της Μαριάνθης Καπλάνογλου, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Η φράση σε εισαγωγικά του τίτλου ανήκει στην κ. Ευφροσύνη Ράλλη με την οποία διατηρούσα συχνή αλληλογραφία για αρκετά χρόνια. Η κ. Ευφροσύνη καταγόταν από το Ρεϊσντερέ της Μικρός Ασίας, ζούσε στη Νέα Κούταλη Λήμνου και αποτελούσε έναν από τους κύριους ζωντανούς φορείς της μικρασιατικής παράδοσης, όχι μόνο για την τοπική κοινωνία της αλλά και για κάθε επισκέπτη που αναζητούσε πληροφορίες. Έχοντας μάθει ότι εκείνη την εποχή ασχολούμουν με την συλλογή και μελέτη λαϊκών παραμυθιών από τις προσφυγικές κοινότητες των Μικρασιατών Ελλήνων, προσφέρθηκε να καταγράψει η ίδια “μικρασιατικά”, όπως είπε, παραμύθια, όπως τα θυμόταν από τις αφηγήσεις ρεϊσντεριανών συγγενών της. Μου τα έστελνε χειρόγραφα μέσα στο φάκελο μαζί με το γράμμα της. Η φράση του τίτλου αποτελεί την κατακλείδα ενός γράμματος που περιλάμβανε εκτός από ένα παραμύθι, τα νέα της και τα χαιρετίσματα της, αντί ίσως “για το ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα” που χρησιμοποιεί ως κατακλείδα σε άλλα παραμύθια της.
Η διεθνής λαογραφική και εθνογραφική έρευνα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λαϊκή αφήγηση στις διάφορες μορφές της σαν έκφραση πολλαπλών πτυχών της λαϊκής ζωής και τη μελέτησε σε σχέση με τους φορείς της ως μια ζωντανή διαδικασία που λειτουργεί κοινωνικά και πολιτισμικά μέσα από τις πρακτικές της προφορικότητας και της αναπαράστασης.
Ωστόσο, παρά το επιστημονικό ενδιαφέρον της λαογραφίας για τις λαϊκές αφηγήσεις και γενικότερα για τον λαϊκό πολιτισμό, αυτές δεν αξιοποιήθηκαν από την επίσημη κουλτούρα (συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου). Η υποτίμηση του λαϊκού λόγου βασίστηκε, ως ένα σημείο, και στη διάκριση ανάμεσα στην “εγκυρότητα” του επώνυμου έργου, που δημοσιευμένο και ελεγμένο γίνεται αποδεκτό από τη λογιοσύνη, και το δημιούργημα ενός ανώνυμου, τις περισσότερες φορές, λαϊκού αφηγητή που θεωρείται απλά ως ο ασύνειδος μεταβιβαστής μιας παράδοσης.
Ειδικότερα οι βιωματικές αφηγήσεις, ως πρακτική επικοινωνίας που εντάσσονται σε έναν ευρύτερο λαϊκό λόγο και επιτρέπουν, παρά την επιλεκτικότητα και την υποκειμενικότητά τους, να δούμε τον αντίκτυπο ενός ιστορικού γεγονότος σε αυτούς που το έζησαν, έχουν προσελκύσει σε πιο πρόσφατα χρόνια το ενδιαφέρον της λαογραφίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της προφορικής ιστορίας που, ως μια ιστορία “από τα κάτω”, υποκαθιστά ως ένα βαθμό τις γραπτές πηγές με τα “προφορικά αρχεία”. Όπως αναφέρει ο Μ. Γ. Μερακλής, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κατηγορίες διηγήσεων, π.χ. το παραμύθι, η αυτοβιογραφική διήγηση στηριγμένη στην ανάμνηση οπωσδήποτε προσωπικών εμπειριών εμφανίζεται ως ατομικό έργο και δεν μπορεί να λαογραφοποιηθεί όπως οι παραλλαγές ενός παραμυθιού. Ωστόσο η αντιδιαστολή ανάμεσα στα παραδοσιακά είδη τυπικής λαϊκής αφήγησης και τις λαϊκής αυτοβιογραφίας δεν έχει απόλυτο κύρος γιατί η ατομική ζωή και η υποκειμενικότητα των μελών της παραδοσιακής χωριάτικης κοινότητας είναι πολύ σχετική καθώς η όλη ζωή πλάθεται με συλλογικό τρόπο ώστε η αφήγηση για τη ζωή ενός ατόμου να μιλάει για τη ζωή όλων συγχρόνως1.
