Την ίδια στιγμή που ο Μπάιντεν έφευγε από τη Μέση Ανατολή, ο Πούτιν επισκεπτόταν το Ιράν για μια τριμερή συνάντηση μεταξύ Μόσχας-Τεχεράνης και Άγκυρας. Ήταν η πρώτη φορά μετά την εισβολή στην Ουκρανία που ο Πούτιν ταξίδευσε στο εξωτερικό.
Του δρα Κωνσταντίνου Δ. Γεώρμα
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η συνάντηση Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας είχε επίσημα να κάνει με την κατάσταση στη Συρία, η οποία όμως, όπως φαίνεται, κάλυψε μικρό μέρος της. Στις συναντήσεις κυριάρχησαν μάλλον οι συζητήσεις μεταξύ Ρωσσίας και Ιράν.
Το μεγαλύτερο δώρο που ο Πούτιν έλαβε στη συνάντηση κορυφής ήταν η πλήρης ταύτιση του Ιράν με τις απόψεις του για την εισβολή στην Ουκρανία. Ο Χαμενέι δεν δίστασε να δηλώσει, μιλώντας στον Πούτιν, ότι, «στην περίπτωση της Ουκρανίας, εάν δεν είχες αναλάβει την πρωτοβουλία, η άλλη πλευρά θα είχε σίγουρα αναλάβει την πρωτοβουλία και θα είχε εγκαινιάσει τον πόλεμο. Το ΝΑΤΟ δεν γνωρίζει όρια εάν ο δρόμος ήταν ανοικτός γι’ αυτό. Και εάν δεν το σταματούσαν στην Ουκρανία, θα είχε ξεκινήσει τον ίδιο πόλεμο λίγο αργότερο με πρόσχημα την Κριμαία». Τα λόγια αυτά συνοδεύτηκαν και με την προετοιμασία για αποστολή ιρανικών ντρόουν στη Ρωσία, για χρήση τους στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η στρατιωτική συνεργασία Μόσχας-Τεχεράνης έχει πλέον πάνω από δέκα χρόνια ιστορία. Ιράν και Ρωσία είχαν υπογράψει μια δεκαετή συμφωνία συνεργασίας και πέρυσι γίνονταν συζητήσεις έτσι ώστε αυτή η συμφωνία να επεκταθεί για άλλα είκοσι χρόνια.
Υπάρχουν όμως και άλλοι τομείς συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Η Ρωσία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ενταχθεί η Τεχεράνη στον «Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης». Επιπλέον, ο Πούτιν, σε πρόσφατη συνάντηση της «Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης», πρότεινε τη μονιμοποίηση της προσωρινής εμπορικής συμφωνίας που έχει υπογράψει το Ιράν με αυτή την Ένωση. Επιπρόσθετα η Ρωσία διευρύνει τις υποδομές του λιμανιού Μακχατσκάλα στην Κασπία. Ο ρόλος του λιμανιού είναι κρίσιμος για το εμπόριο μεταξύ Βορρά-Νότου και θα συνδέει το Ιράν με τις ευρασιατικές αγορές και τη Ρωσία με τον παγκόσμιο νότο μέσω των ιρανικών λιμανιών στο Τσανμπαχάρ και στο Μπαντάρ Αμπάς. Συνεπώς η συνάντηση ικανοποίησε έναν από τους στόχους της Μόσχας –αλλά και του Ιράν- που ήταν να καταδείξει ότι, παρ’ όλο που υπόκειται σε δυτικές κυρώσεις, η οικονομική και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών δείχνει ότι μόνον απομονωμένες δεν είναι.
Αναφορικά με το πετρέλαιο, οι δύο χώρες φαίνεται να έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Έτσι, η τακτική της Ρωσσίας, μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την επιβολή των κυρώσεων, να πουλάει το ρωσικό πετρέλαιο υποτιμημένο, ιδιαίτερα σε Ινδία και Κίνα, έχει οδηγήσει στο να περιοριστούν τα μερίδια του ιρανικού πετρελαίου σε αυτές τις χώρες.
Το Ιράν ζήτησε ανταλλάγματα γι’ αυτό και, από την πλευρά της, η Ρωσσία υποσχέθηκε την εξαγωγή σιτηρών προς αυτό. Για το Ιράν αυτές οι εισαγωγές είναι ζωτικής σημασίας, αφού η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα αναφορικά με την αύξηση των τιμών βασικών αγαθών και ιδιαίτερα του ψωμιού. Παράλληλα, διάχυτος είναι ο φόβος της ιρανικής ηγεσίας για επανάληψη των εξεγέρσεων που είχαν ταλανίσει τη χώρα πριν λίγο καιρό.
