Αρχική » Η.  Οι ξένοι και εγχώριοι αντίπαλοι του Αναβαπτισμού

Η.  Οι ξένοι και εγχώριοι αντίπαλοι του Αναβαπτισμού

από Γιώργος Καραμπελιάς

Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).

του Γιώργου Καραμπελιά

Το κίνημα του Αναβαπτισμού, ο Κύριλλος και ο Αυξέντιος, σηματοδοτούν όχι μόνο μια ανατροπή της σχέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους «Λατίνους» και την οθωμανική τάξη, αλλά και πραγματοποιούν μια εσωτερική ρήξη, στον χώρο της ρωμιοσύνης, με την  παραδοσιακή γραφειοκρατική, φαναριώτικη ηγεσία, αναδεικνύοντάς νέα κοινωνά στρώματα στην ηγεσία του Γένους. Ακριβώς γι’ αυτό και θα έλθουν σε σύγκρουση, κάποτε σφοδρότατη με το παραδοσιακό φαναριώτικο και εκκλησιαστικό κατεστημένο. 

Ως ο σημαντικότερος αντίπαλος των αναβαπτιστών ανεδείχθη ο Καλλίνικος που είχε γεννηθεί στη Ζαγορά, το 1713(;), από εύπορη οικογένεια· ο πατέρας του ήταν έμπορος που πλούτισε στην Αίγυπτο και μητέρα του η «κυράτζα Κλουνώ». Ο Καλλίνικος μετά την τοπική σχολή συνέχισε τις σπουδές του στην Πατριαρχική Ακαδημία, όπου συνδέθηκε με φαναριώτικους κύκλους και, το 1743, σε ηλικία τριάντα ετών, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Προϊλάβου (Βραΐλας)[1], αλλά σύντομα εγκατέλειψε την έδρα του, διότι θεώρησε επίπονο το ποιμαντικό έργο, όπως αναφέρει ο ίδιος στην έμμετρη αυτοβιογραφία του και εγκαταστάθηκε στην ΚΠολη.

«Διὰ τὰ χρέη τὰ πολλά, τὰ βάρη καὶ τοὺς πόνους

Καὶ τοὺς κινδύνους μάλιστα, οὓς ἔχ’ ἡ ἐπαρχία

Ταύτην γὲ παρητήσατο καὶ ἐν τῇ ἐνορίᾳ

Κανάβῃ ἐκαθέζετο διδάσκων εἰς τὰς θείας

Κυριακὰς καὶ ἑορτὰς ἁγίας Ἐκκλησίας…»[2]

Ο Καλλίνικος, ως ηγέτης της αντικυριλλικής πτέρυγας, συνέγραψε το 1753 τη μικρή μελέτη, «Πῶς δεῖ δέχεσθαι τοὺς ἐξ αἱρέσεων προσερχομένους…»[3], καθώς και αναρίθμητα στηλιτευτικά κείμενα, επιστολές, αυτοβιογραφία κ.λπ., ενώ, ως εκλεκτός της γαλλικής πρεσβείας και των Φαναριωτών, ενθρονίστηκε Πατριάρχης, στις 16 Ιανουαρίου 1757.

Πρωτεύοντα ρόλο στην ενθρόνισή του Καλλινίκου θα διαδραματίσει ο  βαρώνος Ντε Τοτ, (1733-1793), Γάλλος στρατιωτικός και διπλωμάτης, που εργαζόταν στην πρεσβεία της ΚΠολης (1757-1763). Ο Ντε Τοτ που γνώριζε τη γλώσσα, τους θεσμούς και τα έθιμα της Τουρκίας, είχε νυμφευθεί την κόρη ενός Λυονέζου μεγαλέμπορου της Πόλης και είχε ως πεθερά του την περιβόητη «Καλίτζα», υπήρξε ένας από τους πυλώνες της τουρκογαλλικής συνεργασίας. Έτσι στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1767-1774), επιδιόρθωσε τα φρούρια, οργάνωσε το πυροβολικό και υπερασπίστηκε τα Δαρδανέλια, ενώ διορίστηκε και γενικός επιθεωρητής της Γαλλίας στην Ανατολή. Ο ντε Τοτ Το 1784-85, δημοσίευσε  τα «Απομνημονεύματα …», που μεταφράστηκαν σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική :

«Ο πατριάρχης Κύριλλος κατείχε τότε την οικουμενική έδρα· καταγόμενος από τα κατακάθια του λαού, είχε δημιουργήσει, μέσω του φανατισμού, δικό του κόμμα, αλλά αντιμετωπιζόταν με φόβο και περιφρόνηση από τις κεφαλές του Έθνους… υποστήριζε την ανάγκη του βαπτίσματος διά καταδύσεως, αναθεματίζοντας τον Πάπα, τον Βασιλιά της Γαλλίας και όλους τους καθολικούς Πρίγκιπες· επιχειρούσε διαρκώς να αναζωπυρώνει τον φανατισμό του Έθνους. Επεξέτεινε τους διωγμούς ενάντια στους Επισκόπους, ανάμεσά τους και τον Καλλίνικο, που είχε καταφύγει σε μας, για να ξεφύγει από ένα πατριαρχικό διάταγμα που τον ανάγκαζε να μεταβεί στο όρος Σινά και επιζητούσε τη συνδρομή του γαμπρού μου για να επιτύχει, μέσω της Χανούμ Σουλτάνας, τη συμπαράσταση του Μεγάλου Κυρίου (του Σουλτάνου)…

Δεν θα δείχναμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν εάν η επιθυμία μας να εκδιώξουμε τον Κύριλλο δεν μας έσπρωχνε να μεταβάλουμε το θύμα του σε ανταγωνιστή του. Και όσο ο γαμπρός μου διαπραγματευόταν –μέσω της Χανούμ Σουλτάνας– με τον Μ. Κύριο, κάποιοι που προσπάθησαν να απαγάγουν τον Καλλίνικο θα το είχαν επιτύχει, αν δεν προλάβαινε να καταφύγει στο σπίτι μου. Για να τον διασφαλίσω, κατασκεύασα ένα περίπτερο πάνω από τη στέγη, τον πρόσεχα και τον έτρεφα, μέχρις ότου καταλάβει το Πατριαρχείο, που ο γαμπρός μου διαπραγματευόταν· εντέλει τα κατάφερε, προσφέροντας ένα σημαντικό ποσό από φρεσκοκομμένα τσεκίνια. [Ο ίδιος ο Σουλτάνος επέβαλε αυτό τον όρο… το ποσό πέρασε κατ’ ευθείαν στα χέρια του και το μοιράστηκε με την ανιψιά του.] … Αποσπάσματα γενιτσάρων διατάχτηκαν να καταλάβουν όλες τις λεωφόρους της ελληνικής συνοικίας, ενώ διπλασιάστηκαν οι φρουρές, το πατριαρχικό μέγαρο περικυκλώθηκε και ο Κύριλλος παραδόθηκε χωρίς καμιά αντίσταση»[4].

Την ακρίβεια της αφήγησης επιβεβαιώνει  και ο ίδιος ο Καλλίνικος: «δέ­δο­ται τῷ ἄ­να­κτι λί­βελ­λος δι­α­τρα­νῶν τὰς ἀν­ταρ­σί­ας καὶ νε­α­νι­εύ­μα­τα τοῦ πα­νε­πι­σπά­νου* (του Κυρίλλου), ἃ πλη­ρο­φο­ρη­θεὶς ὁ κρα­τῶν Ὀ­σμά­νης ὁ Γ΄, ἐ­ξέ­δο­το ὁ­ρι­σμοὺς ἰ­δι­ο­χεί­ρους, ὅ­πως κα­τα­βι­βά­σω­σι τὸν ἀν­τάρ­την καὶ ἀ­να­βι­βά­σω­σι Καλ­λί­νι­κον Προ­ϊ­λά­βου τὸν ἐκ Ζα­γο­ρᾶς»[5]. Για τη σύλληψη του «αντάρτη» πατριάρχη[6],  όπως είδαμε, είχε καταστρωθεί  ολόκληρο πολεμικό σχέδιο, γιατί μετά το προηγούμενο της εξέγερσης του 1752  υπήρχε φόβος λαϊκών κινητοποιήσεων εξαιτίας της υποστήριξης των Κωνσταντινοπουλιτών στον Κύριλλο. Και συνεχίζει ο ντε Τοτ:

«Έμενε όμως να εγκατασταθεί ο διάδοχος. Άνθρωποι του Βεζίρη ήρθαν στο σπίτι μου για να τον οδηγήσουν στη Μεγάλη Πύλη· αυτός ο δυστυχής δεσπότης*, εθισμένος μάλλον στον φόβο και όχι στην ελπίδα, με εκλιπαρούσε να μη τον παραδώσω []. Πιστεύοντας ότι ακολουθεί τους δημίους του, ανακηρύχθηκε Πατριάρχης μια ώρα μετά… Έλαβα τις ευχαριστίες του την ίδια ημέρα και αμέσως μετά ήρθε να με δει και μου ζήτησε παρόλα αυτά να κρατάω έτοιμο το κρησφύγετό του, που πίστευε πως πολύ σύντομα θα το χρειαζόταν. Τότε κατάλαβα πως είχαμε κάνει μια μάλλον άσχημη επιλογή» [7].

Το δε αντάλλαγμα που κατέβαλε στους Γάλλους σπόνσορές του ο Καλλίνικος, αμέσως μετά την ενθρόνισή του ήταν η ανοικτή προσπάθεια  να αποτραπεί ο ορισμός ορθόδοξου μητροπολίτη στο Χαλέπι,! Ο Κομνηνός Υψηλάντης, που ως γιατρός του βεζίρη είχε αναμειχθεί αυτοπροσώπως στο θέμα, λέει ότι έφτασαν να απειλήσουν με θανάτωση ακόμα και τον ίδιο[8].

Ωστόσο, όταν ο Καλλίνικος τόλμησε να εμφανιστεί ως πατριάρχης στον ναό, οι πιστοί, με κραυγές «ἔξω τὸν φράγγον, ἀδελφοί, ἔξω τὸν φράγγον», δοκίμασαν να τον σκοτώσουν, «ἔξω τῆς ἐκκλησίας», «ἵνα μὴ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ φονεύσαντες, τὴν ἐκ­κλησίαν ζημιωθήσονται»[9]. Η τουρκική φρουρά τον απέσπασε μισοπεθαμένο από τα χέρια του πλήθους αλλά, αναγκασμένος να κρύβεται, δεν μπόρεσε να μακροημερεύσει. Παρότι επανέφερε στην πρωτεύουσα τους διωχθέντες συνοδικούς, αυτοί «οὐ γὰρ εὗ­ρον, ὡς ἐ­νό­μιζον, ἕ­τοι­μον εἰς τὰ αὐ­τοῖς ἀ­ρέ­σκον­τα»[10] και, στις 17 Ιουλίου 1757, εξέλεξαν νέο πατριάρχη, τον Φιλιππουπόλεως Σεραφείμ, ο οποίος, μάλλον ευνοϊκά διακείμενος προς τον Κύριλλο, προσπάθησε να επιφέρει καταλλαγή στο ποίμνιο[11].

Ο Καλλίνικος, διέθετε ευρεία κοσμική παιδεία, έγραφε στίχους με ευχέρεια και χάρη αλλά, σύμφωνα με τον Τάσο Γριτσόπουλο, επρόκειτο περί «ημιμαθούς και φιλοδοξοτάτου πατριάρχου» και το σημαντικότερο θεολογικό έργο του[12], η Διδασκαλία προς τους πνευματικούς πατέρας, ήτοι ερμηνεία ακριβεστάτη περί εξομολογήσεως, αποτελεί παράφραση του έργου του Κυπρίου ουνίτη, Νεοφύτου Ροδινού, Περί εξομολογήσεως[13]!Ο Νικόδημος Αγιορείτης,που το απεκάλυψε,θεωρείότι περιέχει πολλές «αἱ­ρε­τι­κὲς ἀν­τι­λή­ψεις», «θαυ­μά­ζει» δε «καὶ ἀ­πο­ρεῖ», πώς «ἔ­νας ἄν­θρω­πος με­γά­λου ὀ­νό­μα­τος ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ, ἐ­πι­γρά­ψας τοῦ­το εἰς τὸ ὄ­νο­μά του, χω­ρὶς νὰ κα­θα­ρί­σῃ ἀ­πὸ μέ­σα τὸ κα­κό­δο­ξον αὐ­τὸ φρό­νη­μα, τὸ ἐ­τύ­πω­σεν»[14].