Σε ό,τι αφορά τους προσφυγικούς πληθυσμούς, οι μελέτες έχουν μέχρι τώρα επικεντρωθεί στην ιστορική ύπαρξη και ταυτότητα των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων πριν το 1922, καθώς και σε ζητήματα προσαρμογής των ξεριζωμένων αυτών πληθυσμών στην πραγματικότητα του ελληνικού κράτους. Σε ό,τι αφορά τον προφορικό τους λόγο, έχουν μελετηθεί κυρίως οι μαρτυρίες τους για τη ζωή τους στη μικρασιατική πατρίδα, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά2. Ο λαϊκός λόγος των Μικρασιατών Ελλήνων, που ήδη άρχισε να καταγράφεται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μετά το 1922, έχει συγκεντρωθεί σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία και συλλογές, από τα οποία ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στο οποίο έχουν αποθησαυριστεί στοιχεία για 1.375 οικισμούς της Μικράς Ασίας όπου ζούσαν Έλληνες.
Μια αφηγηματική παράδοση ενθαρρύνει το άτομο να δει τη ζωή του ως αφηγηματικό υλικό. Ο αφηγητής τείνει να σχηματοποιεί τις προσωπικές του εμπειρίες σε ένα αφηγηματικό σχήμα στο οποίο θα δώσει μια κωμική ή μια τραγική διάσταση3. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ξεριζωμένους πληθυσμούς. Για οποιαδήποτε ομάδα που έχει ζήσει την προσφυγιά, μια αφηγηματική παράδοση που τροφοδοτεί τη συλλογική μνήμη έχει μεγάλη σημασία στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της στο παρόν. Μέσα από την αφηγηματική παράδοση γίνεται και η διαπαιδαγώγηση, η αφομοίωση των πολιτισμικών αξιών και κωδίκων της ομάδας, εγχείρημα δύσκολο όταν μάλιστα δεν υποστηρίζεται από έναν πραγματικό χώρο.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι Μικρασιάτες πρόσφυγες δεν πήραν τίποτα από τα υπάρχοντά τους εκτός από τη μνήμη τους. Η μνήμη της ζωής και των ανθρώπων που είχαν χάσει αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία έχτισαν τη ζωή τους στους νέους τόπους εγκατάστασης. Οι προφορικές αφηγήσεις των παλαιότερων μετέδωσαν στους νεώτερους μια ολοζώντανη εικόνα για τόπους που δεν είχαν δει ποτέ, για έναν τρόπο ζωής που είχε χαθεί και για μιαν άλλη εποχή που δεν υπήρχε πια παρά ως τόπος στη μνήμη. Γι’ αυτό τόσο συχνά οι επισκέψεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς που επιστρέφουν στη μικρασιατική ιδιαίτερη πατρίδα τους και των απογόνων τους που τη βλέπουν για πρώτη φορά δημιουργούν ένα αίσθημα απογοήτευσης, ενώ η συγκίνηση γεννιέται όταν τα σημάδια του τόπου επιτρέπουν στους επισκέπτες να ταυτίσουν τον σύγχρονο κοινωνικό χώρο με τον χώρο που οι αφηγήσεις έχουν δημιουργήσει στη φαντασία τους:
“Στην πλατεία ο Αθανάσιος Τσακίρης παρέμεινε επί αρκετή ώρα σιωπηλός. Προσπαθούσε να θυμηθεί. Τα πάντα είχαν αλλάξει από τότε. ‘Γνώρισα το δρόμο που οδηγούσε από την πλατεία προς την εκκλησία και έτσι μπόρεσα να προσανατολιστώ κάπως, θυμόμουν ότι δίπλα από το σπίτι μου υπήρχε ένας φούρνος. Ένα Τούρκος μού έδειξε πού ήταν ο φούρνος και πράγματι όταν πήγα εκεί εντόπισα περίπου το σημείο που ήταν το σπίτι μου. Στη θέση του υπήρχαν χαλάσματα. Έκλαψα, τι άλλο μπορούσα να κάνω;’ Οι προσκυνητές, παιδιά και εγγόνια όλων όσοι ξεριζώθηκαν από το Ντερέκιοϊ, περιηγήθηκαν στο χωριό, αναζητώντας τα σπίτια των παππούδων τους, με οδηγό τη μνήμη του Τσακίρη, που όμως και αυτή δεν ήταν πλέον σε θέση να βοηθήσει πολύ”4.
