Αρχική » Οι πέντε νύχτες που συντάραξαν τη Γαλλία

Οι πέντε νύχτες που συντάραξαν τη Γαλλία

από Άρδην - Ρήξη

Georges Bensoussan: «Η άρνηση που τροφοδοτείται από τον ‘‘πολιτισμικό αριστερισμό’’ ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την τρέχουσα κατάσταση»

Δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 126

Το 2002, ο Ζωρζ Μπενσουσάν, ιστορικός και ειδικός στο Ολοκαύτωμα και τον αντισημιτισμό, είχε επιμεληθεί το συλλογικό έργο Les Territoires perdus de la République (Τα χαμένα εδάφη της Δημοκρατίας), ένα βιβλίο που προειδοποιούσε για την κατάσταση στα προάστια. Σε μια εποχή που αυτά τα χαμένα εδάφη παίρνουν φωτιά, στη συνέντευξή του αναλύει τα είκοσι χρόνια εθελoύσιας τύφλωσης εξ αιτίας του φόβου μήπως «ευνοηθεί η ακροδεξιά». Όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο του, ο συγγραφέας αντιμετώπισε δυσπιστία και απόρριψη.

Για πολλά χρόνια, ένας στρεβλός αντιρατσισμός μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα. Κατά την άποψη του Georges Bensoussan, απέναντι στον ορθοπολιτικό λόγο που επικαλείται τον «ρατσισμό» ή τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες για να ερμηνεύσει τις ταραχές, για να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της κρίσης, πρέπει να στραφούμε στην πολιτισμική ανθρωπολογία.

Le Figaro: Πώς αναλύετε τις πρώτες αντιδράσεις του πολιτικού συστήματος; Η συγκίνηση δεν ήταν μια θεμιτή αντίδραση;

Georges Bensoussan: Πώς είναι δυνατόν να μην συγκινηθεί κανείς από τον θάνατο ενός 17χρονου εφήβου; Αλλά από πότε η συγκίνηση παράγει πολιτική; Με βάση μια σοκαριστική εικόνα μπορεί κανείς να προκαλέσει μια συλλογική συγκίνηση που σε καμία περίπτωση δεν προδικάζει το τι είναι αληθινό και δίκαιο. Διότι η πολιτική έχει να κάνει με τον ψύχραιμο προβληματισμό, το ακριβώς αντίθετο από τη συγκίνηση, η οποία επιβεβαιώνει την κυριαρχία της στιγμής και του συναισθήματος.

Η συγκίνηση μπορεί να δικαιολογήσει όλων των ειδών τις πολιτικές, πράγμα που γνωρίζουν οι δημαγωγοί, αυτοί οι πιστοί αναγνώστες του Γκουστάβ Λε Μπον (Gustave Le Bon}[1]. Τέλος, υπήρξε ενός λεπτού σιγή στην Εθνοσυνέλευση προς τιμήν του νεαρού θύματος. Κάτι που δεν έγινε ούτε για τη Σαρά Χαλιμί[2], ούτε για άλλα θύματα, πολίτες ή αστυνομικούς. Για να χρησιμοποιήσω μια διάσημη έκφραση, αυτός ο φόρος τιμής εμπνέει θλίψη και οίκτο γι’ αυτή τη χώρα.

Επιμεληθήκατε την έκδοση του έργου, Les Territoires perdus de la République, που δημοσιεύτηκε το 2002. Εκείνη την εποχή, η διάγνωσή σας αγνοήθηκε ή και απορρίφθηκε από ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού και πολιτικού κόσμου. Είκοσι και πλέον χρόνια μετά, πιστεύετε ότι έχει επιδεινωθεί η κατάσταση στα προάστια; Και μήπως φταίει ένα είδος άρνησης;

Προφανώς, η άρνηση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την τρέχουσα κατάσταση, η οποία συντηρείται από τις άρχουσες τάξεις και τροφοδοτείται από αυτόν τον «πολιτισμικό αριστερισμό» που, εν μέρει, κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης αυτής της χώρας. Με αυτό το παράδοξο, ταυτόχρονα, ότι ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσοι πολλοί όσοι σήμερα που να έχουν συνείδηση του ναυαγίου αυτής της κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή το κράτος ποτέ άλλοτε δεν δυσκολευόταν τόσο πολύ να ανακόψει την «πορεία των πραγμάτων», αυτή την «πορεία προς την καταστροφή», σύμφωνα με τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Μοιάζει ως εάν το πολιτικό σύστημα να έχει παραλύσει από τον φόβο μιας επανάληψης των ταραχών του 2005. Και ενώ πουθενά ο φόβος δεν μπορεί να πάρει τη θέση της πολιτικής, στη Γαλλία συμβαίνει αυτό ακριβώς εδώ και δεκαετίες, μέχρι τη μέρα που η πραγματικότητα θα μας υποχρεώσει να λογοδοτήσουμε για τις πράξεις μας.