Ο συνεργάτης του Γεράσιμος Ηρακλείας, αρχικώς, μητροπολίτης Χίου (1714-1717), συνδέθηκε «με πολλούς εξέχοντας Έλληνας και Οθωμανούς», «υπό των οποίων υποστηριχθείς εξελέγη μητροπολίτης Νικαίας και Ηρακλείας»[15] ώστε να βρίσκεται μονίμως στην πρωτεύουσα. «Ἰ­σχυ­ρὸς κατὰ τὰ πολιτι­κὰ»[16], υπήρξε πρόεδρος της επιτροπείας επί των οικονομικών, έως ότου αποσταλεί στην επαρχία του «σιδηροδέσμιος», από τον Κύριλλο[17],  Από όπου όμως επανήλθε στην Πόλη μετά την εκθρόνιση του τελευταίου.

Ο σημαντικότερος υποστηρικτής του Καλλινίκου ήταν ο «θεσμικός λόγιος», μέγας εκκλησιάρχης, Νικόλαος Κριτίας (1685-1768),[18] καπουκεχαγιάς (αντιπρόσωπος) του ηγεμόνα της Μολδαβίας, Νικόλαου Μαυροκορδάτου, στην Πύλη. Η Ε. Τσουγγαράκη σημειώνει ότι, «δια μέσου των Καπουτσίνων της μονής Saint Louis του Πέραν», είχε «πολύ καλές σχέσεις με τους Φράγκους». Σύμφωνα δε με τον αβά Σεβέν (Sevin), που αναζητούσε ελληνικά χειρόγραφα, ήταν «μέγας απατεώνας, δεν θα έχει κανέναν ενδοιασμό να ξεγυμνώσει τους συμπατριώτες του· ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μας προμηθεύσει εξαιρετικά πράγματα…»[19]. Πάμπλουτος, δάνειζε με τόκο ιεράρχες, όπως τον πατριάρχη Αλεξανδρείας, Κοσμά, τον Λαρίσης, Ιάκωβο Β΄, κ.λπ.[20].

Συνεργάτης του Καλλινίκου ήταν και ο Ανανίας Αντιπάριος, δάσκαλος της Πατριαρχικής Σχολής, ένας από τους κυριότερους συγγραφείς στηλιτευτικών κειμένων, ενώ ο Παγκράτιος Δημάρης, «ἀ­νὴρ ἐλ­λό­γι­μος, μα­θη­μα­τι­κὸς καὶ σο­φι­στὴς (φιλόσοφος)»[21], κρυβόταν μαζί με τον Κριτία και τον Καλλίνικο. Απέναντι, λοιπόν στους πληβείους και τους διανοουμένους του Κυρίλλου, οι πατρίκιοι της εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας, ευνοούμενοι των Φαναριωτών των δυτικών και της Υψηλής Πύλης.

«Αναβαπτισμού τύχαι»

Ο Καλλίνικος, παρότι απέτυχε παταγωδώς, εξυμνείται συχνά ως «προοδευτικός», ενώ ο Κύριλλος, παρά την επιτυχημένη πατριαρχία του, περιγράφεται ως «σκοταδιστής». Πολλοί ιστορικοί, θεολόγοι, φιλόλογοι, οι Κομνηνός-Υψηλάντης, Βεντότης, Κούμας, Μαθάς, Γεδεών, Δυοβουνιώτης, και οι νεώτεροι Σκουβαράς και Βιβιλάκης, εμμένουν ιδιαίτερα στη δράση του Αυξεντίου, παραθεωρώντας τόσο το ιστορικό πλαίσιο της μετωπικής σύγκρουσης με τον καθολικισμό όσο και το σοβαρό θεωρητικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο που παρήγαγαν οι Αναβαπτιστές. Αποσιωπάται συναφώς η προεξέχουσα συμμετοχή του Αργέντη καθώς και ο ρόλος του Κυρίλλου στη δημιουργία της Αθωνιάδας Σχολής.

