Αρχική » Παγκοσμιοποίηση, Έθνος-Κράτος και Αριστερά

Παγκοσμιοποίηση, Έθνος-Κράτος και Αριστερά

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Βασιλειάδη, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005

Εισαγωγή
Στην «Αριστερά», σήμερα, υπάρχει τεράστια ιδεολογική σύγχυση όσον αφορά τον ρόλο και τη σχέση του έθνους-κράτους και της παγκοσμιοποίησης, και όχι μόνο. Επικρατεί μία αναχρονιστική αντίληψη σχετικά με αυτό που θεωρείται εθνικό και αυτό που χαρακτηρίζεται διεθνιστικό, με αυτό που θεωρείται οπισθοδρομικό, συντηρητικό και αντιδραστικό και αυτό που κρίνεται προοδευτικό, ριζοσπαστικό και επαναστατικό.
Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι δημιουργείται ένα ιδεολογικό πρότυπο και μια ιδεολογική λογική που αποπροσανατολίζει την «Αριστερά», την ενσωματώνει στη λογική της νέας τάξης και μ’ αυτό τον τρόπο τη μετατρέπει σε απολογητή της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Τέτοιες τραυματικές εμπειρίες έχουμε πάμπολλες, αν αναλογιστούμε τα κινήματα, οικολογικά και ριζοσπαστικά, που προέκυψαν από την εποχή του Μάη του ‘68 και που αποτελούσαν τη μοντέρνα ελπίδα της «Αριστεράς» και τα οποία όμως ενσωματώθηκαν στο σύστημα και κατέληξαν να αποτελούν τα ιδεολογικά και πολιτικά του στηρίγματα. Αν μελετήσουμε τους κύριους εκφραστές αυτών των κινημάτων, θα δούμε τελικά –εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις– ότι έγιναν απολογητές τoυ νεοφιλελευθερισμού και πρωτεργάτες της αντίδρασης.
Γι’ αυτό τον λόγο χρειάζεται και αποτελεί επιτακτική ανάγκη, ο επανακαθορισμός των θεωρητικών εργαλείων ανάλυσης της πραγματικότητας, θέμα που έχει σχέση και με την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική κρίση της «Αριστεράς».
Για τον λόγο αυτό θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αναλυτικά ορισμένα θέματα που η λανθασμένη –κατά την άποψή μας– ερμηνεία τους οδηγεί την «Αριστερά» σε μια πολιτική που τελικά αντιστρατεύεται τους στόχους της και τη δική της εναλλακτική πολιτική πρόταση.
Θα ασχοληθούμε σαφώς με αυτονόητα θέματα που, με την ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στον χώρο της «Αριστεράς», θεωρούνται δεδομένα (λυμένα) και άρα ανάξια συζήτησης.
Εμείς θεωρούμε ότι τίποτε πια δεν είναι δεδομένο και όλα πρέπει να τα αντιμετωπίσει κανείς από μια νέα θεωρητική σκοπιά και με αυστηρά κριτικό πνεύμα, χωρίς ιδεολογικά ταμπού και προκαταλήψεις.

Η λογική της διεθνοποιημένης αγοράς και η μοντέρνα εκδοχή του έθνους – κράτους
Η ανάλυση της πραγματικότητας απαιτεί να καθορίσουμε τι είναι και τι σημαίνει ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», σήμερα, σε σχέση με το έθνος-κράτος.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μοντέρνα έκφραση του παγκόσμιου καπιταλισμού που, για την ολοκληρωτική του επικράτηση, στρατηγικό στόχο έχει την καταστροφή όλων των συλλογικών δομών και θεσμών που μπορούν να σταθούν εμπόδιο στη λογική της αγοράς. Αποτελεί με άλλα λόγια ένα οργανωμένο σύστημα (ιδεολογικοπολιτικό) ελέγχου ή καταστροφής κάθε συλλογικότητας, είτε αυτή λέγεται έθνος-κράτος είτε πρόκειται για άλλες μορφές συλλογικής ύπαρξης ή δράσης. Στόχος είναι η εξατομίκευση και ιδιωτικοποίηση των πάντων για την ευκολότερη ένταξη και τον έλεγχό τους μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τάξη.
