Αρχική » Οι πολίτες του πουθενά

Οι πολίτες του πουθενά

από Άρδην - Ρήξη

του Paul Kingsworth, από το Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003

Μια νέα, δίχως ρίζες και πατρίδα, άρχουσα τάξη κάνει την εμφάνιση της σ’ όλο τον κόσμο.

ΘA ΜΠΟΡΟΥΣΑ να κάθομαι στο Κέντρο Τύπου όλη την ημέρα. Ο ήλιος περνούσε μέσα από τα ψηλά παράθυρα και φεγγοβολούσε στα κατάλευκα τραπεζομάντιλα. Πάνω τους υπήρχαν εκλεκτά εδέσματα, καφές, παγωμένα κρουασάν και φρούτα απ’ όλο τον κόσμο. Πίσω από τα τραπέζια στέκονταν ιδιαίτερα ευγενικοί σερβιτόροι με παπιγιόν. Στο επόμενο δωμάτιο, υπήρχαν σειρές υπολογιστών. Μια μεγάλη οθόνη έπαιζε CNN, ενώ υπήρχαν και διάφορα φυλλάδια με επίσημες ανακοινώσεις. Έβαλα μερικά από αυτά στο σακίδιο που μου προσέφεραν δωρεάν, το οποίο περιείχε επίσης δωρεάν ένα Cd, ένα ενημερωτικό βιβλίο και διάφορες προπαγανδιστικές εφημερίδες, οι οποίες δεν είχαν κανένα δημοσιογραφικό ενδιαφέρον αλλά μπορούσαν να σε βοηθήσουν να περάσεις την ώρα σου.

Αυτή η σκηνή θα μπορούσε να προέρχεται από τις εκατοντάδες διεθνείς συναντήσεις πολιτικών, οικονομικών παραγόντων και πολυεθνικών οργανισμών που διοργανώνονται κάθε χρόνο. Η κουζίνα είναι διεθνής και η γεύση της μονότονη, οι ανακοινώσεις των συνεδρίων εκδίδονται σε πολλές γλώσσες, τα κτήρια είναι όλα φτιαγμένα από ατσάλι και γυαλί, ενώ οι άνθρωποι που συνεδριάζουν μέσα σ’ αυτά είναι ντυμένοι με τον ίδιο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, ήμουν σε μια συνάντηση των G-8 στη Γένοβα, αλλά θα μπορούσα να βρίσκομαι και σ’ ένα συνέδριο της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Πράγα, στη συνάντηση του Π.Ο.Ε. στο Σηάτλ, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός ή στο ετήσιο συνέδριο των μη-κυβερνητικών οργανώσεων στη Νέα Υόρκη. Οι τόποι, τα έθνη, οι πολιτισμοί, όλα βρίσκονται έξω από το παράθυρο. Μέσα, οι παγκοσμιοκράτες κατοικούν στο δικό τους, άτοπο σύμπαν. Ήμουν καλεσμένος των πολιτών του πουθενά.

Είτε βρίσκονται στις διεθνείς συναντήσεις είτε περιμένουν στους προθαλάμους των αεροδρομίων, είτε γευματίζουν σε ψηλοτάβανα εστιατόρια, αυτοί οι πολίτες του πουθενά αποτελούν τη νέα άρχουσα τάξη. Πολιτικοί, υψηλόβαθμα στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων, διασημότητες των ΜΜΕ και τεχνοκράτες, έχουν καταλάβει τους αποστειρωμένους, τεχνητά φωτισμένους θώκους της εξουσίας, πανομοιότυπους από τις Βρυξέλλες ως το Μπανγκόκ, από το Σάο Πάολο έως το Σαν Ντιέγκο. Δίχως ρίζες, τεχνοκράτες, αποδεσμευμένοι από το βάρος της τοπικότητας και την πολυπλοκότητα της ιστορίας, υπάρχουν σε κάθε έθνος αλλά δεν αισθάνονται συνδεδεμένοι με κανένα.