Ο λαϊκός πολιτισμός των μικρασιατικών κοινοτήτων αλλά και του αστικού λαϊκού πολιτισμού των μεγάλων κέντρων, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες στην άλλη άκρη του Αιγαίου και συνιστά στις μέρες μας μια περιρρέουσα παράδοση στοιχεία της οποίας είναι η μουσική και το τραγούδι, οι χοροί, η μαγειρική, η παραδοσιακή φορεσιά, τα έθιμα, η λαϊκή λογοτεχνία. Οπωσδήποτε η ανάπτυξη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων δεν ήταν ενιαία5 και το ίδιο ισχύει για τους όρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των προσφύγων στους νέους τόπους εγκατάστασης. Με αυτόν τον τρόπο και οι αφηγηματικές τους παραδόσεις δεν προσφέρονται για μια ενιαία διαπραγμάτευση. Ωστόσο, σε ένα μεγάλο μέρος, η μικρασιατική λαϊκή παράδοση μεταφέρεται από τις παλαιότερες στις νεότερες γενιές μέσα από τον προφορικό λόγο, την προφορική αφήγηση. Ο προφορικός αυτός λόγος περιλαμβάνει διαφορετικά αφηγηματικά είδη, από τις βιωματικές αφηγήσεις όπου η εξιστόρηση των ατομικών περιπετειών συμφύρεται με τις τύχες της συλλογικότητας έως παραδοσιακότερα είδη της λαϊκής λογοτεχνίας, όπως το παραμύθι.
Ο προφορικός λόγος των προσφύγων με απασχόλησε στη διάρκεια μιας επιτόπιας έρευνας που στόχο είχε τη συγκέντρωση και μελέτη παραμυθιών από μικρασιάτες πρόσφυγες6. Οι Μικρασιάτες πληροφορητές μου προέρχονται από την πρώτη και τη δεύτερη γενιά προσφύγων και ζουν σε προσφυγικούς συνοικισμούς των μεγάλων πόλεων ή σε προσφυγικά χωριά. Βιωματικές αφηγήσεις και παραμύθια άκουσα για πρώτη φορά από Μικρασιάτες που προέρχονταν από τον κύκλο των συγγενών μου, συγγενών διασπαρμένων σε συνοικίες της Αθήνας και σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας. Έτσι καταγραφές έκανα από πρόσφυγες που προέρχονται από τις παρακάτω πόλεις και χωριά: Κωνσταντινούπολη, Χάλκη, Μηλιά (Ελμαλί) Προποντίδας, Κάτω Παναγιά, Βουρλά, Ρεϊ-σντερέ, Αλικαρνασσό, Πέλντο Βιθυνίας, Σπάρτη Πισιδίας. Οι οικογένειες των πληροφορητών μου μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν είτε σε προσφυγικούς συνοικισμούς των μεγάλων πόλεων (στο Μοσχάτο, στον Ταύρο, στη Νέα Ιωνία της Αθήνας, στον προσφυγικό συνοικισμό της Κοζάνης), είτε μεταφέρθηκαν σε συμπαγείς ομάδες σε προσφυγικά χωριά (ο πληθυσμός του Ρεϊσντερέ στη Νέα Κούταλη Λήμνου, ο πληθυσμός της Κάτω Παναγιάς στην Κάτω Παναγιά της Ηλείας). Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν πρόσφυγες εγκαταστημένοι στο Αιγαίο, όπως οι πρόσφυγες από την Αλικαρνασσό που εγκαταστάθηκαν στην Κω και στη Νέα Αλικαρνασσό του Ηρακλείου Κρήτης.