Τέτοιες συλλογικές οντότητες είναι οι πολιτικοί φορείς, οι δικαστικοί και εκκλησιαστικοί θεσμοί, οι συνδικαλιστικές και συνεταιριστικές ενώσεις ως φορείς υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, και ακόμη οι πολιτιστικές δομές που πρέπει να προσαρμοστούν στο πλαίσιο της νέας τάξης πραγμάτων, μεταβάλλοντας τους ανθρώπους σε απλά καταναλωτικά και εμπορευματικά όντα.
Σε όλο αυτό το πλέγμα, καθοριστικός είναι ο παράγοντας «εθνικό κράτος» που περιλαμβάνει βασικά και τις άλλες συλλογικές οντότητες.
Εδώ συνεπώς διακρίνουμε κατά κανόνα μια αντίθεση ανάμεσα στις τάσεις επικράτησης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (του νεοφιλελευθερισμού) και στις αντιστάσεις του έθνους-κράτους που αντιστρατεύεται αυτήν την παγκοσμοιοποίηση.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι πραγματικά το έθνος-κράτος η συλλογική οντότητα με όλες τις άλλες συλλογικές δομές που προβάλλει αντίσταση στον παγκοσμιοσποιημένο καπιταλισμό σήμερα ή συμβαίνει κάτι διαφορετικό που χρειάζεται μια άλλη ερμηνεία; [ ]

Το κράτος πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ισχυριζόμαστε εκ προοιμίου, και αυτό θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε, ότι το μοντέλο ερμηνείας του κράτους από μέρους του Μαρξ και του Λένιν, κατά τη δική τους εποχή, είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο που ακολουθεί τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδίως με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού.
Το κράτος ως προϊόν της ταξικής πάλης, είναι όργανο καταναγκασμού της αστικής τάξης πάνω στην εργατική και, αν θέλουμε, και στους συμμάχους της. Από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επικρατούσε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις, οι οποίες μάλιστα διεξήγαγαν εξοντωτικούς πολέμους μεταξύ τους για να κατοχυρώσουν τα συμφέροντά τους.Το εθνικό κράτος ήταν η βάση της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων της αστικής τάξης.
Η βασική σύγχυση οφείλεται κυρίως στον ισχυρισμό ότι, εφόσον η αστική τάξη ήταν «πατριωτική και εθνική», η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας είναι μια αστική πολιτική και δεν αφορά την «Αριστερά».
Επιπροσθέτως, το αστικό κράτος ήταν βαθιά ταξικό γιατί ήταν όργανο καταπίεσης και εκμετάλλευσης του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων, της αγροτιάς κ.λπ.
Στην εποχή μας, ωστόσο, με τη διεθνοποίηση της οικονομίας και την κατάργηση της οικονομικής βάσης του εθνικού κράτους, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά.
Οι αστικές τάξεις του μητροπολιτικού κέντρου του καπιταλισμού και οι εξαρτημένες ή –ακόμη κι οι ανεξάρτητες– αστικές τάξεις της περιφέρειας, κατάφεραν να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τις κρίσεις τους, σε πείσμα της θεωρίας που έβλεπε τη συντριβή τους. Στην πράξη πέτυχαν αυτό που οι κομμουνιστές διακήρυτταν στη θεωρία, για την ενότητα των προλεταρίων. Το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», που παραμένει ακόμη ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, έγινε πραγματικότητα από τους αντιπάλους της εργατικής τάξης και των εργαζομένων γενικότερα: ο διεθνισμός του κεφαλαίου. Αυτό δείχνει τη μεγάλη ικανότητα και δυνατότητα του καπιταλιστικού συστήματος να προσαρμόζεται στα καινούργια δεδομένα, προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία του. Από τα παραπάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι ορισμένα συνθήματα της Αριστεράς ο καπιταλισμός τα προσαρμόζει στους δικούς του σκοπούς.