Για πάνω από έναν αιώνα, πολλές τάσεις της ιδεαλιστικής αριστεράς ονειρεύονταν έναν κόσμο φτιαγμένο όχι από κακούς πατριώτες, προληπτικούς αντιδραστικούς και συντηρητικούς, αλλά από «παγκόσμιους πολίτες» που είχαν σπάσει τις αλυσίδες της εθνικότητας και της γεωγραφίας προκειμένου να ενστερνιστούν ένα παγκόσμιο μέλλον. Οι «προοδευτικοί άνθρωποι», έγραφε ο Η. G. Wells, ένας αριστερός οπαδός της παγκοσμιοποίησης, το 1933, «απομακρύνονται σταδιακά από την ταπείνωση και τον παραλογισμό της άκριτης προσκόλλησης στις παραδοσιακές κυβερνήσεις, στις παραδοσιακές αντιλήψεις της οικονομικής ζωής και τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής». Αυτοί οι άνθρωποι, πίστευε, θα ενώνονταν για να «δημιουργήσουν έναν παγκόσμιο πολιτισμό». Υπάρχουν πολλοί ακόμα στην αριστερά που πιστεύουν σ’ αυτό το όνειρο. Αυτό που δεν έχουν καταλάβει, όμως, είναι ότι το ιδανικό του «χειραφετημένου» παγκόσμιου πολίτη είναι ήδη πραγματικότητα. Ρίξτε μια ματιά τριγύρω σας την επόμενη φορά που θα ταξιδέψτε με το αεροπλάνο στην πρώτη θέση- καλώς ήλθατε στο μέλλον!

Σ’ ένα άρθρο του τον Ιούνιο, ο Bill Emmott, εκδότης του Εκόνομιστ -του περιοδικού εκείνου που προσφέρει ιδεολογική στέγη στους «πολίτες του πουθενά»- εκθείαζε τις κατακτήσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού. Όχι μόνο είναι όλα υπέροχα, έγραφε, αλλά δεν «διαπιστώνεται κάποια αντεπίθεση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση» ούτε κάποιο «αναπτυσσόμενο κίνημα για παγκόσμια δικαιοσύνη». Αυτά τα πράγματα απλώς τα φανταζόμαστε. Πως μπορεί ο Έμμοτ να πιστεύει κάτι τέτοιο; Δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, εκατομμυρίων ξεσηκώνονται σε ολόκληρο των πλανήτη ενάντια στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Μπορείς να διαπιστώσεις τη δραστηριότητα τους ακόμα και από το Διαδίκτυο χωρίς να εγκαταλείψεις το γραφείο σου. Τον Ιανουάριο του 2003 βρέθηκαν 100.000 άνθρωποι στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ της Βραζιλίας για να συζητήσουν πώς θα αντικαταστήσουν το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Αραγε όλοι αυτοί ανέβηκαν σε λάθος τραίνο;

Η απάντηση είναι ότι ο Έμμοτ, όπως και οι άλλοι παγκοσμιοκράτες, απλά δεν μπορούν να το πιστέψουν. Έχει διαβάσει άρθρα γύρω από αυτούς, έχει δει τις ιστοσελίδες τους και μπορεί να έχει μυρίσει τα δακρυγόνα σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που φιλοξενούν τους σύνεδρους κάποιας παγκόσμιας συνάντησης. Αλλά πιστεύει πως στ’ αλήθεια δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Για τον κόσμο των «πολιτών του πουθενά» όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν.

«Στο παγκόσμιο επίπεδο… αναδύεται μια εκτεταμένη μεσαία τάξη», έγραψε ο Έμμοτ. Και εδώ, μέσα σε αποστειρωμένους χώρους, καθορίζεται η ανάπτυξή της από τους πολίτες του πουθενά. Τους καθοδηγεί ένα όραμα ανάπτυξης που βασίζεται στη μετατροπή οποιουδήποτε κατοίκου της νης σε καταναλωτή που περιδιαβαίνει μέσα σ’ έναν παγκόσμιο κήπο των απολαύσεων όπου όλα τα τοπία είναι ίδια και τα πάντα είναι προς πώληση.