Ανάλογα με τον χώρο εγκατάστασης είχα επομένως τη δυνατότητα να συναντήσω είτε συμπαγείς ελληνικούς μικρασιατικούς πληθυσμούς, είτε αντίθετα μεμονωμένες οικογένειες.
Οι περισσότεροι πληροφορητές προέρχονται κυρίως από την Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της, καθώς και από τις ελληνορθόδοξες κοινότητες κατά μήκος των δυτικών μικρασιατικών παραλίων και λιγότερο από τη μικρασιατική ενδοχώρα. Η κοινωνική προέλευση και οι επαγγελματικές ασχολίες των αφηγητών και εδώ ποικίλουν. Οι αφηγητές μου από τις κοινότητες των δυτικών μικρασιατικών παραλίων ασχολούνταν κυρίως με εμπορικά επαγγέλματα και μόνο δευτερευόντως με τη γη. Επιπλέον μια δεύτερη μεγάλη ομάδα πληροφορητών προέρχονται από τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες των μεγάλων αστικών κέντρων, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης: πρόκειται για τους παραγιούς των συντεχνιών, τα τσιράκια των μαγαζιών, τους υπαλλήλους και τους εργάτες στις βιοτεχνίες και τις βιομηχανίες.
Με την προσφυγική εγκατάσταση, συγγενικές οικογένειες ή και ολόκληρες κοινότητες μετακινήθηκαν ως συμπαγείς ομάδες στους τόπους εγκατάστασης (όπως για παράδειγμα οι πρόσφυγες από την Κάτω Παναγιά που ίδρυσαν την Κάτω Παναγιά Ηλείας), συναποκομίζοντας τις συνήθειες και τις παραδόσεις τους. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σταδιακά σε αστικές ή σε αγροτικές περιοχές. Η διάκριση των προσφύγων σε αστούς και αγρότες έγινε με βάση τον τρόπο αποκατάστασής τους στην Ελλάδα και οχι συμφωνά με τα επαγγελματα και τον τροπο ζωής τους στον αρχικό τόπο κατοικίας τους. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί αστοί, με τον ερχομό τους στην Ελλάδα, υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν σε μια αγροτική ζωή, κάτι που ισχύει πάντως και αντίστροφα. Στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη θεσσαλονίκη αλλά και σε πολλές επαρχιακές πόλεις δημιουργήθηκαν προσφυγικοί συνοικισμοί. Στην ελληνική επαρχία δημιουργήθηκαν πολλές κοινότητες στις οποίες οι πρόσφυγες έδωσαν τα ονόματα των παλιών τους πατρίδων. Επίσης χωριά με αμιγώς προσφυγικό ή μικτό πληθυσμό δημιουργούνται γύρω από τις πόλεις. Υπολογίζεται ότι περισσότερο από 2000 νέοι οικισμοί δημιουργήθηκαν, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ενισχύοντας έτσι την εθνική ομοιογένεια στη Μακεδονία. Η εγκατάσταση αυτή σε ιδιαίτερα χωριά ή συνοικισμούς συνέτεινε στην κοινωνική απομόνωση αλλά επίσης συνέβαλε ώστε συμπαγείς προσφυγικοί πληθυσμοί να διατηρήσουν τα ιδιαίτερα στοιχεία του πολιτισμού τους.