Και εδώ έγκειται –απ’ ότι φαίνεται– το τραγικό λάθος της «Αριστεράς» και η συνεπακόλουθη σύγχυσή της. Κι αυτό, γιατί εξακολουθεί να βλέπει τα πράγματα στατικά, γαντζωμένη σε αντιλήψεις, που έχασαν την επαλήθευσή τους στη δοκιμασία τους με την πραγματικότητα.
Πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αστική τάξη ήταν κατά γενική ομολογία «εθνική και πατριωτική», όσο τα συμφέροντά της ήταν ταυτισμένα με τη ύπαρξη του εθνικού κράτους. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες δεν υπάρχουν πια. Τα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού, κάτω από την ηγεμονία των ΗΠΑ, έχουν αναπτύξει πολλαπλούς μηχανισμούς ελέγχου της παγκόσμιας κοινότητας, για να εξασφαλίσουν την όσο το δυνατό απρόσκοπτη καταπίεση κι εκμετάλλευσή της. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που ενδιαφέρει τον παγκόσμιο καπιταλισμό είναι η με οποιοδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε μέσο κυριαρχία του. Εάν αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία, την προσαρμογή ή την καταστροφή των συλλογικών δομών οπουδήποτε στη γη, αυτό έχει να κάνει απλώς με την επιλογή των μεθόδων εφαρμογής του στρατηγικού στόχου που είναι η επιβολή και η κυριαρχία.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, η κατάλυση του εθνικού κράτους από τον νεοφιλελευθερισμό αποτελεί οπισθοδρόμηση, ενώ η υπέρβασή του σε μια ανώτερη κοινωνική οργάνωση είναι καθήκον κάθε πραγματικού προοδευτικού κινήματος. Συνεπώς υπάρχει σήμερα ένα εθνικό-πατριωτικό και ένα κοινωνικό καθήκον.

Η Πατριωτική και Κοινωνική Αριστερά
Η Αριστερά, για να είναι αξιόπιστη και αποτελεσματική, πρέπει να συνδυάζει εκτός των άλλων τον πατριωτισμό με την κοινωνική αλληλεγγύη. Εάν λείπει το ένα σκέλος, τότε πραγματικά είναι ανάπηρη. Ο πατριωτισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Αριστεράς στην εποχή που ζούμε. Είναι σαν τους δύο πνεύμονες. Εάν λείπει ο ένας, οι δυνατότητές της είναι περιορισμένες. Εκτός αυτού, έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με την Κοινωνική Αριστερά, που σήμερα είναι εγκλωβισμένη στα δύο αστικά (νεοφιλελεύθερα) κόμματα εξουσίας, αλλά παραμένει πατριωτική και ευαίσθητη στα εθνικά θέματα.