Το 2015, όταν επανεκδόθηκε το βιβλίο του 2002, είπατε σε μια συνέντευξή σας στο FigaroVox: «Οι τοπικοί αιρετοί άρχοντες, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, έχουν επίγνωση της πραγματικότητας… Είναι σαν να φοβούνται ότι, αν μιλήσουν, θα ανατινάξουν μια πυριτιδαποθήκη· τόσο επικίνδυνη τους φαίνεται η κατάσταση (και σε αυτό έχουν δίκιο)». Μήπως η πυριτιδαποθήκη έχει αρχίσει να εκρήγνυται;

Ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί βλέπουν τον συμβιβασμό ως ένδειξη ότι η κοινωνία έχει ενηλικιωθεί, οι εχθροί τους τον αντιμετωπίζουν ως ένδειξη αδυναμίας. Εδώ υπάρχουν δύο αντίθετα συστήματα αξιών και το κοινωνικοοικονομικό υπόστρωμα δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνο του αυτή την κατάσταση, όπως είχε ήδη τονίσει ο κοινωνιολόγος Υγκ Λαγκράνζ (Hugues Lagrange) σε σχέση με τις ταραχές του 2005. Παρά τον ορθοπολιτικό λόγο που βλέπει σε αυτό μια νέα μορφή ρατσισμού, θα πρέπει να ανατρέξουμε και στην πολιτισμική ανθρωπολογία για να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της κρίσης.

Το μίσος που καλλιεργείται για τη χώρα υποδοχής (από αυτή την άποψη η Αλγερία είναι μια εμβληματική περίπτωση) τρέφει τη μνησικακία και ενθαρρύνει την άρνηση νομιμοποίησης που αποδίδεται στην εξουσία, παρόλο που και η κατάρρευση της αρχής της αυθεντίας συμμετέχει ευρύτερα στην αποθεσμοποίηση της κοινωνίας, στην οποία αναφερόταν ο πρόσφατα εκλιπών Πιερ Λεζάντρ (Pierre Legendre).

Μελετώντας, εδώ και τριάντα χρόνια, την υπερβολική βιαιότητα των προεφήβων, τους οποίους παρακολουθούσε στο νοσοκομείο του, ο παιδοψυχίατρος Μωρίς Μπερζέ (Maurice Berger) έχει κάνει αξιοσημείωτη δουλειά στην ανάλυση αυτών των κοινωνιών, οι οποίες λειτουργούν με βάση έναν «κώδικα τιμής» και από τις οποίες προέρχεται ένας μεγάλος αριθμός αυτών των αγοριών που βιώνουν μια αίσθηση παντοδυναμίας και απουσίας ορίων. Και η τρέλα τους συναντά την τρέλα ενός κόσμου όπου ο καταναλωτισμός χωρίς όρια μοιάζει να είναι η μόνη δυνατότητα υπέρβασης.

Στο βιβλίο της, Le Harem et les Cousins (Το χαρέμι και τα ξαδέρφια), η εθνολόγος Ζερμαίν Τιγιόν (Germaine Tillion) έγραφε για τις κοινωνίες του Μαγκρέμπ: «Το αγόρι –αλλά κυρίως ο πρωτότοκος γιος– είναι ένας αργόσχολος βασιλιάς γύρω από τον οποίο επικεντρώνονται οι δουλικές φροντίδες όλων των γυναικών της οικογένειας, από 6 έως 80 ετών. Σε αντάλλαγμα, αυτός πρέπει να είναι πάντα ένα είδος Στρατηλάτη Ελ Σιντ, έτοιμος διαρκώς να κόψει τον λαιμό όλων των ανδρών και να βιάσει όλες τις γυναίκες (…). Εν αναμονή της επίδειξης, η κοινωνική πίεση συσσωρεύεται σταθερά γύρω του, μέχρι που γίνεται αφόρητη· ξεκινάει από την οικογένεια και στη συνέχεια εμπλέκεται όλη η πόλη».