Στην καταδρομή κατά του Κυρίλλου και στην υπεράσπιση του Καλλινίκου, πρωτοστατεί ο Μανουήλ Γεδεών (ΚΠολη 1851–Αθήνα 1943). Ο Γεδεών (Μέγας Χαρτοφύλαξ και Χρονογράφος της Μ. Εκκλησίας), ο «τελευταίος ίσως γνήσιος Φαναριώτης»[22], απολαμβάνει εσχάτως ευρύτατη αναγνώριση, τόσο από τους συντηρητικούς οικουμενιστικούς κύκλους όσο και τους «διαφωτιστικούς» – φοβούμαι όχι μόνο για το τεράστιο σε όγκο και αξιόλογο έργο του, αλλά και για τις «οικουμενιστικές» αντιλήψεις του. Ο Γεδεών στην Ιστορία των του Χριστού Πενήτων, αποκαλύπτει ένα σχεδόν ανθρωποκτόνο μίσος κατά του αναβαπτιστή πατριάρχη:

Αι σχέσεις ημών προς την Εκκλησίαν της πρεσβυτέρας Ρώμης και τας εν τη Εσπερία χριστιανικάς κοινότητας διεξήχθησαν φρονίμως (sic!) μέχρις της ΙΗ΄ εκατονταετηρίδος τω 1756, ότε ο ταραξίας φίλαρχος πατριάρχης, συνεργαζόμενος μετά του κακομηχάνου βλαστού της Άνδρου Αυξεντίου, στάσιν ήγειρε… κατά των ανηκόντων τη Εκκλησία Ρώμης. Ούτως εκαινοτόμησε τον αναβαπτισμόν, ευρύτερον το μεταξύ των δύο Εκκλησιών φοβερόν χάσμα καταστήσας· είχε δε και σωφρονούντας φανατικούς ρωμηούς, δυστυχώς επιστήμονας. Και φρονίμως μεν φερομένη η τότε τουρκική κυβέρνησις εξηφάνισε τον ταραχοποιόν Αυξέντιον, απηγχόνισε δε δύο των αρχηγών της μεγάλης εναντίον του πατριάρχου Παϊσίου στάσεως, ενώ έδει ν’ απαγχονισθή ο Κύριλλος, αντί να αναβιβασθή το δεύτερον εις τον θρόνον…[23]

Ο «ακαταπόνητος ερευνητής»[24] ψέγει τους Τούρκους, διότι «εξαφάνισαν» μόνο τον Αυξέντιο και όχι και τον πατριάρχη Κύριλλο, ως «έδει»! Παραθέτει δε σχετική φράση του Καλλινίκου, όπου τονίζεται ότι ο Κύριλλος ορθώς «κα­τε­δι­κά­­σθη, καὶ ἄ­ξια ὧν ἔ­πρα­ξεν ἀ­πο­λέ­λαυ­κεν, εἰ καὶ με­τρίως καὶ οὐ­­χί ὡς ἔ­δει»[25].

Εν τούτοις, την υπεράσπιση του αναβαπτιστικού στρατοπέδου θα αναλάβουν οι σημαντικότεροι θεολόγοι, οι Αργέντης, Βούλγαρης, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Νικό­δημος Αγιορείτης, Μακραίος, Πάριος, Οικονόμος, Γεωργιάδης, Μεταλληνός, Κάλλιστος Γουέαρ· ο Ράνσιμαν και ο Ποντσκάλσκυ θα εντάξουν την έριδα στα ιστορικά της πλαίσια και ο Κύπριος Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, σε ένα κλασικό έργο, θα την θεωρήσει ως μία «τιτανομαχία» ανάμεσα στην επιθετική Δύση και την αμυνόμενη ελληνική ιδιοπροσωπία.

Ο σημαντικότερος ιστορικός της τουρκοκρατούμενης ορθοδοξίας, ο καθολικός Ποντσκάλσκυ, παρουσιάζει αρκετά ισορροπημένα το ιστορικό υπόβαθρο του ζητήματος:

«Η έριδα αυτή αποκάλυψε και τα ευρέως διαδεδομένα αντικαθολικά αισθήματα του απλού λαού, που οπωσδήποτε συνδέονταν με την ορθόδοξη αντιπροπαγάνδα μετά τη μερική ένωση των μελχιτών (1724) και τον σταθερό προσανατολισμό των μαρωνιτών προς τη Ρώμη (1736)»[26].