Είναι γνωστό ότι το 92 % των Ελλήνων πολιτών ήταν ενάντια στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από τις συνασπισμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, των κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μηδέ εξαιρουμένων. Επίσης 83 % του ελληνικού λαού, όπως έδειξαν οι δημοσκοπήσεις, τάχτηκε ενάντια στο αγγλοαμερικανικό σχέδιο Ανάν, σε αντίθεση με τα δύο κόμματα εξουσίας που, παρ’ όλες τις παραλλαγές, το υποστήριξαν. Ακόμη, το 76% των Κυπρίων ψήφισαν εναντίον του σχεδίου. Αλλά και γενικότερα ο Έλληνες πολίτες στην πλειοψηφία τους ήταν σαφώς κατά της εισβολής των Αμερικανών στο Ιράκ και γενικότερα κατά των επεμβάσεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε ανεξάρτητες χώρες. Αυτονόητη είναι ακόμη και η στήριξή μας στον αγώνα των Παλαιστινίων και όλων των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ας μη ξεχνούμε τέλος ότι ο δικός μας αγώνας του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν αγώνας πατριωτικός (εθνικοαπελευθερωτικός) και συνάμα κοινωνικός. Όλα αυτά δεν μπορεί η «Αριστερά» να τα παραγνωρίζει και να κάνει την αδιάφορη. Το θέμα της Κύπρου, τα ελληνοτουρκικά με το «Casus belli», οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, και αργότερα πιθανόν στη Θράκη, εντάσσονται στα γεωστρατηγικά σχέδια του ιμπεριαλισμού και δεν μπορούμε να τα αγνοούμε, ωσάν να μην υπάρχουν. Το θέμα της εισβολής και κατοχής κυπριακού εδάφους από την Τουρκία είναι κραυγαλέο παράδειγμα εφαρμογής της νέας τάξης πραγμάτων. Ούτε μπορούμε να αγωνιζόμαστε ενάντια στην παγκοσμοιοποίηση στα πέρατα της οικουμένης κι εδώ, που η νέα τάξη χτυπάει την πόρτα μας και απειλεί την ύπαρξη της Κύπρου και τη δική μας, να το παίζουμε αδιάφοροι. Εάν δεν υπάρξουμε σαν ιστορικά υποκείμενα και δεν έχουμε εθνική ταυτότητα, δεν μπορούμε και να αγωνιστούμε.
Εάν το πράξουμε σαν «Αριστεροί», όχι μόνο θα είμαστε ανυπόληπτοι, αλλά τελικά θα συνοδοιπορούμε με τον νεοφιλελευθερισμό και τις επιταγές της νέας τάξης.
Η εθνική ταυτότητα και ο πατριωτισμός δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικισμό και δεν πρέπει να τον συγχέουμε. Ακόμη και ο Λένιν διατηρούσε τόσο τα εθνικά όσο και τα διεθνιστικά του χαρακτηριστικά: «…ο διεθνισμός του Λένιν», λέει ο Τρότσκι στο βιβλίο του για τον Λένιν (Τρότσκι Λ., Ο Λένιν, εκδ. «Νέοι Στόχοι», Αθήνα), «δεν έχει ανάγκη να αποδειχτεί. Αλλά, ταυτόχρονα, ο Λένιν είναι βαθιά εθνικός. Έχει τις ρίζες του μέσα στη νέα ιστορία της Ρωσίας… Από πρώτη όψη μπορεί να φανεί πολύ εκπληκτικό το ότι χαρακτηρίζεται ο Λένιν από την “εθνική” του πλευρά. Αλλά στο κάτω κάτω της γραφής αυτό θα ’πρεπε να είναι αυτονόητο. Για να κατευθύνει κανείς μια επανάσταση ανήκουστη στην ιστορία των λαών, την ανατροπή που περνάει η Ρωσία, πρέπει φυσικά να υπάρχει μεταξύ των αρχηγών, και των βαθιών δυνάμεων της λαϊκής ζωής, ένας αδιάρρηκτος οργανικός δεσμός που να φτάνει ίσαμε τις βαθιές ρίζες».
Δεν μπορεί βέβαια να είναι κανείς τόσο αφελής ή ανιστόρητος, για να ισχυριστεί ότι ο Λένιν ήταν εθνικιστής!
Με αυτή την έννοια, χωρίς πατριωτισμό, δεν υπάρχει διεθνισμός και διεθνιστής δεν μπορεί να είναι κάποιος που δεν είναι πατριώτης. Πρέπει να είσαι κάτι, να έχεις μια ταυτότητα, να βιώνεις την εθνική συνείδηση, την εθνική μνήμη και τον πολιτισμό σου με τις αξίες του, πρέπει να φτάσεις στις λαϊκές δυνάμεις, «ίσαμε τις βαθιές ρίζες», για να είσαι σε θέση να αγωνιστείς για τους συνανθρώπους σου απανταχού της γης.
