από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Αντίθετα, ο Εγγονόπουλος στάθηκε απόλυτα συνεπής με τον εαυτό του, βρήκε ευθύς από την αρχή και δεν αρνήθηκε ούτε στιγμή το πρόσωπο του. Φυσιογνωμία εξαιρετικά έντονη, άρπαξε απ’ τα μαλλιά τον πιο ορθόδοξο Υπερρεαλισμό από το Μανιφέστο του Breton και τον υπόταξε στη δικιά του εκφραστική βούληση, τον έκαμε όργανο του.
Θάλεγε κανείς πως η ανήσυχη και ριζοσπαστική φύση του Εγγονόπουλου ως ατόμου και η ανατρεπτική υπερρεαλιστική τεχνική και στάση ζωής συναντήθηκαν μέσα σε μια ευτυχισμένη σύμπτωση από εσωτερική έλξη μιας φυσιολογικής πια συγγένειας και αναλογίας.
Η περίπτωση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι η προσαρμογή σε ξένους τρόπους, που έφερε και στον τόπο μας την ανατροπή της σχηματοποιημένης παράδοσης, δεν έγινε από μιμητική ξενομανία. Έγινε από ανάγκη βαθειά. Και ίσως ο Εγγονόπουλος να φανερώνει πιο έκτυπα από κάθε άλλον τη δημιουργική αφομοίωση και την ιδιοτυπία της ελληνικής αναπνοής, όσο πιο χτυπητά και ρηξικέλευθα ανατρεπτική φάνηκε απ’ έξω, ξαφνιάζοντας τους αμύητους ως αρνητής και εικονοκλάστης, έξω και πέρα από κάθε στοιχειώδη λογική.
(…) Στο συνθετικό ποίημα Μπολιβάρ αλλάζει η μονολεκτική στιχουργική. Οι λέξεις αραδιάζονται τώρα σε στίχους πλατείς, όπου όμως πάλι διατηρούν την ακεραιότητά τους, δημιουργώντας έντονα στιχουργικά σύνολα, σαν μεγάλες χειρονομίες, και απομονώνονται με κόμματα.
Το ποίημα “Μπολιβάρ” είναι κορύφωση. Έργο βαθύτατα ελληνικό και μαζί πανανθρώπινο, μ’ ένα στέρεο περπάτημα, που θυμίζει ηρωικό έπος, ανώτερο και σε ουσία και σε μορφή από κάθε άλλο του είδους του, γιατί σαρκώνει μορφή. Δεν είναι πια μια απλή έκφραση καταστάσεων, που πηγάζουν από το υποσυνείδητο, για να εικονίσουν την εσώτερη στοιχείωση μιας ψυχής. Είναι μαζί και κατι αλλο: η συμμετοχή του πνεύματος, που ενεργεί δημιουργικά, διαπλαθοντας τα στοιχεία σε πλάσμα οράματος. Είναι η κλασική στιγμή του Εγγονοπούλου, κέντρο, όπου συναθροίζεται και ενοποιείται η ολη του παρουσία. Και καθώς στο έργο τούτο παίρνει τις μεγαλύτερες διαστάσεις η πνοή του, περνώντας από την έκφραση καταστάσεων και μες απ’ αυτήν σε περιοχή αληθινής δημιουργίας, ο ποιητής βρίσκει τη δυνατότητα ν’ αποτυπώσει το ιδιαίτερο στίγμα του εαυτού του, την πιο χαρακτηριστική γραμμή του προσώπου του, μέσα σε συνειδησιακή καθαρότητα, αυτή:
Αδιάφορο, η φωνή μου ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες.
Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια λίγα, πολλά, ίσως
από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο
Ισαμε την ώρα που θ’αρχινίσει η Γης να κυλάει άδεια κι άχρηστη στο στερέωμα
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα τα στρώματά τους, αναλογιζόμενοι ποιος ήμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτε κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα
Και τα θεόρατα κύματα όπου ξεσπούνε κάθε βράδι στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια
Κ’ οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.