Γύρω στα 1883-1884, στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο σοφός θεολόγος Βασίλειος Γεωργιάδης (μετέπειτα Οικουμενικός ΠατριάρχηςΒασίλειος Γ΄ 1925-1929), καταλήγει στην ακόλουθη κρίση για τους δύο πατριάρχες:

«Και η μεν του πρώτου (του Κυρίλλου) πατριαρχεία μεθ’ άπασαν την φαινομένην ταραχήν αφήκεν ίχνη ικανώς σπουδαία, η δε του δευτέρου (Καλλινίκου) αμαυρούται όλως και συσκιάζεται δια της προς τους δυτικούς αδικαιολογήτου δουλοφροσύνης»[27].

Μία πτέρυγα του Αναβαπτισμού, με τον Αυξέντιο και το λαϊκό κίνημα που προκάλεσε, θα φτάσει ακόμα και στη διατύπωση αξιώσεων εθνικής αποκατάστασης («Νὰ βασιλεύσῃ ὁ Κωστὴς»). Γι’ αυτό και οι αντίπαλοί του το χαρακτηρίζουν ανατρεπτικό: εθνικά [«ἐ­φαν­τά­ζον­το ἀ­να­νε­ῶ­σαι δι’ αὐ­τοῦ καὶ τὴν βα­σι­λεί­αν τῶν Ῥω­μαί­ων»[28]κοινωνικά – ο Αυξέντιος κήρυττε την ανύψωση της θέσης των γυναικών και των φτωχών· και παιδευτικά – ο Ευγένιος Βούλγαρης ανέτρεπε τα παραδεδομένα του κορυδαλισμού στη διδασκαλία της φιλοσοφίας. Ο Δ. Αποστολόπουλος, επιμένει στο κοινωνικό περιεχόμενο του κινήματος: «Στα μέσα του 18ου αι. έχουμε μια σοβαρή και τελεσφόρα αμφισβήτηση της κυριαρχίας των Φαναριωτών στην ελληνική κοινω­νία» που «χάνουν τον έλεγχο του παραδοσιακού θεσμού εξουσίας, του πατριαρχείου», από τους εσναφλήδες και τους εμπόρους[29]. Γράφει ο Πατρινέλης:

«Οι επαγγελματίες όμως της ΚΠόλεως είχαν και πρόσθετους λόγους, καθαρά κοινωνικούς και οικονομικούς, να υποστηρίξουν την κίνηση αυτή: οι καθολικοί έμποροι του Γαλατά –συνεχώς ευνοούμενοι χάρη στο καθεστώς των διομολογήσεων– ήταν οι μόνιμοι οικονομικοί τους ανταγωνιστές. Ιδιαίτερα οι πλούσιοι Χιώτες έμποροι του Γαλατά υποστήριξαν ηθικά και υλικά το κυριλλικό στρατόπεδο. Χιώτης ήταν και ο ιατροφιλόσοφος Ευστράτιος Αργέντης, που πρόσφερε τη θεολογική κάλυψη του κηρύγματος για τον αναβαπτισμό»[30].

Το αντίπαλο στρατόπεδο, παρότι περιλάμβανε την ανώτερη ιεραρχία της Συνόδου και τους λογίους της, την πλειοψηφία των Φαναριωτών, τους Γάλλους διπλωμάτες, την καμαρίλα της Υψηλής Πύλης, διέθετε ισχνή κοινωνική βάση.

Η κυριλλική παράταξη επιχειρεί την τελευταία απόπειρα «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», καθώς από την κορυφή του Γένους, και με ευρεία κοινωνική συμμαχία, επιχειρείται ο συγκερασμός εκσυγχρονισμού και παράδοσης.

