της Φ. Χιλ, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Εισαγωγή
Η Ρωσία επέστρεψε στον παγκόσμιο στρατηγικό και οικονομικό χάρτη. Από το 1999, ως μία από τις πιο πλούσιες σε ενεργειακά κοιτάσματα χώρες, έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ωφεληθεί από την ενεργειακή ανασφάλεια, την αστάθεια στη Μ. Ανατολή και τη δραματική αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Ανακτώντας τον ρόλο που κατείχε στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν η ΕΣΣΔ και όχι η Σαουδική Αραβία ήταν ο πρώτος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, έχει μεταμορφωθεί από μία αδρανή στρατιωτική δύναμη (αν και πάντα πυρηνική) σε μία μεγάλη ενεργειακή δύναμη. Η ρώσικη οικονομία, λοιπόν, έκανε ένα μεγάλο άλμα λόγω του κύματος των αυξημένων τιμών και της μεγάλης παραγωγής πετρελαίου1. Αν και τα οικονομικά της μεγέθη την κατατάσσουν ακόμα στον κύκλο χωρών όπως η Βραζιλία ή το Μεξικό, οι ενεργειακοί της πόροι φαίνεται να της δίνουν το εισιτήριο για τη μεγάλη κατηγορία, ειδικά αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα ύψη. Η εκπληκτική ανάπτυξη της οικονομίας της από το 1999 έχει αρχίσει να αλλάζει τη φύση της ρωσικής ισχύος και τον τρόπο με τον οποίο αυτή ασκείται. Αν και η ίδια έχει ανακτήσει πολλά από τα απομεινάρια της σοβιετικής «σκληρής ισχύος» συμπεριλαμβανομένων και των πυρηνικών όπως και ενός μεγάλου συμβατικού στρατού και ξανακερδίζει τη θέση της ΕΣΣΔ στις ενεργειακές αγορές, δεν είναι η υπερδύναμη που ήταν κάποτε. Τα κέρδη από την ενέργεια δεν χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν τους εξοπλισμούς ή για να ξαναζωντανέψουν τη ρωσική αμυντική βιομηχανία, σε βάρος όλων των άλλων τομέων, όπως συνέβαινε τη σοβιετική περίοδο. Ο πλούτος του πετρελαίου έχει γίνει περισσότερο τρόφιμα παρά όπλα.
Η αναγέννηση της «ήπιας ισχύος»
Από το 2000 και μετά, η Ρωσία σταδιακά εγκαταλείπει την παλιά σοβιετική προσέγγιση της έμφασης στη διατήρηση και ανάπτυξη της στρατιωτικής ισχύος της, ώστε να εξασφαλίσει τη γεωπολιτική της θέση. Αντιθέτως, η Μόσχα έχει καταφύγει στη μέθοδο της χρησιμοποίησης των ενεργειακών της πόρων, ώστε να ενθαρρύνει γειτονικά κράτη να σχετιστούν στενότερα με τις περιφερειακές της πολιτικές. Την ίδια στιγμή, η αναπτυσσόμενη ρωσική οικονομία, η χρήση της ρωσικής γλώσσας ως μίας περιφερειακής lingua franca –γλώσσα του εμπορίου, της εργασίας και της εκπαίδευσης– για πολλά από τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το εύρος της κυκλοφορίας των νέων ρωσικών καταναλωτικών προϊόντων, μία αναπτυσσόμενη πολιτιστική κουλτούρα που εξαπλώνεται μέσω της δορυφορικής τηλεόρασης, μία ενισχυόμενη βιομηχανία κινηματογράφου, ροκ μουσικής, λογοτεχνίας, και η αναγέννηση της μεγάλης ρωσικής καλλιτεχνικής παράδοσης, έχουν κάνει τη Ρωσία πιο ελκυστική στους γειτονικούς πληθυσμούς απ’ ό,τι τη δεκαετία του ’90. Ήδη τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει πόλος μετανάστευσης στην Ευρασία. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πλημμυρίσει τη Μόσχα, την Αγ. Πετρούπολη και άλλες ρωσικές πόλεις, συγκεκριμένα από τον Νότιο Καύκασο και τη Κεντρική Ασία, προς αναζήτηση δουλειάς και μιας καλύτερης ζωής.
