρημάξει την κοινωνία τους και το φυσικό τους περιβάλλον, έχοντας δημιουργήσει πολυάριθμες νέες και εντελώς τεχνητές ανάγκες, οι οποίες ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν για την πλειονότητα των κατοίκων.
Δεν υπάρχει λέξη που να δηλώνει τη φτώχεια
Ο Serge Latouche , που εργάστηκε επί δεκαετίες στις τενεκεδουπόλεις που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στις πόλεις της Δυτικής Αφρικής, μας λέει στο διαφωτιστικό βιβλίο του Η Άλλη Αφρική: “Δεν υπάρχει καν λέξη στις κυριότερες γλώσσες της μαύρης Αφρικής που να σημαίνει τον φτωχό υπό την οικονομική σημασία του όρου. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνότερα ως μετάφραση του φτωχού σημαίνουν στην πραγματικότητα ‘ορφανός’. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε όλες τις περιστάσεις της καθημερινής ζωής, οι αναφορές στην αθλιότητα δεν παραπέμπουν άμεσα στην έλλειψη χρημάτων, αλλά στην απουσία κοινωνικής στήριξης”17.
Για τον Werner, σύμφωνα με τον Latouche , “το να είσαι ορφανός στην Αφρική αποτελεί ίσως τη χειρότερη θέση που μπορεί να διανοηθεί κανείς, επειδή καθώς λέει η παροιμία των σερέρ: ‘Ο άνθρωπος είναι το συγγενολόι του’18. “Αυτή η κατάσταση συναντάται επίσης στο Μαλί, ανάμεσα στους Bambara, η φτώχεια αποκαλείται φααντάνυα, που στην κυριολεξία σημαίνει χωρίς δύναμη, χωρίς εξουσία”. Ο Latouche παραθέτει τη Chantal Verger κατά την οποία “Οι φααντάν νιώθουν αποδιωγμένοι, σπρωγμένοι στην περιφέρεια, έχουν χάσει κάθε κοινωνική βάση, και κατά πρώτο λόγο εκείνη μιας οικογένειας”19.
Ο Latouche σημειώνει ότι η εικόνα μας για τη φτώχεια είναι νοητή μόνο σε μια ατομικιστική κοινωνία, όπως αυτή την οποία γεννάει αναγκαστικά η οικονομική ανάπτυξη. Γράφει: “Η φτώχεια προϋποθέτει πάντα την αντιπαράθεση του απομονωμένου ατόμου απέναντι στην αδυναμία του. Σε μια ατομικιστική κοινωνία, η ομάδα είναι καθ’ ολοκληρίαν πλούσια ή φτωχή. (…) Αυτό συμβάλλει στην κατάδειξη του ότι η οικονομική ένδεια είναι μάλλον μια δυτική εφεύρεση, όχι μόνον από το γεγονός ότι δημιούργησε νέες υλικές ανάγκες δίχως να τις ικανοποιεί, αλλά κι επειδή η παρείσφρηση της Δύσης έθιξε το σύστημα των αξιών που στηρίζει τις κοινωνικές πρακτικές των παλιών καιρών”20.
Ακόμα και σε μια σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που κατατάσσονται πραγματικά στους φτωχούς είναι άνθρωποι που δεν έχουν στην ουσία την παραμικρή οικογενειακή στήριξη. Θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε ανάμεσά τους και τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των ηλικιωμένων και ανήμπορων προσώπων που έχουν τελείως σχεδόν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους και, εκ των πραγμάτων, κατάντησαν να εξαρτώνται από μια άθλια κρατική σύνταξη, που μετά βίας επαρκεί για την επιβίωσή τους. Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης με πολυάριθμους απομονωμένους γονείς και τα παιδιά τους. Ήδη από το 1974, ο Urie Bronfenbrenner, διάσημος παιδοψυχολόγος, υπογράμμιζε ότι, “πολλά παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες ζουν μέσα στη φτώχεια, παρ’ όλο που δεν έχουν ακόμα κλείσει τα έξι τους χρόνια. Το 45% από αυτά ανήκουν σε μονογονεϊκές οικογένειες”21. Έκτοτε, η κατάσταση χειροτέρευσε αισθητά. Στην Αγγλία, κατά το έτος 2000, ο αριθμός των παιδιών που ζούσαν σε κατάσταση φτώχειας τριπλασιάστηκε από το 1968, περνώντας από τα 1,4 εκατομμύρια στα 4,4 εκατομμύρια στη Μεγάλη Βρετανία του σήμερα. Και δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο αριθμός των μεμονωμένων γονέων επίσης σχεδόν τριπλασιάστηκε στη διάρκεια της ίδιας περιόδου.