Οι δύο Κύριλλοι –ο Λούκαρις και ο Καράκαλλος– θα προσκρούσουν στην αντίδραση δυτικών και Οθωμανών, διότι η πλήρης ευόδωση του εγχειρήματός τους προϋπέθετε την άρση του καθεστώτος της δουλείας. Γι’ αυτό και ο Λούκαρις θα εξοντωθεί ενώ ο Αναβαπτισμός, δια του Αυξεντίου, θα τείνει να προσλάβει επαναστατικά χαρακτηριστικά! Η ελληνική Αναγέννηση, για να ολοκληρωθεί, προϋπέθετε την εθνική ανεξαρτησία.  

Πάντως η επίδραση του Αναβαπτισμού, υπήρξε τεράστια. Κατ’ αρχάς απέτρεψε μια επαπειλούμενη απορρόφησή της Ορθοδοξίας από την καθολική Δύση, με συνέπεια  η ελληνική Αναγέννηση, παρά την εισροή εσπέριων στοιχείων, να πραγματοποιηθεί υπό το φως της ορθόδοξης ιδιαιτερότητας. Παράλληλα άνοιξε έναν νέο δρόμο, της συμμετοχής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στην διοίκηση του εθναρχεύοντος Πατριαρχείου.


[1] Κ.Ι. Δυοβουνιώτης, «Καλλίνικος Γ΄, Πατριάρχης Κπόλεως», Ιερός Σύνδεσμος, 1915, σ. 5· Καλλίνικος Γ΄, Τα κατά…, ό.π., σσ. 10-11.

[2] Καλλίνικος Γ΄, Τα κατά και μετά…, ό.π.,σσ. 503.

[3] Γ. Δεληγιάννης, Θεολογία Θ΄ (1931), σσ. 240-248.

[4] Fr. Baron de Tott, Mémoires sur les Turcs et les Tartares, Παρίσι 1785, τ. Α΄, σσ. 50-53. [ (Βλ. και Ferenc Tóth, Un diplomate militaire français en Europe orientale à la fin de l’ancien régime: la carrière de François baron de Tott (1733-1793),Isis, Κων/πολη 2011)].

[5] Κ.Ι. Δυοβουνιώτης, Καλλίνικος Γ΄…, ό.π., σ. 9.

[6] Μετά την καθαίρεσή του, εξορίστηκε στην Κύπρο, από όπου μετέβη στο Άγιον Όρος και μόνασε στη Σκήτη της Αγίας Άννας έως το 1763· επέστρεψε τότε, χωρίς άδεια, στην ΚΠολη, επί πατριαρχίας Σαμουήλ Α΄, διεκδικώντας εκ νέου την πατριαρχία. (Σαβράμης, ό.π., σσ. 173-176). Όμως εξορίστηκε και πάλι  στο Σινά και στο Άγιον Όρος, έγκλειστος σε πύργο της Λαύρας και εν συνεχεία στην Αγία Άννα, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό, το 1775 (Τ. Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 371). Ο Σαβράμης (ό.π., σσ. 177-186) παραθέτει την ιδιαίτερα διαφωτιστική, ως προς το σκεπτικό της, απόφαση της Συνόδου για την καθαίρεση του Κυρίλλου, το 1757.

[7] Fr. Baron de Tott, Mémoires…, ό.π., τ. Α΄, σσ. 50-53.

[8] Κομνηνός Υψηλάντης, Τα μετά την Άλωσιν, ό.π., σσ. 373-374.

[9] Βλ. Σ. Μακραίος, «Υπομνήματα…», ό.π., σ. 222· Papadopoullos, ό.π.,σ. 172.

[10]  Βλ. Σ. Μακραίος, «Υπομνήματα Εκκλησιαστικής…», ό.π., σ. 223.

[11] Ο Καλλίνικος, μετά την εκθρόνισή του  και αφού ταξίδεψε στη Λήμνο, τη Ρόδο, την Αίγυπτο, το Σινά και την Πόλη, αποσύρθηκε στη Ζαγορά, ασχολούμενος με τη συγγραφή και την ανασυγκρότηση της τοπικής Σχολής. Πέθανε εκεί το 1772, σε ηλικία 79 ετών. Βλ.. Καλλινίκου Γ΄, Πατριάρχου Κπόλεως, Τα κατά και μετά την εξορίαν επισυμβάντα και έμμετροι επιστολαί (επιμ. Αγαμ. Τσελίκας ), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004,Εισαγωγή,σσ. 15-20.

