του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 65, Απρίλιος-Μάιος 2007
Μια απλή ανάγνωση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είναι αρκετή για να κατανοήσει κανείς ότι η Τουρκία διέρχεται μια βαθιά και αυθεντική κρίση. Βεβαίως, από κει και πέρα, η συζήτηση που διεξάγεται γύρω από αυτήν μένει βασανιστικά στα επιφαινόμενα, προσπαθώντας απλώς να αναγάγει τις εξελίξεις σε μια «σύγκρουση κορυφής» μεταξύ στρατηγών-κεμαλιστών και ισλαμιστών.
Για τους εγχώριους διανοούμενους, τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς, η ερμηνεία των γεγονότων είναι απλή, διαμορφώνεται δε πλήρως υπό την επίδραση της στρατηγικής των ελληνικών ελίτ υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Από τη μία είναι οι «καλοί» ισλαμιστές του Ερντογάν, που επιθυμούν την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας μέσα από την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών, και από την άλλη οι «κακοί» Τούρκοι στρατηγοί, που επιδιώκουν τη συγκράτηση της χώρας στο στρατοκρατικό, κεμαλικό της παρελθόν.
Το σχήμα αυτό είναι απλοϊκό και επικίνδυνο – κι όχι μόνο γιατί διαπερνάται από προφανείς παραδοξότητες (π.χ. «οι φιλοευρωπαϊστές… ισλαμιστές» και οι «οπισθοδρομικοί υπέρμαχοι του… κοσμικού κράτους). Είναι επίσης επικίνδυνο γιατί προσπερνάει το πραγματικό περιεχόμενο της κρίσης και δεν μπορεί να την αξιολογήσει.
Το «μετριοπαθές» Ισλάμ, στρατηγική επιλογή του… κεμαλισμού
Η αναγέννηση του Ισλάμ στην Τουρκία επιταχύνεται, όπως και στην ευρύτερη Ανατολή, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αρχικώς, ο κεμαλισμός υποχρεώθηκε να ανεχθεί την άνοδο του Ισλάμ, προκειμένου να αντιμετωπίσει σε τακτικό επίπεδο το έλλειμμα συνοχής που διακατείχε την τουρκική κοινωνία, με τη θυελλώδη ανάπτυξη της επαναστατικής Αριστεράς στη δεκαετία του ΄70, και την παράλληλη αναζωπύρωση του κουρδικού ζητήματος. [Όντως, το οικοδόμημα του τουρκισμού έμοιαζε να απειλείται τόσο από την ενίσχυση της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, όσο και από την εμφάνιση άλλων αμφισβητήσεων, των Αλεβίδων, των Αράβων της Αλεξανδρέττας, και μιας Αριστεράς που γιγαντώθηκε στη δεκαετία του 1970 διεκδικώντας ένα νέο ομοσπονδιακό κράτος, που θα προϋπέθετε την αποσύνθεση του κεμαλικού οικοδομήματος.] Η χούντα του Εβρέν, το 1980, ήρθε να βάλει τέλος στην «εποχή του χάους», και να εγκαινιάσει τη στρατηγική του «ισλαμοκεμαλισμού», δηλαδή της χρήσης του Ισλάμ ως ενισχυτικού στοιχείου του αμφισβητούμενου πλέον κεμαλισμού. Ο Τουργκούτ Οζάλ αποτέλεσε την πρώτη επιτυχημένη έκφραση αυτού του νέου εγχειρήματος.
Το σχήμα έμοιαζε να λειτουργεί για αρκετά χρόνια, ο κεμαλισμός διατηρούσε την ηγεμονία στο πολιτικό εποικοδόμημα και τον στρατό, ενώ ο ισλαμισμός εξαπλωνόταν ραγδαία στη βάση, δίχως να παρατηρούνται αξεπέραστες εντάσεις μεταξύ τους.
Το πρώτο σοκ ξεπήδησε με την άνοδο του «σκληρού» Ερμπακάν στην εξουσία, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν –με αναφορές στη μαντίλα και τη σαρία– το τουρκικό Ισλάμ εξέφρασε μια πρώτη τάση πολιτικοποίησης απειλώντας εν μέρει τα θεμέλια του κεμαλικού κράτους. [Ασφαλώς, πρέπει να εντάξουμε αυτήν την εξέλιξη στο ευρύτερο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης του Ισλάμ που διαπέρασε όλη τη Μέση Ανατολή αυτήν την περίοδο.] Και ως είθισται στις τουρκικές αντιπαραθέσεις, η απάντηση ήλθε διά του ξίφους. Το κόμμα του Ερμπακάν τέθηκε εκτός νόμου, ενώ προκρίθηκε η λύση του Ερντογάν ως μια πιο «ήπια» και «ανοιχτή» εκδοχή του Ισλάμ.
Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και ό,τι επακολούθησε ενίσχυσαν εκ νέου τον τουρκικό ισλαμισμό και τον «πόλεμο των πολιτισμών». Παράλληλα, το γεγονός ότι οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής του Ιράκ επέλεξαν ως στρατηγικό τους εταίρο τους Κούρδους του βορείου τμήματος της χώρας, τροφοδοτώντας την αναζωπύρωση του κινήματος των Κούρδων και στην Τουρκία, δημιούργησε ένα μαζικότατο κλίμα αντι-αμερικανισμού στο εσωτερικό της κοινωνίας. Πλέον, το 80% των Τούρκων θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν μια σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια της χώρας τους και το σενάριο του φιλοδυτικού Ισλάμ γίνεται όλο και πιο προβληματικό.
Η στρατηγική κρίση του ισλαμοκεμαλισμού
Μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, το τοπίο επιδεινώνεται.
Πρώτον, η συμμαχία Κούρδων και Αμερικάνων θέτει για πρώτη φορά ένα σοβαρότατο πρόβλημα στα θεμέλια των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων, παρότι το πείραμα ενός φιλοδυτικού ισλαμικού καθεστώτος διατηρεί έναν πιλοτικό και θεμελιακό χαρακτήρα για τις ΗΠΑ.
Δεύτερον, ο ισλαμικός χαρακτήρας της τουρκικής κοινωνίας καθιστά πλέον τους Ευρωπαίους ιδιαίτερα καχύποπτους ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Μετά δε την εκλογή Σαρκοζί στη Γαλλία, ο οποίος παραμένει κατηγορηματικός στην άρνησή του να δεχθεί την Τουρκία στους κόλπους της Ε.Ε., η ενταξιακή της πορεία αμφισβητείται σοβαρότατα.
Τόσο οι Αμερικάνοι όσο και οι ίδιοι οι Τούρκοι επιθυμούσαν μια άνευ όρων ένταξη στην Ευρώπη: Οι πρώτοι, προκειμένου να αποσυνθέσουν την ενωμένη Ευρώπη και για να προσφέρουν, παράλληλα, «αντισταθμιστικά οφέλη» στην Τουρκία, έτσι ώστε να αποδεχθεί τον νέο ρόλο των Κούρδων στο Ιράκ. οι δεύτεροι για να δράσουν, ως «ευρωπαϊκή δύναμη» πλέον, με πολύ καλύτερους όρους στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι εξελίξεις όμως υπονομεύουν αυτόν τον σχεδιασμό και θέτουν ολοένα και περισσότερα εμπόδια στον φιλοδυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας, τόσο σε ό,τι αφορά στο ατλαντικό του σκέλος, όσο και στο ευρωπαϊκό.
Οι κεμαλιστές βρίσκονται σε αδιέξοδο. Γιατί τα δύο συστατικά στοιχεία της κοσμοθεώρησής τους ήταν ο «τουρκισμός» ως ενοποιητική ιδεολογία των μη χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας, και η στροφή προς τη Δύση ως σταθερός προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής και της κοινωνίας. Και σήμερα αυτές οι δύο συνιστώσες μοιάζουν να έρχονται σε αντιπαράθεση. Η ενσωμάτωση στη Δύση προκαλεί την αποδυνάμωση του «τουρκισμού», διότι θα πρέπει να παραχωρηθούν έστω στοιχειώδη δικαιώματα στις μειονότητες και να γίνει αποδεκτή η ύπαρξη ενός κουρδικού κράτους στο Ιράκ, με όλες τις συνέπειες που θα έχει αυτό. Ο κεμαλισμός, ίσως για πρώτη φορά, βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από τον ισλαμισμό, γεγονός το οποίο αντανακλά και η αποφασιστική στάση του Ερντογάν. Και είτε θα την αποδεχθεί, προσπαθώντας απλώς να μετριάσει ή να καθυστερήσει την περαιτέρω ενίσχυση του ισλαμικού στρατοπέδου, είτε θα αντιδράσει βίαια και πραξικοπηματικά, αν διαθέτει ακόμα αυτήν τη δυνατότητα.
Στην περίπτωση όμως που το κεμαλικό κράτος αποδεχθεί την προτεραιότητα του σουνιτικού ισλαμισμού, κινδυνεύει να απολέσει την ηγεμονία πάνω στα εκτεταμένα εκκοσμικευμένα στρώματα της Δυτικής Τουρκίας και της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στους αλεβιτικούς πληθυσμούς, που ξεπερνούν ίσως τα είκοσι εκατομμύρια. Και για πρώτη φορά αυτοί οι πληθυσμοί μπορεί να εξέλθουν των ορίων τόσο του κεμαλισμού, όσο και του ισλαμοκεμαλισμού, σε μια κατεύθυνση περισσότερο ριζοσπαστική. σε συνδυασμό με το κουρδικό κίνημα, θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις ίδιες τις θεμελιώδεις ισορροπίες του νεώτερου τουρκικού κράτους, όπως είχε ήδη συμβεί στη δεκαετία του 1970.