Η Ζερμαίν Τιγιόν αναφερόταν στην αντίθεση μεταξύ μιας «κοινωνίας εξαδέλφων» και μιας «κοινωνίας πολιτών», μια σύγκρουση που αναδεικνύει η μετανάστευση, όταν ο «κώδικας τιμής» συγκρούεται μετωπικά με τη δημοκρατική μας κουλτούρα. Μια σύγκρουση που παροξύνεται στη θέα του χάσματος που χωρίζει τον νικηφόρο λόγο του ισλάμ από μια γεωπολιτική πραγματικότητα που σημαδεύεται από αμέτρητες αποτυχίες. Ξεκινώντας από την τεράστια αποτυχία της ανεξάρτητης Αλγερίας.

Σε αυτό το πεδίο της ανάλυσης οι κατηγορίες για ρατσισμό πέφτουν σαν βροχή. Επαναλαμβανόμενες μέχρις αηδίας, όχι μόνο θα αποπροσανατολίσουν τον αγώνα κατά του ρατσισμού, αλλά και θα καταδικάσουν τη χώρα σε έναν ατροφικό δημόσιο διάλογο. Δεν έχουμε σταματήσει να πληρώνουμε αυτή την αμήχανη σιωπή όταν, προκειμένου να αποτρέψουμε τον κίνδυνο του «ρατσισμού» («να μην παίξουμε το παιχνίδι της ακροδεξιάς»), αυτός ο στρεβλός αντιρατσισμός έχει καλύψει με ένα πέπλο ολόκληρους τομείς μιας κοινωνικής πραγματικότητας για την οποία απαγορεύεται να στοχαστούμε, και όταν, προκειμένου «να μη στιγματίσουμε ανθρώπους που είναι ήδη στιγματισμένοι» (sic), αλλοιώνουμε την παρούσα πραγματικότητα και νοθεύουμε το ιστορικό παρελθόν.

Ο εκβιασμός με την επίκληση της ακροδεξιάς έχει καταστήσει αδύνατο να δοθεί μια αληθινή εικόνα της γαλλικής πραγματικότητας. Έτσι, δεν μιλάμε για τη μεταχείριση που υφίστανται στις συνοικίες τα νεαρά κορίτσια και οι ανύπαντρες ή διαζευγμένες γυναίκες, δεν μιλάμε για την ταυτότητα των δραστών των ομαδικών βιασμών («διαδοχικών»), και σιωπούμε αμήχανα όταν γίνεται αναφορά στον ρατσισμό ενάντια στους μαύρους, τους Ρομά ή τους Ασιάτες, ή στον αντισημιτισμό, που συνιστά την πραγματική πολιτισμική ταυτότητα ορισμένων από αυτές τις κοινότητες. Κρατάμε μια αμήχανη σιωπή για την αναχώρηση (ή τη φυγή;) του 90% των Εβραίων από το Seine-Saint-Denis[3] σε λιγότερο από είκοσι χρόνια. Στη συνέχεια, μόλις διασχίσουμε τον περιφερειακό και ξαναβρεθούμε στις «σωστές γειτονιές», φλυαρούμε ακατάπαυστα για τις «δημοκρατικές αξίες μας».

Ποια είναι η γνώμη σας για τις δημόσιες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί; Τα σχέδια για τα προάστια δεν χρησίμευσαν σε τίποτα;

Το ζήτημα δεν είναι να απορρίψουμε όλα όσα έχουν γίνει στα προάστια τα τελευταία σαράντα χρόνια και τα σημαντικά χρηματικά ποσά που επενδύθηκαν σε δεκατέσσερα διαφορετικά σχέδια. Αλλά δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε σε τι χρησίμευσαν. Ένας από τους λόγους είναι ότι δεν αντιμετωπίσαμε τη ρίζα του προβλήματος, τον τεράστιο «τρόμο» που βίωσαν οι μεγάλες γαλλικές επιχειρήσεις τον Μάιο-Ιούνιο του 1968. Δεν μιλάω για το φοιτητικό κίνημα που πυροδότησε τον Μάη 68, αλλά για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση εργαζομένων που έχει γνωρίσει η Γαλλία στον εικοστό αιώνα, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του Μαΐου-Ιουνίου 1936. Αυτός ο κόσμος, των αφεντικών,  ορκίστηκε να μην ξαναζήσει ποτέ έναν τέτοιο τρόμο, και η μαζική μετανάστευση ήταν μία από τις συνέπειες αυτού του μεγάλου φόβου.