Περιπλανώμενοι στον λαβύρινθο των μεγάλων γυάλινων ξενοδοχείων και των κλιματιζόμενων γραφείων, τα Louis Vuitton, τα Stella McCartney, οι πολίτες του πουθενά αποτελούν την ταχύτερα διευρυνόμενη τάξη του πλανήτη. Αυτοί, δεν αποτελούν το καμάρι μόνο των δεξιών αναγνωστών τουΕκόνομιστ. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Ενώ οι νεοφιλελεύθεροι πολίτες του πουθενά γιορτάζουν τη γέννηση της παγκόσμιας αγοράς, που βασίζεται σε παγκόσμιες αξίες και παγκόσμια γούστα, μια άλλη ομάδα, οι φιλελεύθεροι πολίτες του πουθενά, τους βοηθούν.

Σκεφτείτε αυτούς τους «ηγέτες των διεθνών, μη-κυβερνητικών οργανώσεων», που πετούν από συμβούλιο σε συμβούλιο, γράφοντας αναλύσεις γύρω από τη «βιωσιμότητα» και το «περιβάλλον», δίχως να γνωρίζουν τι καιρό κάνει έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων. Σκεφτείτε αυτό το κομμάτι της αριστεράς που ακόμα πιστεύει ότι η συζήτηση γύρω από τη διαφορετικότητα των πολιτισμών ή την κοινότητα είναι, στις καλύτερες περιπτώσεις, αντιδραστική και στις χειρότερες ισοδυναμεί με φασισμό, ότι η συζήτηση γύρω από την «εδαφικότητα» είναι ταυτόσημη με αυτήν γύρω από τη φυλή και υποδηλώνει τις ξενοφοβικές τάσεις αυτού που την επιχειρεί. Αυτοί οι νέοι Ουέλς πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί η διεθνής αλληλεγγύη είναι με το οριστικό ξεπέρασμα της τοπικότητας.

Με άλλα λόγια, αυτό που έχουν κοινό οι πολίτες του πουθενά, ως καθολική τάξη, ξεπερνάει αυτά που τους χωρίζουν. Και αυτό που μοιράζονται είναι μια κοινή κοσμοαντίληψη. Είναι κοσμοπολίτες, φιλόδοξοι, αμερικανοποιημένοι, κάτοικοι των πόλεων, υλιστές. Η αντίληψη τους είναι προϊόν ενός πολύ συγκεκριμένου συστήματος αξιών στα πλαίσια του οποίου τα σύμβολα της «μεγέθυνσης», της «ανάπτυξης», η βαθιά πίστη στη τεχνολογία, η αίσθηση ότι εκφράζουν το απόγειο της προόδου, δεν αμφισβητούνται ποτέ. Αυτές οι αξίες είναι που, είτε το ξέρουν είτε όχι, τους φέρνουν κοντά και τους ενώνουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Και επίσης, οι ίδιες αξίες είναι που τους απομακρύνουν όλο και περισσότερο από εκείνους που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν είτε είναι χωρικοί από το Μπαγκλαντές είτε χασάπηδες από το Μπάρκιν.

Εάν θέλετε να βρείτε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «πολίτη του πουθενά», κοιτάξτε τον πρωθυπουργό σας.* Όντας αμήχανος μπροστά σ’ ένα έθνος οπισθοδρομικών συνδικάτων και γκρινιάρηδων επαρχιωτών, ο Τόνυ Μπλαίρ θα αισθανθεί περισσότερο οικεία σ’ ένα καλό εστιατόριο παρά σε μια εγγλέζικη παμπ, και θα επιλέξει την ιταλική Ούμπρια από την εγγλέζικη Κούμπρια, το Σηάτλ από το Σέ-τλ. Γι’ αυτόν, η κοινότητα είναι κάτι που ανήκει στις διαλέξεις της Φαβιανής εταιρίας, το τοπικό χρώμα κάτι που ανήκει στους πίνακες ζωγραφικής, και όχι κάτι που στέκεται εμπόδιο στις νέες επεκτάσεις γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών ή στις εγκαταστάσεις των νέων μεγάλων αεροδρομίων.