Προσφυγικοί πληθυσμοί με αγροτικό παρελθόν, με την εγκατάστασή τους στο ελληνικό κράτος, στη δεκαετία του 1920 ή στις επόμενες δεκαετίες, μετακινήθηκαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα μεταφέροντας τον πολιτισμό τους αλλά και τα παραμύθια τους.
Ο λαϊκός λόγος των προσφύγων, είτε προφορικός, είτε γραπτός (χειρόγραφος ή έντυπος), έχει συνήθως έναν έντονο βιωματικό χαρακτήρα. Οι προσφυγικές κοινότητες προσφέρουν και στις μέρες μας ένα πλαίσιο αλληλογνωριμίας, επικοινωνίας και οικειότητας όπου δεσπόζει ο προφορικοί λόγος ως μέσο σύνδεσης με το μικρασιατικό παρελθόν. Ακόμα και αν το μικρασιατικό κομμάτι καταλαμβάνει χρονικά ένα πολύ μικρό κομμάτι του βιου του αφηγητή, στις αφηγήσεις του έχει το μεγαλύτερο μερίδιο.
Στο πλαίσιο των ανεπίσημων οικογενειακών -φιλικών συγκεντρώσεων στις οποίες παραβρέθηκα το κύριο μέρος της κουβέντας συγκροτούσα* α βιωματικές αφηγήσεις από το παρελθόν που χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες με σημείο αναφοράς 1922: από τη μια αφηγήσεις της καθημερινής ζωΐ”; στις ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας, οπού μεταφέρεται ένα κλίμα επαφών και εξοικείωσης με ποικίλες εθνικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ομάδες. αλλά και ένα αίσθημα προσκόλλησης στις παραδόσεις. Από την άλλη -οδύσσεια της προσφυγικής εγκατάστασης στο ελληνικό κράτος, της προσαρμογής στις νέες συνθηκες και η βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι μαζί με τα προσφιλή πρόσωπα, ο χωρος και οι όροι της προηγούμενες ζωής τους έχουν οριστικά χαθεί Ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες αφηγήσεων παρεμβάλλονται σχόλια, κρίσεις και απόπειρες ερμηνείας για τα γεγονότα που οδήγησαν στο 1922. Οι ερμηνείες αυτές ορίζονταν κάθε φορά από μια βασική αντίφαση: από τη μια είχαμε την έκθεση μιας ειρηνικής και δημιουργικής καθημερινότητας και συνύπαρξης με άλλους πληθυσμους. από την άλλη η αναφορά σε εκτοπίσεις, διωγμούς και επανεγκαταστάσεις, περιέγραφαν ένα μόνιμο κλίμα σύγκρουσης με τον εθνικό εχθρό, τον Τούρκο. Τις αφηγήσεις διαπνέει ένα αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας, με το οποίο οι Μικρασιάτες Έλληνες αντιμετώπισαν είτε τους όρους διαβίωσης στο πλαίσιο της οθωμανικής κοινωνίας ει-τε τις συνθήκες τις προσφυγιάς στο ελληνικό κράτος. Στις αφηγήσεις αυτές τονίζεται ότι οι μικρασιατικές αρχές και αξίες καθημερινής διαβίωσης, όπως η φροντίδα του σπιτιού και η νοικοκυροσυνη διατηρήθηκαν, όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες.
Ένα φαινόμενο που πρέπει να επισημανθεί σε σχέση με την προφορική παράδοση των Μικρασιατών Ελλήνων είναι ότι ορισμένες φορές οι αυτοβιογραφικές μαρτυρίες ή άλλα στοιχεία για την ιστορία και τον πολιτισμό μιας μικρασιατικής κοινότητας μεταφέρονται στον γραπτό λόγο από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ή από πρόσωπα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, Μικρασιάτες της δεύτερης ή της τρίτης γενιάς σε αναζήτηση της πατρογονικής τους καταγωγής. Τα γραπτά αυτά κείμενα άλλοτε προκρίνουν μια ρεαλιστική αφήγηση και άλλοτε μια μυθιστορηματική. Σε κάθε περίπτωση αποτελούν πολύτιμες πηγές για τον τροπο με τον οποίο οι Μικρασιάτες της πρώτης γενιάς και οι απόγονοι τους αντιλαμβάνονται τις ατομικές και συλλογικές εμπειρίες του μικρασιατικού παρελθόντος στο παρόν και ελπίζουμε σε μια μελλοντική συγκέντρωση αυτής της τόσο πλούσιας πρωτογενούς μικρασιατικής βιβλιογραφίας.