Πενήντα πέντε χρόνια μετά, η πολιτική αυτή έχει πετύχει: οι λαϊκές τάξεις είναι αποπροσανατολισμένες, διαλυμένες από την αποβιομηχάνιση και τις μετεγκαταστάσεις, από την ψυχική φθορά δεκαετιών μαζικής ανεργίας, υπονομευμένες από την αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου, απόρροια της οποίας είναι μια προσπάθεια αναδιανομής του εισοδήματος, μοναδική στην Ευρώπη και συντριπτική για τις μεσαίες τάξεις. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι λαϊκές και οι μεσαίες τάξεις είδαν την ταυτότητά τους να κατακερματίζεται και συχνά να χλευάζεται («χαζοί μικροαστοί» και Deschiens[4]), χωρίς να τους δίνεται φωνή για να εκφράσουν τη δυσφορία τους, ενώ φιμώνονται αυθαίρετα, εγκαλούμενες για «ρατσισμό».

Ακριβώς όπως έχουν επίσης φιμωθεί όλες οι αντίθετες φωνές. Κοινωνικές ομάδες που ενοχοποιούνται επειδή θέλουν να επιμείνουν στην ύπαρξή τους και που, από πολύ νωρίς, έχουν δει αυτή τη μετανάστευση εποίκων, με τους οποίους ζουν δίπλα δίπλα, καθημερινά, ως μια υπαρξιακή απειλή για την ταυτότητά τους, και νιώθουν ότι τους έχει αφαιρεθεί οποιοσδήποτε έλεγχος πάνω στη μοίρα τους. Η ταυτότητά τους: ο τρόπος ζωής τους, οι πολιτισμικές τους αναφορές, πολύ απλά η Γαλλία τους, η αγάπη τους γι’ αυτήν ταυτίζεται με «ρατσισμό». Από την άλλη πλευρά, περιβαλλόμενος τον μανδύα του Καλού, ο συγκεκριμένος αντιρατσισμός συμβάλλει στην απαξίωση των ανθρώπων των λαϊκών τάξεων.

Και όταν η ενσωμάτωση αποτυγχάνει για ένα κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού, το γαλλικό έθνος, μετανιωμένο και «ένοχο», παραμένει σιωπηλό απέναντι στον εαυτό του, την ιστορία του, τον πολιτισμό του, απέναντι σε οτιδήποτε το συγκροτεί ως έθνος. Αξιοθρήνητη, από αυτή την άποψη, είναι η πληθώρα διακηρύξεων για τη Δημοκρατία, την κοσμικότητα και την πολιτειότητα, οι οποίες φροντίζουν να αποφεύγουν τη λέξη έθνος.

Και υπάρχει και το σωματικό, υλικό περιεχόμενο, το οποίο μαρτυρά το γαλλικό τοπίο από την πιο μικρή ρωμανική εκκλησία του Σαιντόνζ (Saintonge) μέχρι το πιο ταπεινό πολεμικό μνημείο για τους πεσόντες του 1914-1918. Το έθνος δεν είναι απλά οι ρίζες μας, είναι η κληρονομιά μας (ακόμη και αν προερχόμαστε από αλλού) και η προοπτική ενός κοινού μέλλοντος. Όσο για τη Δημοκρατία, αυτή δεν είναι παρά μια μορφή διακυβέρνησης, έστω και αν η Γαλλική Δημοκρατία έχει μια μοναδική ιστορία.

Στο Les Territoires perdus de la République, αναφερόσασταν στο ζήτημα της ανόδου του ισλαμισμού στα προάστια. Σε μια εποχή που το κράτος μοιάζει να ξεπερνιέται από την πραγματικότητα, μπορούν οι ισλαμιστές να επωφεληθούν από την τρέχουσα κατάσταση;

Με υπόβαθρο την ιδέα της μάχης εναντίον των kouffars (απίστων), αυτές οι ταραχές θα βάλουν πιθανώς τους ισλαμιστές στον πειρασμό να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Ακόμη και μια «παλαιστινοποίηση» αυτών των βιαιοτήτων, μέσω του θανάτου αυτού του εφήβου, η εικόνα του οποίου ως μάρτυρα (shahid), όπως εκείνη του παιδιού Μοχάμεντ αλ-Ντούρα, τον Σεπτέμβριο του 2000 στη Γάζα, μπορεί να αποκρυσταλλώσει την οργή και τη μνησικακία, ή ακόμη και μια έκκληση για εκδίκηση σε μια λογική διχοτόμησης της επικράτειας.