[12] Βιέννη 1787. Βλ. Legrand, Bibl. Hellén. XVIII s., τ. 2, σ. 472, αρθμ. 1197.

[13] Νεοφύτου Ροδινού, Περί εξομολογήσεως, Ρώμη 1671.

[14] Νικόδημος Αγιορείτης, Εξομολογητάριον,Βιέννη 31818, σ. 102 (1η έκδ., 1794).

[15] Ε. Σκουβαράς, «Στηλιτευτικά κείμενα του ΙΗ΄ αιώνος (Κατά των Αναβαπτιστών)», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbucher, τ. 20, Αθήναι 1967,σ. 90.

[16] Μελέτιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 4ος,προσθ. Γ. Βενδότης, σ. 223.

[17] «Μυσελέγκτης», Βλ. Ε. Σκουβαράς, «Στηλιτευτικά…», ό.π., σ. 89.

[18] Ε. Αγγελομάτη-Τσουγγαράκη, «Νικόλαος Κριτίας, Βιογραφικά και εργογραφικά», ΜΝΕ ΑΑ, τ. 1ος, Αθήνα 1984, σσ. 281-402, εδώ 291, 293, ΜΝΕ, τ. 2ος, 1986, σσ. 197-303.

[19] Αγγελομάτη-Τσουγγαράκη, «Νικόλαος Κριτίας…», ό.π.  τ. 1ος,  σ. 298.

[20] Ε. ΑγγελομάτηΤσουγγαράκη,  ό.π., τ. 1ος, σ. 299, και επιστολή του Κριτία (σσ. 353-354).

[21] Ε. Σκουβαράς, «Στηλιτευτικά…», ό.π., σ. 92-93.

[22] Χ.Γ. Πατρινέλης, «Γεδεών Μανουήλ», ΘΗΕ,Αθ. Μαρτίνος, Αθήνα 1964, τ. 4, σ. 242. Ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Ά. Αγγέλου, ο Χρ. Πατρινέλης και ο Φ. Ηλιού έχουν επανειλημμένα εκθειάσει το έργο του, ο δε Φ. Ηλιού έχει επιμεληθεί το σημαντικό δοκίμιό του, Η Πνευματική Κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και τον ΙΘ΄ αι. (Ερμής, Αθήνα 1999), και τη δίτομη Ιστορία των του Χριστού πενήτων (1453-1913), (ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010).

[23] Μ. Γεδεών, Ιστορία των του Χριστού πενήτων, τ. Β΄, σσ. 275-276.

[24] Φ. Ηλιού, «Εισαγωγικό Σημείωμα» στην Ιστορία των του Χριστού…, τ. Α΄, σ. 7.

[25] Μ. Γεδεών, Ιστορία των του Χριστού…, τ. Β΄, σ. 407.

[26] Gerhard Podskalsky, Η ελληνική θεολογία επί τουρκοκρατίας 1453-1821. Η ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των δυτικών δογμάτων μετά τη μεταρρύθμιση, (μτφρ π. Γ. Μεταλληνός) ΜΙΕΤ, 2005, σσ. 414-415.

[27] Β. Γεωργιάδης, «Ανέκδοτος Επιστολή του πρώην Κπόλεως Καλλινίκου Γ΄», Εκκλησιαστική Αλήθεια, Γ΄, 1883, τεύχη ΛΘ΄, Μ΄, ΜΑ΄, σσ. 618-619. Βλ και Οικουμενικόν Πατριαρχείον, www.ec-patr.org/list/index.php?lang=gr&id=322).

[28] Κομνηνός Υψηλάντης, Μετά την Άλωσιν…, ό.π.,σ. 369.

[29] Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Κοινωνικές Διενέξεις και Διαφωτισμός», στο Νεοελληνικός Διαφωτισμός (απόπειρα μιας νέας ερευνητικής συγκομιδής), Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου, Κοζάνη, 8-10 Νοεμβρίου 1996, Εκδ. ΙΒΑ, Κοζάνη 1999, σσ. 15-27, εδώ, σ. 20.

[30] Χρίστος Πατρινέλης, «Εκκλησία», ΙΕΕ, τ. ΙΑ΄, Αθήνα 1975, σ. 131.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος, Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία:

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