του Γιώργου Καραμπελιά
Με την ευκαιρία της σύλληψης των μελών της 17ης Νοεμβρίου βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κυνήγι μαγισσών που δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολιτευτική περίοδο. Στην πραγματικότητα δε, επειδή δεν υπάρχουν οι εσωτερικοί όροι για κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι η τρομοκρατική δραστηριότητα είναι περιορισμένης έκτασης και παρελθούσα, γίνεται η προσπάθεια να κατασκευαστεί ένας εχθρός, έστω και εικονικός, μέσα από την υστερία των ΜΜΕ.
Πολλοί φίλοι μας, και εν μέρει ορθά, υποστηρίζουν πως οι αρνητικές συνέπειες από τη δράση της 17ης Νοέμβρη, την προηγούμενη περίοδο, ήταν μάλλον μικρές, δεδομένου ότι ποτέ δεν υπήρξε ένα γενικευμένο κύμα αντιτρομοκρατικής υστερίας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως σε όλες τις χώρες το συγκεκριμένο κλίμα δημιουργήθηκε πάντα σε συνδυασμό με τις συλλήψεις μελών των τρομοκρατικών οργανώσεων, τις ανταπαντήσεις που ακολουθούσαν κ.ο.κ. Εξ’ άλλου τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την ανάληψη της Ολυμπιάδας και το θάνατο του Σώντερς εντείνονται οι διεθνείς πιέσεις με πρόσχημα την τρομοκρατία, πιέσεις που γίνονται αφόρητες την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
Μετά λοιπόν τις συλλήψεις που ακολούθησαν την 29η Ιουνίου, το ζήτημα της τρομοκρατίας αναδεικνύεται, διογκώνεται και παραμορφώνεται με σημαντικές ιδεολογικές επιπτώσεις: Ένα υστερικό φασιστικό κλίμα σκιάζει την ελληνική πραγματικότητα για τρεις ολόκληρους μήνες. Κάθε μορφή αντίστασης παλαιότερη ή σημερινή, ποινικοποιείται. Ακόμα και ο αγώνας κατά της δικτατορίας καθίσταται ύποπτος. Η αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους, τους Κούρδους, που κάποτε μπορούσε να διατυμπανίζεται ακόμα και από κυβερνητικά στελέχη, μεταβάλλεται σε υποθήκη. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά και τα τηλεοπτικά μέσα βρίθουν δηλώσεων νομιμοφροσύνης και προσχώρησης στο κράτος της Νέας Τάξης. Οι εξωνημένοι διανοούμενοι που είχαν “κτυπήσει” με την ευκαιρία του Οτσαλάν και της Γιουγκοσλαβίας ενεργοποιούνται και πάλι. Ο Μίκης Θεοδωράκης πλέκει το εγκώμιο της Αστυνομίας και ο Στέλιος Ράμφος καλεί την Αριστερά να εγκαταλείψει κάθε αρνητικότητα και να προσχωρήσει στην “θετικότητα” της αποδοχής του καθεστώτος. Τελευταίο αλλά όχι ελάχιστο, επανενεργοποιούνται τα σύνδρομα της διαίρεσης των Ελλήνων σε αριστερά και δεξιά, που είχαν αμβλυνθεί τα τελευταία χρόνια, εξ αιτίας του ότι η εκσυγχρονιστική αριστερά είχε περάσει στην εξουσία.
Οι συνέπειες για τα κόμματα είναι καταλυτικές: στήνεται ένα σκηνικό παρόμοιο με το δυτικο-ευρωπαϊκό με την ενίσχυση της νεοταξικής πτέρυγας της ελληνικής πολιτικής σκηνής: Η Νέα Δημοκρατία κάτω από την αμερικανική πίεση περνάει σε θέσεις φιλοαμερικανικές και εγκαταλείπει ταχύτατα τον παλιό λαϊκισμό της εποχής της Σερβίας, με αποτέλεσμα να αφήνει ακάλυπτη τη λαϊκή βάση της στη δημαγωγία των Καρατζαφέρηδων. Το ΠΑΣΟΚ ενισχύει τη φιλοαμερικανική πτέρυγά του ή μάλλον κινείται ολόκληρο σε φιλοαμερικανικές θέσεις. Τέλος, στα Αριστερά ο Συνασπισμός οδηγείται σε αδιέξοδο και το ΚΚΕ σε παραπέρα περιθωριοποίηση.