Αντί για τον Κόκκινο Στρατό, τις δυνάμεις εισβολής στην Ουκρανία, στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, τώρα κυριαρχούν το ρωσικό φυσικό αέριο και το τεράστιο μονοπώλιο αερίου, η Gazprom, ο ρωσικός ηλεκτρισμός, η κολοσιαία ενεργειακή εταιρία UES και τα ρωσικά πολιτιστικά και καταναλωτικά προϊόντα. Η Gazprom είναι ο κύριος προμηθευτής αερίου στις ευρασιατικές χώρες και έχει ανακτήσει τη θέση της σε αγορές όπως της Γεωργίας, όπου και άλλες εταιρείες είχαν εισέλθει στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η UES έχει επίσης επεκτείνει τις αγορές της ιδιαιτέρως στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, όπου οι άμεσες ιδιωτικοποιήσεις στον ενεργειακό τομέα είχαν φέρει ξένους επενδυτές. Επιπλέον, ιδιωτικές εταιρείες όπως η ρωσική Wimm-Bill-Dann (τρόφιμα) άρχισαν να κυριαρχούν σε περιφερειακές αγορές γαλακτοκομικών και φρουτοχυμών. Το 2002, οι συνολικές ρωσικές επενδύσεις στις χώρες της Λευκορωσίας, Μολδαβίας, Αρμενίας, Ουκρανίας και Καζακστάν έφταναν το 1 δισ. δολάρια. Από τον Γενάρη ως τον Σεπτέμβρη του 2003, το εμπόριο της Ρωσίας με τις γειτονικές χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (CIS) αυξήθηκε κατά 30% από την ίδια περίοδο του 2002, ενώ οι εξαγωγές ξεπερνούν κατά πολύ τις εισαγωγές.
Όπως επεσήμανε και ο διευθυντής της UES Ανατόλι Τσουμπάις σε μια συνέντευξή του στον ρωσικό τύπο στα τέλη του 2003: «Οι ρωσικές επιχειρήσεις με αυτοπεποίθηση επεκτείνονται πέρα από τα σύνορα». Η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα ν’ αντιπαρατεθεί στις ΗΠΑ ως προς τη φύση και την έκταση της «ήπιας ισχύος» της. [ ] Αλλά βρίσκεται σε πορεία επανάκτησης της «ήπιας ισχύος» που κάποτε απολάμβανε η ΕΣΣΔ στην άμεση σφαίρα επιρροής της. Αυτή η άνοδος γίνεται όλο και πιο εμφανής σε προσεκτικούς παρατηρητές στην Ευρασία. Αν το ρεύμα μετανάστευσης συνεχιστεί, αν οι ρωσικές επενδύσεις στις γειτονικές χώρες αυξηθούν, αν η νεολαία της περιφέρειας εξακολουθήσει να παρακολουθεί ρωσική τηλεόραση και κινηματογράφο ή ν’ αγοράζει ρωσικό λογισμικό, CD και DVD και άλλα καταναλωτικά προϊόντα, και ιδιαίτερα αν, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, μαζευτεί το βαρύ χέρι της Μόσχας και απλωθεί αυτό του εμπορίου, η Ρωσία θα πετύχει μια οικονομική και πολιτιστική κυριαρχία στην Ευρασία, όμοια με αυτή που απολαμβάνουν οι ΗΠΑ στην Αμερική. [ ]
Η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας και του ενεργειακού τομέα
Η αλλαγή ήρθε στα 1999 με 2000, με την ανάκαμψη από την κρίση της ρωσικής οικονομίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι παρατηρητές της ρωσικής οικονομίας ενδεικτικά αναφέρουν έναν αριθμό παραγόντων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άνθηση της ρωσικής οικονομίας μετά το κραχ του 1998: μείωση των τιμών και κατάρρευση των όρων του εξωτερικού εμπορίου, γεγονότα που είχαν ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση των εισαγωγών ενισχύοντας την εσωτερική παραγωγή καταναλωτικών και βιομηχανικών προϊόντων. μείωση των πραγματικών μισθών και απόθεμα αχρησιμοποίητων παραγωγικών πόρων κεφαλαίου και εργασίας ως συνέπεια της υπολειτουργίας της ρωσικής βιομηχανίας στη δεκαετία του 1990. Τέλος, μία σειρά μεταρρυθμίσεων που προωθήθηκαν από τη κυβέρνηση μετά τη πρώτη ανάκαμψη από τη κρίση και οδήγησαν σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας της βιομηχανίας. Εντούτοις, ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν η αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου από περίπου 10 δολάρια το βαρέλι, τον Δεκέμβρη του 1998 (με ετήσιο μέσο όρο 11,80 δολ. για το 1998), στα περίπου 33 δολ. το βαρέλι, τον Σεπτέμβριο του 2000. Αυτό αποτέλεσε μια ισχυρότατη τονωτική ένεση μετρητών στην εσωτερική αγορά. Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου ήταν ο κύριος παράγοντας για την ανάκαμψη της ρωσικής πετρελαιοβιομηχανίας, η οποία είχε επηρεαστεί αρνητικά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και αντιμετώπιζε μία παρατεταμένη συρρίκνωση κατά τη δεκαετία του ’90.