H νατοϊκή (;) Τουρκία…
Αναφορικά με το υποτιθέμενο κύριο θέμα της συνάντησης, την κατάσταση στη Συρία, η εικόνα είναι πιο μπερδεμένη. Αρχικά το Ιράν προχώρησε σε δηλώσεις εναντίωσης με την προτιθέμενη εισβολή της Τουρκίας στη Συρία. Ο Χαμενέι δήλωσε στον Ερντογάν ότι «κάθε στρατιωτική επίθεση εναντίον της Συρίας θα είναι επιζήμια για τη Συρία, την ίδια την Τουρκία και για την ευρύτερη περιοχή». Ωστόσο, στο τελικό ανακοινωθέν, οι επιθέσεις αφορούσαν κυρίως την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, με τη νατοϊκή Τουρκία να υπογράφει ευθείες βολές κατά των ΗΠΑ στην τελική ανακοίνωση, όπως η αναφορά στην «εδαφική ακεραιότητα και συνοχή … της Συρίας», καθώς και στο γεγονός ότι οι τρεις χώρες εναντιώνονται στη χρήση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας ως πρόσχημα για την αλλαγή των καταστάσεων επί του εδάφους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, λίγες ημέρες αργότερα, ο Ερντογάν επιτέθηκε ανοικτά στις ΗΠΑ κατηγορώντας τες ότι παρέχουν στήριξη στους τρομοκράτες του SDF και ότι υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας (sic).
Η θέση της Τουρκίας σε μια συνάντηση που στόχο είχε την υπονόμευση της θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στη Συρία, την αντιμετώπιση του ΝΑΤΟ ως εχθρικού «δυτικού» σχηματισμού, την αντιμετώπιση της «δυτικής ηγεμονίας» στην περιοχή, είναι μάλλον περίεργη. Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά από αυτή τη συνάντηση, ακόμα και η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών επιτέθηκε ανοικτά στην Τουρκία, δηλώνοντας ότι η οικογενειακή φωτογραφία των τριών ηγετών είναι «ακατανόητη» και ότι η παρουσία μιας χώρας του ΝΑΤΟ στη συνάντηση συνιστά, τουλάχιστον, «πρόκληση». Γιατί είναι προφανές ότι η Τουρκία παίζει τον ρόλο που ο Πούτιν ήθελε γι’ αυτήν, δηλαδή, τόσο τον ρόλο του αποσταθεροποιητή των ΗΠΑ στη Συρία όσο και του αποσταθεροποιητή του ΝΑΤΟ. Και αυτήν τη θέση της Τουρκίας, που προσπάθησε να την καλύψει ο Πούτιν με το κερασάκι της υποτιθέμενης συμφωνίας για την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών, θα πρέπει η ελληνική διπλωματία να την εκμεταλλευτεί κατάλληλα έτσι ώστε να πληγεί ακόμα περισσότερο η αξιοπιστία της Τουρκίας.
Και στο βάθος η Κίνα
Εάν κάτι προκύπτει από αυτή την τριμερή συνάντηση είναι ότι και ο άλλος πόλος που διαμορφώνεται σταδιακά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μόνον απαθής δεν παραμένει στις νέες εξελίξεις. Το Ιράν ήδη έχει πρόσφατα υπογράψει μια 25ετή συμφωνία με την Κίνα. Στη συμφωνία αναφέρεται ότι η Κίνα θα επενδύσει 280 δισεκατομμύρια δολάρια στην ενεργειακή βιομηχανία του Ιράν και 120 δισεκατομμύρια στις συγκοινωνίες. Όπως είχε πει και ο Μπρεζίνσκυ το 1997, «Το πιο επικίνδυνο σενάριο [για την Αμερική] θα είναι μια ευρεία συμμαχία μεταξύ Κίνας, Ρωσίας και πιθανόν του Ιράν, μια ‘‘αντιηγεμονική’’ συμμαχία κάτω από τη σκέπη όχι της ιδεολογίας, αλλά από συμπληρωματικές αιτιάσεις». Προφανώς ο Μπάιντεν χρειάζεται πολύ περισσότερα ταξίδια στην περιοχή για να αντιμετωπίσει αυτό το επικίνδυνο σενάριο.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ρήξη Ιουλίου 2022 (φ. 179)