Οι πάντες λοιπόν καλούν το λαό να συνταχθεί με τη Νέα Τάξη, διότι διαφορετικά θα ταυτιστεί με την Τρομοκρατία. Και όμως υπάρχει ένας άλλος δρόμος. Αυτός που είχαμε επιλέξει ήδη στο παρελθόν όταν διαδηλώναμε το 1985 κάτω από ένα πανώ που διακήρυσσε: “Ούτε με το κράτος, ούτε με την τρομοκρατία”.
Όσο λοιπόν και αν επιχειρούν να κλείσουν οριστικά την “ελληνική ιδιαιτερότητα”, της αντίστασης στη Νέα Τάξη, χρησιμοποιώντας την τρομοκρατία και όσο και αν φαίνεται να κερδίζουν πρόσκαιρα, ταυτόχρονα μεγαλώνει και η αηδία του ελληνικού λαού για το στημένο σκηνικό της νομιμοποίησης των εγκλημάτων της Νέας Τάξης. Και χωρίς την 17η Νοέμβρη και την υποθήκη που αντιπροσώπευε τα τελευταία χρόνια, θα τα καταφέρουμε ακόμα καλύτερα!
Υ.Γ. Γιατί η τρομοκρατία είχε πάψει εδώ και χρόνια να αποτελεί πραγματική και ενεργό απειλή για το καθεστώς – ο ΕΛΑ είχε σιγήσει και στην “17 Νοέμβρη” είχαν απομείνει ελάχιστα ενεργά στελέχη. Και όμως ο μπαμπούλας της “τρομοκρατικής απειλής” διαστέλλονταν όσο αυτή, στην πραγματικότητα, συρρικνωνόταν. Η “17 Νοέμβρη” δεν είχε πλέον καμιά εσωτερική δυναμική. Γι’ αυτό και η κατάρρευση της πλειοψηφίας των νυν ή πρώην μελών της.
Θυμίζω τι γράφαμε το 1985:
Αν λοιπόν η “πρώτη γενιά” των ανταρτών πόλης είχε ένα έντονο ιδεολογικό και πολιτικό στοιχείο στην πάλη της, συνδέοντάς την με την ανάγκη συνολικών μετασχηματισμών, η δεύτερη διαγράφει ένα άλλο υποκείμενο και μια άλλη πρακτική. Ένα υποκείμενο και μια πρακτική που δεν αναφέρεται τόσο πια σε ένα πρόγραμμα, ένα στόχο, αλλά έχει μεταβάλει τη βία σε τρόπο ζωής. Πρόκειται πια για ένα φαινόμενο ύψιστης απελπισίας. Είδαμε στην Ιταλία παλιά μέλη των ένοπλων οργανώσεων να ζούνε σε κλειστά κυκλώματα που πραγματοποιούν ληστείες και άλλες ενέργειες, χωρίς κανένα πολιτικό πρόγραμμα και προοπτική. Πιθανά παρόμοια κατεύθυνση διαγράφεται και σε ένα κομμάτι του τρομοκρατικού μικρόκοσμου της Ελλάδας. Τώρα το ένοπλο δεν είναι μέσο, είναι ο ίδιος ο στόχος, είναι το μέσο έκφρασης κάποιων ανθρώπων στα όρια της απελπισίας. (Βλ περιοδικό Ρήξη, Μάιος 1985, “Η δεύτερη γενιά”).
Σήμερα πια δεν έχει μείνει ούτε η απελπισία, απλά μια κυνική απογοήτευση, τουλάχιστον για τους περισσότερους.