Αν δεν είσαι τίποτε, αν δεν υπάρχεις ως εθνική οντότητα, δεν μπορείς να αγωνιστείς για τίποτε! Αυτό υποστηρίζει με έμφαση, δυστυχώς, και μια μειοψηφία της αριστερής διανόησης. Αναφέρουμε ενδεικτικά την άποψη του Λουκά Αξελού στο θέμα με αφορμή το δράμα της Κύπρου. «Δεν μπορεί να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις ολοκληρωτικά χάσει την εθνική σου ευαισθησία». Και προσθέτει: «Γιατί η μοντέρνα εκδοχή του κοσμοπολιτισμού και του προλεταριακού διεθνισμού έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Την άρνηση του δικαιώματος στη διαφορά, την άρνηση του δικαιώματος στον αυτοκαθορισμό, την άρνηση της αυτοδιάθεσης. Στόχος τους κοινός, το παγκόσμιο απρόσωπο υπερκράτος, η ισοπεδωμένη υπερεθνική ένωση εθνών, κρατών και λαών». (Βλέπε: Αξελός Λουκάς, Κύπρος, η ανοιχτή πληγή του Ελληνισμού, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα,1994, σελ. 96-97).

Πατριωτισμός και διεθνισμός, μια διαλεκτική σχέση
Προκαταβολικά μπορούμε να δηλώσουμε ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες. Χωρίς τον πατριωτισμό δεν υπάρχει διεθνισμός και το αντίθετο. Τι είναι ο διεθνισμός, σύμφωνα με την αριστερή αντίληψη; Απλούστατα: Η προλεταριακή αλληλεγγύη ανάμεσα σε τουλάχιστον δύο «έθνη». Αν δεν υπάρχει έθνος, δεν υπάρχει διεθνισμός. Ο διεθνισμός λοιπόν, προϋποθέτει απαραιτήτως το έθνος. Το πράγμα είναι απλό. Βέβαια υπάρχει όχι μόνο σύγχυση, αλλά και σκόπιμη διαστρέβλωση του περιεχομένου τους. Ο πατριωτισμός ταυτίζεται με τον εθνικισμό και με όλα τα παράγωγά του, όπως σωβινισμός, ρατσισμός κ.λπ και ο διεθνισμός με τον κοσμοπολιτισμό, που αντιστρατεύεται το έθνος-κράτος και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει, δηλ. εθνική ανεξαρτησία, κατοχύρωση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς κ.λπ.
Ένα λαϊκό κίνημα πρέπει να εμπεριέχει μέσα στο ιδεολογικό του οπλοστάσιο τις δύο αυτές έννοιες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την παγκοσμιοποίηση και τη νέα τάξη πραγμάτων. [ ]
Στο σημείο αυτό αναφύεται το ερώτημα, κατά πόσο και με ποια έννοια έχει σχέση η «Αριστερά» με αυτό το ζήτημα. Μήπως είναι ένα πρόβλημα, που δεν αφορά την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα; [ ] Την απάντηση μας την δίνει ο ίδιος ο Λένιν σ’ ένα απόσπασμα που αναφέρεται στο θέμα αυτό: «Η πατρίδα, δηλ. το συγκεκριμένο πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα στην ταξική πάλη του προλεταριάτου… Το προλεταριάτο δεν μπορεί να βλέπει με αδιαφορία και απάθεια τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της πάλης του, επομένως δεν μπορεί να είναι αδιάφορο για τις τύχες της χώρας του». (Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τομ. 15ος, σ. 171-172).