Στις τενεκεδουπόλεις των σύγχρονων βιομηχανικών πόλεων, όπου η κοινωνική διάλυση είναι πιο προχωρημένη, εμφανίζεται μια μορφή φτώχειας που απουσιάζει εντελώς από τις παραδοσιακές κοινωνίες. Διαπιστώνουμε εκεί μια κοινωνική και πολιτισμική στέρηση που, από κάποιες πλευρές, είναι πολύ πιο ανυπόφορη από εκείνη που υπάρχει στις τενεκεδουπόλεις πόλεων του Τρίτου Κόσμου όπως η Καλκούτα.
Ο Robert Wurmstedt το θέτει ως εξής: “Στα προάστια των μαύρων Πορτορικανών, στα δυτικά του Σικάγου, η φτώχεια είναι πολύ χειρότερη απ’ όλα όσα μπόρεσα να δω σχετικά με τη φτώχεια στη Δυτική Αφρική. Εκεί τουλάχιστον, οι άνθρωποι καθοδηγούνται από ισχυρές παραδοσιακές αξίες. Δεν ζουν μέσα σ’ ένα μόνιμο φόβο της βίας, των μολύνσεων και της φωτιάς. Δεν συναντάμε εκεί την ίδια αίσθηση της απελπισίας και της κατάπτωσης που μπορείτε να βρείτε σε ένα αμερικάνικο γκέτο”22.
Να κατέβουν από τα σύννεφα
Δεν νομίζω πως ένας άνθρωπος σοβαρός, που έχει συνείδηση των επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης και της παγκοσμιοποίησής της στη διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων στο φυσικό περιβάλλον μας, θα μπορούσε πραγματικά να πιστεύει ότι αυτή η διαδικασία είναι δυνατόν να συνεχιστεί για πολύ. Ακόμα και οι συντάκτες της έκθεσης των Ηνωμένων Εθνών για το 2000, με τίτλο Όψεις του παγκόσμιου περιβάλλοντος, το αναγνωρίζουν: “Η παρούσα πορεία των πραγμάτων δεν θα έχει διάρκεια, και δεν μπορούμε να καθυστερούμε άλλο την παρέμβασή μας”23.
Ούτε οι βιομήχανοί μας ούτε οι πολιτικοί μας φαίνεται να ανησυχούν στο ελάχιστο απέναντι σε προειδοποιήσεις τόσο συχνά επαναλαμβανόμενες. Έτσι, παρ’ όλο που ο αριθμός των αυτοκινήτων ανά τον κόσμο πέρασε από μερικές χιλιάδες το 1900 σε 501 εκατομμύρια σήμερα, οι κατασκευαστές οχημάτων επιμένουν στην παραγωγή εκατοντάδων επιπλέον εκατομμυρίων για να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση, κυρίως στην Κίνα.
Εξάλλου, όπως τονίζει ο Retallack, “Οι εναέριες εμπορικές μεταφορές τριπλασιάστηκαν σχεδόν, περνώντας από 44 δισεκατομμύρια χιλιομετρικούς τόνους το 1985 στα 123 δισεκατομμύρια το 1997, δηλαδή μια αύξηση της τάξεως του 280%. Παρ’ όλα αυτά, η Μπόινγκ προβλέπει ένα νέο τριπλασιασμό από τώρα ως το έτος 2017”24. Ο σερ John Browne, το μεγάλο αφεντικό της British Petroleum, δήλωσε απερίφραστα ότι η ποσότητα του πετρελαίου που θα χρησιμοποιηθεί στην πορεία των δέκα προσεχών ετών θα ξεπεράσει όλο το πετρέλαιο που καταναλώθηκε κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα.
Βεβαίως, όλοι τους ζουν στον κόσμο τους, το ίδιο και οι πολιτικοί μας και οι υπεύθυνοι των διεθνών οργανισμών, ειδικότερα οι οργανώσεις του Bretton Woods, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ένας από τους κυριότερους χρηματοδότες του πλανήτη αναφορικά με την παραγωγή πετρελαίου και άνθρακα. Οφείλουν να επιστρέψουν το συντομότερο στη γη, να κατέβουν από τα σύννεφα, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να λάβουν υπόψη τους ένα γεγονός αναπόφευκτο: αν θέλουμε να έχουμε ένα κάποιο μέλλον πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, για να μη μιλήσουμε για τη μείωση ή την εξαφάνιση της φτώχειας, οφείλουμε να αλλάξουμε εντελώς κατεύθυνση και να αντιστρέψουμε τη φορά της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι θα συστρατευθούμε σε ένα προσεκτικά συγκροτημένο και συγχρονισμένο πρόγραμμα από-ανάπτυξης και κατά συνέπεια από-αποικισμού και μερικής αποχρηματοποίησης.
[L’ ECOLOGISTE, V. 2, No 1, Printemps 2001, σελ. 20… ]
Μετάφραση από τα γαλλικά,
Στράτος Ιωαννίδης
23/08/01, Σύρος.