Γιατί έχουν σημασία όλα αυτά; Γιατί, αυτό που βρίσκεται στις ρίζες του είναι κάτι που σπάνια συζητιέται στη σύγχρονη πολιτική σκηνή αλλά που, μέσα από την παρουσία ή την απουσία του, καθορίζει τις ζωές όλων μας: ο τόπος. Ο τόπος υπήρξε για πολύ καιρό ένα εμπόδιο στην «ανάπτυξη», ένας αναχρονισμός στον κόσμο που διαμόρφωνε. Οι κοινότητες μας δεν είναι πλέον γεωγραφικές, αλλά κοινότητες συμφερόντων. Τα σύνορα κατέρρευσαν από τα Μ.Μ.Ε, την τεχνολογία και τους διεθνείς εμπορικούς κανονισμούς. Δίχως ρίζες, κερδίζουμε ελευθερία. Δίχως πατρίδα, ανήκουμε παντού!

Παρόλα αυτά, η έκλειψη των ριζών και της πατρίδας δεν προκαλεί ευτυχία αλλά απελπισία. Ρωτήστε έναν πρόσφυγα. Ρωτήστε έναν εικοσάρη νέο που δουλεύει σε οποιαδήποτε τράπεζα των μεγαλουπόλεων του κόσμου. Ρωτήστε έναν μεταμοντέρνο συγγραφέα. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση χτίζει έναν πλανητικό πολιτισμό από εμπορικούς πεζόδρομους, άσφαλτο και αλουμίνιο. Μας είπαν ότι το ανερχόμενο κύμα της παγκόσμιας προόδου θα σηκώσει όλα τα πλοία. Το πρόβλημα είναι ότι μερικά από τα καράβια είναι αγκυροβολημένα, αγκυροβολημένα στον τόπο, την παράδοση, την ταυτότητα, την αίσθηση του ανήκειν. Και τα αγκυροβολημένα πλοία δεν σηκώνονται από τα κύματα, αλλά βουλιάζουν.

Αλλά οι πολίτες του πουθενά, ουσιαστικά ζουν σ’ έναν άδειο κόσμο. Μπορεί να δοκιμάσουν φαγητά απ’ όλο τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν θα μάθουν πως παράγονται τα συστατικά τους. Μπορεί να μείνουν σε οικολογικές κατοικίες στο Μπρουνέι, αλλά ποτέ δεν θα μάθουν να αναγνωρίζουν τα πουλιά που κελαηδούν στους φράκτες των σπιτιών τους. Μπορεί να γευτούν το καλύτερο νερό από τα μίνι-μπαρς, αλλά ποτέ δεν θα δοκιμάσουν νερό από την πηγή ενός βουνού. Με το να μη μένουν σ’ έναν τόπο αρκετά ώστε να τον καταλαβαίνουν, απολαμβάνουν τις καλύτερες εκδοχές του χωρίς ποτέ πραγματικά να νοιαστούν γι’ αυτόν. Αποσυνδεδεμένοι από την πραγματικότητα, μπορούν να πάρουν αποφάσεις που καταστρέφουν με μιας τους πραγματικούς τόπους και μαζί τους ανθρώπους που συνδέονται με αυτούς.

Σαν τους Βικτωριανούς, που κουβαλούσαν στις πλάτες τους το φορτίο του λευκού ανθρώπου, οι πολίτες του πουθενά δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν ποτέ γιατί κανένας δεν θέλει να τους μοιάσει. Παρόλα αυτά, η επιλογή υφίσταται ακόμα.

Οι υπόλοιποι από εμάς, μπορούν να γίνουν πολίτες του πουθενά στην αυτοκρατορία των απατρίδων ή μπορούν να οικοδομήσουν νέες σχέσεις στα δικά τους τοπία και τις κοινότητες τους. Μπορούμε να οικοδομήσουμε πάνω στο παρελθόν μας ή να το αρνηθούμε- να αποχρωματίσουμε το ανθρώπινο ουράνιο τόξο ή να υπερασπιστούμε σθεναρά την ενοχλητική, πεισματάρικη και μη-κερδοφόρα διαφορετικότητα. Κάπου ή Πουθενά. Η επιλογή είναι δική μας.

* Σημείωση του Άρδην: Όχι, ο συγγραφέας δεν αναφέρεται σε αυτόν πσυ νομίζετε, αλλά στον δικό του πρωθυπουργό!

Paul Kingsworth,

New Statesman, 1η Σεπτεμβρίου 2003 Μετάφραση: Γ. Ρακκάς

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