Δυστυχώς πολιτικοί φορείς που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί, αριστεροί, σοσιαλιστικοί, προπαγανδίζουν την κοσμοπολίτικη αντίληψη με την κατάργηση του έθνους-κράτους, τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την αδιαφορία για τη διασφάλιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, την εγκατάλειψη κατοχύρωσης των εθνικών συνόρων, θεωρώντας ότι έτσι εκφράζουν μια μοντέρνα προοδευτική σκέψη, σε αντίθεση με τον εθνικισμό και την μισαλλοδοξία. Δεν γνωρίζουν ή το κάνουν σκόπιμα, ότι αυτή η στάση εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και μάλιστα ανέξοδα μια στρατηγική επιδίωξη του διεθνοποιημένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, να ελέγξει στο επίπεδο του πολιτισμού και της ιδεολογίας τα έθνη-κράτη, για να πετύχει την παγκόσμια επικράτησή του.
Ο εκσυγχρονισμός στην πατρίδα μας, ως υποκατάστατο του κοσμοπολιτισμού και πολιτιστικό υποπροϊόν του νεοφιλελευθερισμού, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σ’ αυτές τις εξελίξεις. Τα Ίμια, η αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, η αποδοχή συνοριακών διαφορών και τελευταία το «ναι» στο επαίσχυντο σχέδιο Ανάν, που κατά τον συνταγματολόγο Γ. Κασιμάτη, αποτελεί «μοναδικό τερατούργημα της παγκόσμιας συνταγματικής ιστορίας», δεν είναι τυχαία γεγονότα. [ ]
Η όλη ιστορία δείχνει όχι απλώς την ενδοτικότητα, αλλά την σύμπνοια κομμάτων του νεοφιλελευθερισμού με τους υπερατλαντικούς αφέντες. Και βέβαια η στάση των αστικών κομμάτων στα κρίσιμα εθνικά θέματα είναι αυτονόητη. Εκείνο που θέλει ερμηνεία και κατανόηση, είναι η στάση ορισμένων τμημάτων της «αριστερής διανόησης» και ορισμένων πολιτικών φορέων της «Αριστεράς», που συντάσσονται στα εθνικά θέματα με τα νεοφιλελεύθερα κόμματα, ενάντια στην εκφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού, που από διαίσθηση ή συσσωρευμένη πικρή εμπειρία, τάσσεται ενάντια στα επαίσχυντα σχέδια του ιμπεριαλισμού.[ ]
Δεν μπορεί –για παράδειγμα– να είσαι ως αριστερός εναντίον της κατοχής στο Ιράκ και να αδιαφορείς για την εισβολή και κατοχής ενός μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας από το τουρκικό κατεστημένο.
Θα προσπαθήσουμε στο μέτρο του δυνατού να ξεδιαλύνουμε αυτή την σύγχυση, αναλύοντας ένα πρότυπο ερμηνείας που μας φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην σημερινή κοινωνικο-οικονομική συγκυρία. Το θεωρητικό πρότυπο αφορά την αντίθεση μητρόπολης – περιφέρειας και αποδεικνύει την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας στρατηγικής απέναντι σ’ αυτά τα θέματα.

Η αντίθεση ανάμεσα στη Μητρόπολη – Περιφέρεια και η πάλη των τάξεων
Μια από τις βασικές αναλύσεις του Α. Παπανδρέου σχετικά με την στρατηγική του διεθνοποιημένου μονοπωλιακού καπιταλισμού αφορά το αναλυτικό πρότυπο μητρόπολη – περιφέρεια. [ ]
Η βασική του θέση εκφράζεται με την ακόλουθη επιχειρηματολογία: «Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη “φωνή του κυρίου” της. Γι’ αυτό οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες –που αποτελούν την ιστορική συγκεκριμενοποίηση της “πάλης των τάξεων” στην εποχή μας– στηρίζονται στους φορείς του λαϊκού κινήματος, αποτελώντας ταυτόχρονα τον αποφασιστικό πόλο συσπείρωσής του». (Βλ. Α. Παπανδρέου, «Μητρόπολη, Περιφέρεια, Εξαρτημένη Ανάπτυξη και Σοσιαλιστική Αλλαγή» στο Μετάβαση στον Σοσιαλισμό, εκδ. Αιχμή, 03| 1978).