Τέλος, για ορισμένα παιδαριώδη μυαλά, αυτές οι ταραχές, συμπεριλαμβανομένων των λεηλασιών και των βανδαλισμών, έχουν «επαναστατικό» χαρακτήρα. Για μια ακόμη φορά, ένας ορισμένος αριστερισμός είναι αρκετά ανόητος ώστε να μην μπορεί να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη βία ενός λούμπεν προλεταριάτου και μια επαναστατική δράση, όπως ήταν το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» το 2018 (εξ ου και η κρατική βία που εκδιπλώθηκε εναντίον του).

Στο έργο του, Η πάλη των τάξεων στη Γαλλία (1848-1850), ο Μαρξ αναφερόταν το 1850 σε αυτό το λούμπεν προλεταριάτο, πολλά στοιχεία του οποίου είχαν ενταχθεί στην Εθνική Χωροφυλακή: «ανήκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους  (…) σε εκείνη την διακριτή μάζα του βιομηχανικού προλεταριάτου, που είναι φυτώριο κλεφτών και εγκληματιών κάθε είδους, που ζουν από τα απορρίμματα της κοινωνίας, άτομα χωρίς δηλωμένο επάγγελμα, περιφερόμενοι, άνθρωποι χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς φλόγα».

Αν η μεταβολή της χώρας σε αρχιπέλαγος είναι ήδη μια πραγματικότητα, είναι δυνατό μακροπρόθεσμα να επανενωθεί το γαλλικό έθνος; Και πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Τα αίτια αυτής της «αρχιπελαγικής» διαμόρφωσης υπερβαίνουν το ζήτημα της μετανάστευσης. Η διαδικασία της ανομίας που αποδιαρθρώνει τις κοινωνίες μας αφήνει ελεύθερο το έδαφος σε βαρβάρους που αναζητούν, εν αγνοία τους, μια ισχυρή εξουσία. Προσθέστε δε σε αυτόν τον μείζονα παράγοντα τη μείωση της θρησκευτικής πρακτικής, μια πραγματική ανθρωπολογική επανάσταση που συνοδεύεται από την κατάρρευση των μεγάλων δομών κοινωνικής ένταξης του παρελθόντος.

Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια ακόμη μεταρρύθμιση, αλλά μια ανατροπή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία και το έθνος. Είναι πια αργά για να μιλάμε για την «ενοποίηση του γαλλικού έθνους». Πρέπει προηγουμένως να σβήσουμε αυτή τη φωτιά και να διασφαλίσουμε ότι οι δύο πλευρές της κοινωνίας δεν θα βρεθούν δίπλα-δίπλα, αλλά πρόσωπο με πρόσωπο, όπως είχε πει ο πρώην υπουργός Εσωτερικών, Ζεράρ Κολόμπ (Gérard Collomb), αποχωρώντας από το αξίωμά του.


[1] Ο Σαρλ-Μαρί Γκυστάβ Λε Μπον (7 Μαΐου 1841 – 13 Δεκεμβρίου 1931) ήταν Γάλλος ιατρός και συγγραφέας που ασχολήθηκε συστηματικά με την ανθρωπολογία, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την αρχαιολογία, ενώ το πιο γνωστό βιβλίο του στην Ελλάδα είναι Η ψυχολογία του όχλου.

[2] H Sarah Halimi ήταν μία Εβραία γιατρός, 65 ετών. Δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 2017 από τον Κομπιλί Τραορέ, μουσουλμάνο με καταγωγή από το Μαλί, που κατοικούσε στο ίδιο κτίριο, ο οποίος εισέβαλε στο διαμέρισμά της σε κατάσταση αμόκ, και άρχισε να τη χτυπά κραυγάζοντας «Αλλάχ Ακμπάρ». Τελικά την πέταξε από το μπαλκόνι της, στον 3ο όροφο, φωνάζοντας «σκότωσα τον Σατανά»! Ο Τραορέ θεωρήθηκε από το δικαστήριο ανεύθυνος για τις πράξεις του και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική (σ.τ.μ.).

[3] Seine-Saint-Denis : Περιοχή στο βόρειο Παρίσι που κατοικείται πλέον στην πλειοψηφία της από μουσουλμάνους μετανάστες, με αποτέλεσμα να φεύγουν οι παλιοί του κάτοικοι, Γάλλοι και κυρίως οι Εβραίοι (σ.τ.μ.).

[4] Η οικογένεια Ντεσιέν: γαλλική τηλεοπτική σειρά που διακωμωδεί τους Γάλλους μικροαστούς, αυτούς που εδώ αποκαλούμε «κυρ-Παντελήδες» (σ.τ.μ.).

πηγή: Le Figaro
2 Ιουλίου 2023
Μετάφραση-επιμέλεια: Χριστίνα Σταματοπούλου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