Ωστόσο και άλλα είδη της προφορικής παράδοσης, όπως το παραμύθι, εντάσσονται στον αφηγηματικό λόγο των Μικρασιατών Ελλήνων. Ακόμα και αν φαίνονται εντελώς απομακρυσμένα από τη βιωματική αφήγηση μπορούν να προσφέρουν αυτοβιογραφικές μαρτυρίες. Πολλές φορές οι δύο διαφορετικού είδους αφηγήσεις, οι βιωματικές και οι παραμυθιακές, είναι εξίσου αναγκαίες για να καταλάβουμε πώς έζησε μια κοινότητα ή ένα άτομο τον ξεριζωμό του αλλά και το πώς θυμάται το οριστικά χαμένο μικρασιατικό παρελθόν του. Εξάλλου όλες αυτές οι αφηγήσεις συμμετέχουν εξίσου στη δημιουργία μιας πολιτισμικής παράδοσης για τα νεότερα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν ζήσει ποτέ στον μικρασιατικό χώρο. Οι παραμυθιακές αφηγήσεις, όσο παλαιές κι αν είναι, διυλίζονται μέσα σε ένα παρόν και μπορούν να γίνουν καλυμμένες βιωματικές αφηγήσεις. Το παραμύθι είναι από τις μνήμες που ο αφηγητής χαίρεται και θέλει να θυμάται γιατί η αφήγηση τον κρατά σε μια ασφαλή απόσταση από τα προσωπικά του προβλήματα και του εξασφαλίζει όχι τη λήθη αλλά την αποστασιοποίηση από αυτά. Παρά τον μαγικό χαρακτήρα τους, τα παραμύθια αφομοιώνουν, αν και σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό, γεωγραφικές και κοινωνικο-ιστορικές αναφορές, καθώς και γνώριμα πρόσωπα, και περιγράφουν έναν τρόπο ζωής που ανταποκρίνεται στον τρόπο ζωής του αφηγητή και των ακροατών του. Με αυτόν τον τρόπο, στην κληρονομημένη από το παρελθόν παραμυθιακή δομή, εγγράφεται κάθε φορά η συγκεκριμένη ιστορία της κοινότητας στην οποία έχει μεταφερθεί και η οποία εξασφαλίζει την προφορική διάδοση του παραμυθιού.
Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο χρόνος μιας ανεπίσημης κοινωνικής συγκέντρωσης μοιράζεται συνήθως ανάμεσα σε διάφορες αφηγήσεις που τροφοδοτούν τις διαπροσωπικές σχέσεις και μπορεί να περιλαμβάνουν τα νέα της ημέρας, γεγονότα της τοπικής ιστορίας, το καθημερινό κουτσομπολιό, αφήγηση ανεκδότων, τρομακτικών ιστοριών και ονείρων, παροιμιών και αινιγμάτων. Οι αφηγήσεις αυτές λειτουργούν συμπληρωματικά ως όχημα προς αυτό το μικρασιατικό παρελθόν αλλά και το παρόν του αφηγητή και της κοινωνίας στην οποία ζει αλλά και ως οδηγός διαβίωσης για τα νεότερα μέλη. Μέσα από τις κάθε είδους αφηγήσεις, η Μικρά Ασία αναδημιουργείται ως πολιτισμικός χώρος και γίνεται στοιχείο μιας ιδιαίτερης, μικρασιατικής, ταυτότητας για τους ακροατές της, τα νεότερα μέλη της οικογένειας, ακόμα κι αν αυτά δεν την έχουν επισκεφτεί ποτέ. Η νοσταλγική διάθεση που ενυπάρχει σε κάθε σύγχρονη παραμυθιακή αφήγηση γίνεται εντονότερη στην περίπτωση ενός ξεριζωμένου πληθυσμού, που η ζωή του ξαφνικά διχοτομείται: σε ένα πριν και ένα μετά. Για τη δεύτερη, την τρίτη και τέταρτη γενιά προσφύγων, το μικρασιατικό παρελθόν, σε ένα χώρο που δεν έχουν γνωρίσει, μπορεί να συγκροτηθεί και όχι να ανασυγκροτηθεί, όπως συμβαίνει για τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, τόσο μέσα από τις βιωματικές μαρτυρίες όσο και από τα άλλα είδη του λόγου, τις συνήθειες και τις πρακτικές. Το μικρασιατικό παρελθόν είναι πια ένας τόπος της μνήμης που υπάρχει μόνο μέσα στις αφηγήσεις καθώς δεν υποστηρίζεται από έναν πραγματικό χώρο. Οι αφηγήσεις λειτουργούν λοιπόν ως οι πόλοι μιας διπλής συνάντησης: των προσφύγων της πρώτης γενιάς με τους απογόνους τους που δραστηριοποιούνται σε έναν εντελώς νέο χώρο αλλά και των σημερινών ακροατών με την άγνωστη Μικρά Ασία που μπορούν να “φανταστούν” μέσα από αυτές τις αφηγήσεις.
Στη σύγχρονη εποχή, οι παραδοσιακές μορφές χρησιμοποιούνται από ιδιωτικούς ή δημοτικούς, τοπικούς ή εθνικούς, πολιτιστικούς ή τουριστικούς φορείς με ποικίλους τρόπους. Η παράδοση των Μικρασιατών Ελλήνων αποτελεί αντικείμενο όχι μόνο επιστημονικής μελέτης αλλά και σημείο πολιτισμικής αναφοράς. Στους κύκλους των απογόνων των Μικρασιατών προσφύγων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν έρθει σε επαφή με αυτή την παράδοση, έχει ανανεωθεί τα τελευταία χρόνια μια έντονη συζήτηση γύρω από τη διαχείριση αυτής της παράδοσης, γύρω από τη “μνήμη” και τη “λήθη”, τη “διατήρηση” και τη “συνέχεια”. Η προφορική μνήμη της πρώτης και της δεύτερης γενιάς προσφύγων που άμεσα συνδέθηκε με τον μικρασιατικό χώρο θεωρείται πεπερασμένη ενώ οι νεότερες γενιές συχνά αναφέρουν ως τόπο καταγωγής τον τόπο της προσφυγικής εγκατάστασης, π.χ. την Κρήτη.
Στην συζήτηση αυτή, νομίζω, ιδιαίτερα χρήσιμα είναι τα λόγια του Νικήτα Κλιντ, μέλος του μουσικού συγκροτήματος Active Member, όπως τα διατύπωσε στο τηλεοπτικό ντοκυμαντέρ “Παρασκήνιο” με συνεντεύξεις Μικρασιατών από την πρώτη έως την τέταρτη γενιά, που με κάποιο τρόπο αξιοποίησαν στις μελέτες τους ή στην καλλιτεχνική τους δημιουργία τη μικρασιατική κληρονομιά:
“θυμάμαι το σπίτι της γιαγιάς Ελένης (από τη Σμύρνη), αν και μικρό, ήτανε αρχοντικό, θυμάμαι είχε τραπεζάκια πολλά, είχε παπαγάλους, σκυλιά, γατιά, χελώνες στην αυλή, είχε κεντήματα. Και, θυμάμαι, σε κάθε τραπεζάκι είχε ένα σερβίτσιο του καφέ όλα διαφορετικά ή χάλκινα ή διάφορα κι είχε κι από ένα κομπολόι, μέσα στο σπίτι δηλαδή υπήρχαν γύρω στα 50 διαφορετικά κομπολόγια. Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση γιατί ήμουνα πιτσιρικάς και κυκλοφορούσα μέσα σε πολλά έπιπλα, πολλά ζώα και σε πολλές τέτοιες καταστάσεις κι είχε μια ατμόσφαιρα κινηματογραφική. Εγώ κάπως έτσι φαντάζομαι την τότε εποχή, δηλαδή να μπαίνεις μέσα στο σπίτι και να’ ναι γεμάτο με ωραία πράγματα και να έχει μια ατμόσφαιρα ηρεμίας και να σου λένε τι να σε κεράσω, γιατί μου δινει και γλυκά του κουταλιού. (.. )Εγώ προσπαθώ να τρέφω την ανάγκη μου ότι χρειάζομαι μια πατρίδα με διάφορα πράγματα, όπως να θυμάμαι, που’ ναι δύσκολο, να φτιάχνω κάτι και να προσπαθώ να μην καταστρέφω πράγματα που σέρνουν αυτή τη μυρωδιά από μια πατρίδα. Τώρα, να κυνηγάω μεγάλες πατρίδες… Πολλές μεγάλες πατρίδες έχουν φτιάξει πολλούς πρόσφυγες. Οι μικρές πατρίδες όμως τους κρατάνε ζωντανούς”.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μ.Γ. Μερακλής, “Αυτοβιογραφίες Ηπειρωτών χωρικών”, Δ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου (Ιωάννινα 10-12 Οκτωβρίου 1979), θεσσαλονίκη 1983,0.181-7. i. Ενδεικτικά αναφέρω Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη, Λαογραφικά Μελετήματα, (επιμέλεια Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, Κυρ. Ντελόπουλος, Μαρία Καίρη), τ. 2, Πορεία, Αθήνα, 1993, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. 2, (σε επιμέλεια του φ. Αποστολόπουλου και με πρόλογο του Γεωργίου Κ. Τενεκίδη ο πρώτος, και σε επιμέλεια του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη ο δεύτερος, Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, “Αυτοβιογραφία και Λαογραφία. Κείμενα από το Μικρασιατικό χώρο”, Μικρασιατικά Χρονικά 20 (1998), α. 175-184, Hirschon Renee, Heirs of the Greek catastrophe. The social life of Asia Minor Refugees in Piraeus, Berghahn Books, New York-Oxford, 1998 (a έκδ. 1989), Drettas Georges, Aspects Pontiques, Association de recherches pluridisciplinaires, Paris, 1997, Τσιμούρης Γιώργος, “Τραγούδια μνήμης, διαμαρτυρίας και κοινωνικής ταυτότητας: Η περίπτωση των Ρεϊσντεριανών Μικρασιατών προσφύγων” στο Ρ. Μπενβενίστε-Θ. Παρα-δέλλης (επιμέλεια) Διαδρομές και τόποι της μνήμης, ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια-Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 1999, σ.211-238.
3. MacDonald Margaret Read, “Functions of Storytelling” στο MacDonald Margaret Read (ed.), Traditional Storytelling Today. An International Sourcebook, Fitzroy Dearborn Publishers, Chicago-London 1999, a. 408-415.
4. Σταύρου Τζίμα, Επιστροφή στο Ντερέκιοι….80χρόνια μετά. Ο 97χρονος Αθανάσιος Τσακίρης πρόλαβε να ξαναδεί τον τόπο που γεννήθηκε, ένα χωριό 25 χιλιόμετρα έξω από την Προύσα, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 18 Αυγούστου 2002, σ. 17. 8. Βλέπε Αναγνωστοπούλου Σία. Μικρά Ασία, 19ος αι. -1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.1997.
6 . Καπλάνογλου Μαριάνθη. Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα, μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή. Το παράδειγμα των αφηγητών από τα νησιά του Αιγαίου και από τις προσφυγικές κοινότητες των Μικρασιατών Ελλήνων, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2002.
* Η Μαριάνθη Καπλάνογλου είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.