Η ταξική πάλη στα υπερεθνικά πλαίσια παίρνει την μορφή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώ στα εθνικά πλαίσια είναι ταξική αναμέτρηση με το ντόπιο κεφάλαιο, εξαρτημένο ή μη. Στo πλαίσιo του δίπολου μητρόπολη – περιφέρεια τα περιφερειακά κράτη είναι εξαρτημένα από τα μητροπολιτικά κέντρα του σύγχρονου καπιταλισμού και «αποτελούν το υποκατάστατο της ανοιχτής πολιτικής επικυριαρχίας της εποχής της αποικιοκρατίας» (Α. Παπανδρέου, ό.π., σ. 53).
Η παραχώρηση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας είναι το αποτέλεσμα αυτής της εξάρτησης, η οποία ανοίγει το δρόμο στην ενσωμάτωση της περιφερειακής χώρας, σαν την Ελλάδα, στα γεωστρατηγικά και οικονομικά σχέδια του διεθνοποιημένου μονοπωλιακού κεφαλαίου. [ ]

Επιγραμματικές κριτικές παρατηρήσεις και πρoτάσεις πάνω σ’ ένα σχέδιο στρατηγικής του λαϊκού κινήματος
Σύμφωνα και με το πνεύμα της ανάλυσής μας θα μπορούσε το σχέδιο στρατηγικής να χωριστεί ενδεικτικά σε δύο κεφάλαια:

  1. Το ένα αφορά εθνικά θέματα: Βασικό είναι εκείνο που αφορά την Κύπρο και το σχέδιο Ανάν, που μεταβάλλει την Κυπριακή Δημοκρατία σε προτεκτοράτο στα πλαίσια της γεωστρατηγικής πολιτικής της νέας τάξης και συνδέεται με τη γενικότερη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στην Κύπρο, στο Αιγαίο και την Θράκη. Εδώ εντάσσεται και το όλο θέμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η στάση μας απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα. Ένα άλλο εθνικό μέτωπο στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων είναι το πρόβλημα των Σκοπίων και της αλυτρωτικής της πολιτικής καθώς και της πολιτικής της αλβανικής κυβέρνησης απέναντι στην Ελλάδα. Η παρουσία της ηγεμονεύουσας δύναμης του παγκόσμιου καπιταλισμού, δηλ. των ΗΠΑ στην περιοχή, αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την εθνική μας ασφάλεια και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
    Ποιος αμφιβάλλει ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ δεν έχουν την πρόθεση να μας «τιμωρήσουν», γιατί ο λαός μας είναι «απείθαρχος», προβάλλει αντίσταση στις επιταγές τους και επιπλέον τους ενοχλεί, για τη στάση αλληλεγγύης που εκφράζει απέναντι στους κατατρεγμένους λαούς; Και ποιος αμφιβάλλει ότι θα έκαναν το ίδιο με μας, όπως έκαναν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αν μπορούσαν; (αν τους επέτρεπαν οι συνθήκες;).
    Ακόμη ένα μέτωπο στοιχειοθετεί φυσικά και το Ευρωσύνταγμα που αποτελεί την επισφράγιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[ ]
    Εν κατακλείδι θα πρέπει να γίνει συνείδηση στον καθένα μας και σε κάθε έναν, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός, ότι εάν ο πρόεδρος της Κύπρου Παπαδόπουλος και ο κυπριακός λαός δεν έλεγε όχι στο σχέδιο Ανάν, σήμερα δεν θα υπήρχε Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά ένα προτεκτοράτο των Αγγλοαμερικάνων και αύριο κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα υπάρχει το μισό Αιγαίο και μεθαύριο η Θράκη και η Μακεδονία με τον αλυτρωτισμό των Σκοπιανών και η Ήπειρος (η Τσαμουριά των Αλβανών) και ούτω καθ’ εξής.