Με αφετηρία το 1993, η βιομηχανία ιδιωτικοποιήθηκε εν μέρει και δημιουργήθηκε ένας αριθμός καθετοποιημένων εταιρειών πετρελαίου, που συνδύαζαν την έρευνα, την παραγωγή, την διύλιση, την διανομή και την πώληση. [ ] Η δεκαετία χαρακτηρίστηκε από την ανάδυση νέων Ρώσων βαρόνων ή «ολιγαρχών» του πετρελαίου, όπως ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι της Γιούκος, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι και ο ο Ρόμαν Αμπράνοβιτς της Σίμπνεφτ, οι οποίοι δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στη σοβιετική πετρελαιοβιομηχανία αλλά είχαν πρόσβαση σε χρηματοδοτικά κεφάλαια από ιδιωτικές τράπεζες, τις οποίες κατείχαν και ήλεγχαν, καθώς και στενούς πολιτικούς δεσμούς με τη ρωσική κυβέρνηση.
Στο μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του ’90, οι νέοι Ρώσοι ολιγάρχες της ενέργειας κατηύθυναν τις επιχειρήσεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τους φόρους στο κράτος και μετακίνησαν μεγάλα ποσά κεφαλαίου σε φορολογικούς παραδείσους, καθώς η παραγωγή πετρελαίου στη Ρωσία δεν ήταν καθόλου επικερδής. Η ζήτηση στο πετρέλαιο μειώθηκε περισσότερο από 40%, κατά τη περίοδο 1990-1995, ενώ η παραγωγή πετρελαίου, ανάμεσα στο 1988 και το 1998, υπέστη μείωση της τάξεως του 50%, από 11 εκατ. στα περίπου 6 εκατ. βαρέλια τη μέρα.
Η αιφνίδια εισροή μετρητών από τις αυξημένες τιμές πετρελαίου σε μία ιδιαίτερα στάσιμη βιομηχανία μετέβαλε άρδην το κλίμα. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου τίναξε στα ύψη τα κέρδη των εταιρειών, ακόμη και χωρίς αυξήσεις στη παραγωγή, ενώ η υποτίμηση του 1998 είχε ήδη μειώσει σημαντικά το κόστος (συμπεριλαμβανομένου και του κόστους εργασίας) για τους Ρώσους παραγωγούς ενέργειας. Μετά το 1999, το χαμηλό κόστος και οι υψηλές τιμές της ενέργειας αποτέλεσαν τον συνδυασμό της νίκης.
Αυτή η εξέλιξη προσέφερε στις ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες το απαραίτητο εσωτερικό κεφάλαιο για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα στη παραγωγή χωρίς την ανάγκη νέων εξωτερικών επενδύσεων. Ανενεργά πηγάδια επαναλειτούργησαν, νέα μηχανήματα αγοράστηκαν, και εισήχθη νέα τεχνολογία για να βελτιώσει την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Μέχρι το τέλος του 2001, η ρωσική παραγωγή πετρελαίου αυξήθηκε κατά 1 εκατ. βαρέλια τη μέρα, φθάνοντας τα 7 εκατ. βαρέλια. Νέες υποδομές, συμπεριλαμβανομένου του Συστήματος Αγωγών της Βαλτικής και μίας νέας πλατφόρμας στο Πριμόρσκ, στον Κόλπο της Φινλανδίας, χτίστηκαν για να αυξήσουν τη δυνατότητα εξαγωγών κατά 12%. Ξεκίνησαν σχέδια για ακόμη μεγαλύτερη επέκταση του δικτύου εξαγωγών. Μέχρι το 2004, η παραγωγή πετρελαίου της Ρωσίας είχε αυξηθεί ακόμη περισσότερο, για να φθάσει τα 9 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα _ με μεσοπρόθεσμες δυνατότητες για ακόμη μεγαλύτερη αύξηση, τουλάχιστον ως τα 11 εκατ. (κοντά στα υψηλότερα επίπεδα της παραγωγής επί ΕΣΣΔ) – και με τις εξαγωγές να ξεπερνούν τα 4 εκατ. βαρέλια τη μέρα.