Οι κεμαλιστές προς το παρόν προσπαθούν να ελέγξουν αυτά τα ρεύματα παίζοντας το χαρτί της κοινωνικής κινητοποίησης. Βλέποντας πως η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας απομακρύνεται, επιλέγουν να σκληρύνουν τη στάση τους συνολικά: Απορρίπτουν τη στρατηγική της ισλαμοκεμαλικής συναίνεσης, επιστρατεύουν ξανά την πυγμή τους επιβάλλοντας δικαστικά πραξικοπήματα, συμμαχούν ανοιχτά με τους εθνικιστές των Γκρίζων Λύκων διοργανώνοντας μαζικότατα παλλαϊκά συλλαλητήρια υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Αν στις εκλογές που έρχονται δεν κατορθώσουν να ανακόψουν τη δύναμη του ισλαμισμού, ίσως δοκιμάσουν ακόμα μία φορά κάποιο νέο στρατιωτικό πραξικόπημα, ή ίσως εκβιάσουν τον Ερντογάν και τις διεθνείς συμμαχίες του εισβάλλοντας στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Στο παρελθόν είχαμε πολλές φορές απορρίψει ως ευσεβείς πόθους τα σενάρια περί διαμελισμού και διάλυσης της Τουρκίας. Ωστόσο, σήμερα η κρίση είναι πραγματική, η ισλαμοκεμαλική σύνθεση έχει εξαντληθεί και μια περίοδος επαναστατικών ανατροπών έχει πλέον ανοίξει.
Στην Ελλάδα, όπως προαναφέραμε, όλοι οι υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., υποστηρίζουν κατά παράδοξο τρόπο τον Ερντογάν και τον «λάιτ» ισλαμισμό του! Και δεν βλέπουν πως σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική, οι διαφορές ισλαμιστών και κεμαλιστών είναι μικρές. Επί πλέον, σήμερα, η κυβέρνηση Ερντογάν δείχνει προθυμότερη να ακολουθήσει μια πορεία προς τη Δύση, και επομένως να πιέσει περισσότερο την Ελλάδα, αποδεχόμενη εν μέρει την «απώλεια» του ιρακινού Κουρδιστάν, απ’ ό,τι οι στρατηγοί, οι οποίοι θέτουν το Κουρδιστάν σε πρώτη προτεραιότητα. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο «ισλαμιστής» Ερμπακάν, στην κυβέρνηση Ετσεβίτ το 1974, ήταν εκείνος που επέμενε για την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα!
Στον βαθμό μάλιστα που η Ε.Ε. απορρίπτει την ένταξη της Τουρκίας, είναι πιθανόν να ενισχυθούν οι ριζοσπαστικότερες εκδοχές του ισλαμισμού και η Τουρκία να επιχειρήσει να μεταβληθεί στον ηγήτορα του ανερχόμενου ισλαμικού κόσμου, ιδιαίτερα του σουνιτικού. Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα αναβαθμίσει απλώς τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή, αλλά και θα δοκιμάσει με ακόμα μεγαλύτερη επιμονή να μεταβάλει όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τουρκογενείς ή μη, σε στρατηγικούς εταίρους της Τουρκίας, και να καταστήσει στρατηγικές μειονότητες τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Και μια τέτοια εκδοχή ενός σχετικά αυτόνομου ισλαμικού πόλου διαθέτει και μια ενισχυόμενη κοινωνική βάση, μια εύρωστη ισλαμική μεσαία τάξη, η οποία αποτελείται κυρίως από εμπόρους που έλκουν την καταγωγή τους από την Ανατολία αλλά πλέον εισέρχονται δυναμικά στις τουρκικές μεγαλουπόλεις.
Πολλώ, δε μάλλον που τον τελευταίο καιρό βελτιώνονται οι σχέσεις με όλες τις χώρες οι οποίες έχουν κουρδικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό τους, κυρίως με τη Συρία και το Ιράν. Εξ ίσου, αναπτύσσονται οι σχέσεις με τις τουρκογενείς χώρες που βρίσκονται ανατολικά της Τουρκίας, στην Κεντρική Ασία, όπως είναι το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν. Τέλος, ιδιαίτερης βαρύτητας, κυρίως οικονομικής, είναι και οι στενές οικονομικές σχέσεις που έχει συνάψει με την ανερχόμενη Ρωσία.
Γ.Κ.