    Αυτά που αποτελούν εκφράσεις της παγκοσμιοποίησης δεν πρέπει η Αριστερά να τα αφήνει απ’ έξω από τη δράση της, μήπως και κατηγορηθεί για εθνικιστική! Ή μήπως δεν έχουν σχέση με τη στρατηγική της νέας τάξης!
    Τι θα πούμε στον ελληνικό λαό: ότι εμάς δεν μας ενδιαφέρει, αν εξαφανιστεί ή καταποντιστεί η Ελλάδα, αλλά ότι αγωνιζόμαστε για την σωτηρία της ανθρωπότητας στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Γη του Πυρός; Θα είμαστε με μια τέτοια στάση αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί απέναντί του; [ ] Αν δεν υπάρχουμε ως ελεύθερα συλλογικά ιστορικά υποκείμενα, αν εμείς είμαστε υποχείριοι στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πώς μπορούμε, εμείς σκλάβοι, να αγωνιστούμε για τις ελευθερίες και τα δίκαια άλλων λαών!!!
    Η πρώτη προτεραιότητα λοιπόν είναι να αγωνιστούμε για την εθνική μας ανεξαρτησία και τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα και ό,τι άλλο συνιστά τα πατριωτικά θέματα.
  2. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά κοινωνικά θέματα, ως ο δεύτερος απαραίτητος πυλώνας της πάλης του λαϊκού κινήματος, για τη διεκδίκηση και κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Είναι ο αγώνας για το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική δικαιοσύνη. [ ]

Kωδικοποίηση προτάσεων με βάση τα εθνικά θέματα


Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η Αριστερά θέλει να συμβιώσει αρμονικά με όλους τους λαούς. Αυτό βέβαια στα λόγια είναι εύκολο, όμως στην πράξη δύσκολο, γιατί έχουμε να κάνουμε με απόψεις και εμπεδωμένες αντιλήψεις πολλών χρόνων, Γιατί από μικρά παιδιά μαθαίνουμε τα «γράμματα», που άλλοι θέλουν να μάθουμε.
Η Αριστερά οφείλει να διαμορφώσει τη δική της στρατηγική, η οποία θα τη διαχωρίσει από τους εθνικιστές, ανόητους ή υποκινούμενους. Μια τέτοια στρατηγική πρέπει να υπογραμμίζει και να εννοεί:

  1. Τα σύνορα που υπάρχουν σήμερα είναι απαραβίαστα.
  2. Διζωνική, δικοινοτική βιώσιμη και λειτουργική λύση του κυπριακού προβλήματος, με βάση το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.
  3. Αιγαίο, θάλασσα ειρήνης και όχι πολεμικών αναμετρήσεων με διαιτητές και μεσάζοντες τους ιμπεριαλιστές και τις πολυεθνικές του πετρελαίου.
  4. ΦΥΡΟΜ – Αλβανία. Αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού των Σκοπίων και του μεγαλοϊδεατισμού της Αλβανίας, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις, αλλά και χωρίς κοσμοπολίτικους ενδοτισμούς.
  5. Ελληνοτουρκικές σχέσεις, που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς κανόνες.
    Η Αριστερά πρέπει να θέσει στην ημερησία διάταξη προς συζήτηση τα θέματα αυτά (και όχι να τα αποφεύγει, μη την κατηγορήσουν, ότι τάχα είναι εθνικιστική), και να καταλήξει σε συγκεκριμένα πορίσματα, πάνω στα οποία θα δεσμευτεί, για να μην υπάρχει η αυθαίρετη ερμηνεία και χρησιμοποίησή τους από παράγοντες και δυνάμεις που εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα.

Αθήνα, 5.2.2005
*Εκπαιδευτικός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