Αγριοι βράχοι μιας άγριας φιλοδοξίας ή μάλλον μιας υπερτροφικής αυτοσυνείδησης, που φτάνει να αισθάνεται, ότι δε διαφέρει, ίσα-ίσα ταυτίζεται με το τιτανικό εγώ του ήρωά του, ενός ατόμου- ηρώα. κατά την αντίληψη του Καρλάιλ, του Μπολιβάρ-και μαζί κάθε άλλου ανάλογου και ισότιμου, του Κολοκοτρώνη, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ή όποιου άλλου, που είναι:
Μια από τις μύριες μορφές, που πήρε κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (!)
Μπολιβάρ είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί!
Και τελικά ο ίδιος ο Εγγονόπουλος:
Ένα μονάχα είναι γνωστό πως είμαι ο γιός σου(!)
Τοποθετεί τον εαυτόν του στη γενιά αυτών, που:
Σταθήκανε μες στους αιώνες μονάχοι πάντα, κ’ ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.
Τέτοιο πάθος για δύναμη ξεμοναχιασμένου κ’ ελεύθερου ατόμου φωλιάζει μέσα του κ’ εκφράζεται.
Από τούτη τη μεριά, το ποίημα, ενώ παίρνει όψη επική και σταίνει μορφή, στο βάθος είναι εξομολόγηση. Ριζώνει βαθειά στο εγώ και τρέφεται από κει και ψηλώνει γνήσια κ’ εγκάρδια.
Μέσα στη μορφή του Μπολιβάρ χωνεύουν όλα τα άτομα-ήρωες, πέρα και πάνω από τόπους και χρόνους, από πατρίδες κ’ εθνικότητες, και μαζί τους και ο ποιητής ένας απ’ όλους, μέσα σ’ όλους.
Το αντίθετο θάλεγε κανείς: το εγώ του ποιητή υπάρχει πριν απ’ όλους και αυτό τους γεννάει κατ’ εικόνα του. Και καθώς οι ή-ρωές ταυτίζονται με το πρόσωπο του ποιητή, και οι εθνικότη-τές τους ταυτίζονται με την Ελλάδα, με απόλυτη εσωτερική συνέπεια, το ποίημα αποβαίνει ατομικό και εθνικό την ίδια στιγμή. Γιατί ο Μπολιβάρ στο βάθος είναι ένα όνομα ενος συγκεντρωτικού πλασματος ποιητή, που προεκτείνετε προς τα έξω, ενσάρκωση μιας άγριας δύναμης και πάθους για ελευθερία, παίρνοντας τεράστιο πλάτος και όνειρο Το λέει και ο ποιητής με μια άρνηση, που είναι κατάφαση: Ήσουνα πραγματικότητα, και είσαι και τώρα, και δεν είσαι όνειρο…
Ξαναζείς, και φωνάζεις και δέρνεσαι,
Κ’ είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί κι ο αητός.
Τα σύμβολα, εδώ, θαρρώ, κατάγονται, πίσω, από τον Προμηθέα Δεσμώτη. Ισως αυτός νάναι ο πρώτος γενάρχης του ΜπολιβάρΟ)
Ο ΛΟΓΟΣ ανοίγει εδώ προς έναν πιο έλλογο ειρμό.
Ο Υπερρεαλισμός ενεργεί από μέσα, στις συσχετίσεις πέραν χρόνου και χώρου, στα γενεαλογικά παράδοξα, στα αναγωγικά λεκτικά σύμβολα, και σε κάποιες υπερ-λογικές αναφωνήσεις. Ο Μπολιβάρ πρέπει να μείνει και θα μείνει.
Τέλος αποσπώ τούτο εδώ το τρίστιχο, σαν ακροτελεύτιο επίγραμμα:
Η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε,
Η τέχνη και η ποίηση μας βοηθάνε
Να πεθάνουμε…
Η νεώτερη ποίησή μας, σελ. 65-70, εκδ. Κωνστα-ντινίδης, θεσσαλονίκη 1978