Οι εξαγωγικές δυνατότητες της Ρωσίας αυξήθηκαν όχι μόνο λόγω των νέων δικτύων αγωγών και λιμανιών, αλλά και από το γεγονός ότι οι δικές της απαιτήσεις σε πετρέλαιο παρέμειναν χαμηλές, ως αποτέλεσμα της συνεχούς ύφεσης της βαριάς βιομηχανίας. Σε αντίθεση με το ρωσικό αέριο, όπου μόνο το ένα τρίτο της παραγωγής εξάγεται, η μισή παραγωγή πετρελαίου είναι διαθέσιμη για εξαγωγές.
Το περισσότερο από το φυσικό αέριο της Ρωσίας χρησιμοποιείται για παραγωγή ενέργειας, για τη θέρμανση σπιτιών και τη βιομηχανία. Ενώ το πετρέλαιο έχει κατεξοχήν φέρει μεγάλα ποσά χρημάτων από το εξωτερικό, το αέριο έχει συντηρήσει τη ρωσική οικονομία στο εσωτερικό – ως ο κύριος τροφοδότης της εθνικής βιομηχανίας και των νοικοκυριών.
Ο τομέας του αερίου δεν ιδιωτικοποιήθηκε στη δεκαετία του ’90 και ελέγχεται ακόμη από το κρατικό μονοπώλιο της Gazprom, της οποίας τα έσοδα από εξαγωγές επίσης αυξήθηκαν μετά το 1999 από τις υψηλές ενεργειακές τιμές.
Η άνοδος των τιμών και η ανάκαμψη της παραγωγής πετρελαίου μετά το ’99 αποτέλεσαν εξαιρετικά νέα για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Ρωσίας. Οι φυσικοί πόροι αποτελούν περίπου το 80% των ρωσικών εξαγωγών, ενώ οι εξαγωγές πετρελαίου και αερίου αποτελούν το 55% του συνόλου, καθιστώντας τον προϋπολογισμό εξαιρετικά εξαρτημένο από τον ενεργειακό τομέα. Στη πραγματικότητα, το 37% των εσόδων του προϋπολογισμού προέρχονται από φόρους στο πετρέλαιο και το αέριο. Πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ έδειξε ότι κάθε αύξηση στη τιμή του πετρελαίου (αργό των Ουραλίων) κατά ένα δολάριο ανά βαρέλι αυξάνει τα έσοδα του ρωσικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού κατά 0,35% του ΑΕΠ. Επιπλέον, ο αντιπρόσωπος του ΔΝΤ στη Μόσχα, Goohoon Kwon, υποστήριξε ότι ο πετρελαϊκός τομέας συνεισέφερε το 80% των συνολικών εσόδων της κυβέρνησης κατά τη περίοδο 1999-2001. Την ίδια στιγμή, αλλαγές στη παγκόσμια τιμή του πετρελαίου συνεισέφεραν στο 60%-75% των πετρελαϊκών εσόδων μεταξύ 1998-2001.
Εν συντομία, ως αποτέλεσμα του απότομου άλματος στις τιμές πετρελαίου και της αναγέννησης της ρωσικής ενεργειακής βιομηχανίας, η οικονομική κατάσταση της Ρωσίας βελτιώθηκε σημαντικά. Και με την οικονομική της ανάπτυξη, η Ρωσία ξαφνικά απέκτησε κάτι περισσότερο από μία σιδερένια γροθιά για να προσφέρει στους γείτονές της. Έγινε σταδιακά ένας πιο ελκυστικός εμπορικός εταίρος.
Σεπτέμβριος 2004
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
- Ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της ρώσικης οικονομίας στην περίοδο 2002-2003, οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες σημείωσαν μία μικρή πτώση (2,72% του ΑΕΠ το 2002, 2,64% το 2003). Στην πραγματικότητα όμως, η οικονομική ανάπτυξη συγκάλυψε την άνοδο των αμυντικών δαπανών, οι οποίες στην πραγματικότητα αυξήθηκαν από το 14,38% του προϋπολογισμού του 2002 στο 14,69% το 2003. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας παραμένουν στα ίδια επίπεδα με άλλες ισχυρές στρατιωτικά δυνάμεις, όπως είναι η Ινδία, η Ιαπωνία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Μετάφραση:
Διονύσης Γρανάς